12 Ιουλίου 2016, Ελλάδα, Θάσος, παραλία «ο Παράδεισος» – Το κύμα σκάει ελαφρά στη λευκή άμμο, τα πεύκα αναδύονται μέσα από τα τιρκουάζ, κρυστάλλινα νερά και τα mojitos ρέουν άφθονα πίσω από το ξύλινο, άσπρο μπαρ που δένει αρμονικά με το σχεδόν μεταφυσικό τοπίο.
Ο dj– απαραίτητο στοιχείο κάθε χιπστερικής παραλίας που σέβεται τον χαρακτήρα της- δένει με έναν μαγικό τρόπο ήχους, ελληνικούς και ξένους, pop και soft rock, έθνικ και «έντεχνους», σμίγοντάς τους περίτεχνα κάτω από έναν κοινό παρονομαστή: έναν ηλεκτρονικό, ανάλαφρο ρυθμό. «Πολύ ρετρό κατάσταση», σκέφτομαι καθώς παλεύω με την άμμο για να φτάσω στην ξαπλώστρα και να επιδοθώ σε άλλη μια μέρα ατέλειωτης χαλάρωσης.
Πριν προλάβω να προσεγγίσω τον προορισμό μου, ο dj το γυρίζει στα έθνικ, Ιμάμ μπαιλντί και τα συναφή. Αναφωνώ με χαρά μικρού παιδιού ότι θα ταίριαζε πολύ να έπαιζε και το ρεμίξ του «Θα σπάσω κούπες». Του γνωστού χιτ με το οποίο έχω πάθει εμμονή αυτό το καλοκαίρι. Τόσο πολύ ταίριαζε, που μια αόρατη δύναμη με έσπρωχνε να πάω να του το εισηγηθώ.
«Αλλά αν με παρεξηγήσει;» κοντοστάθηκα. «Είναι και λίγο ευαίσθητοι με τη μουσική τους αυτοί οι τύποι», είπα μετανιωμένα στη φίλη μου, που είχε μέχρι εκείνη τη στιγμή συμπαρασυρθεί από τον ενθουσιασμό μου. «Αφού όμως ταιριάζει πάάάρα πολύ!», συνέχισα τον διάλογο με τον εαυτό μου. Η φίλη μου με κοίταζε απορημένη, έτσι που σταμάτησα ό,τι έκανα, επιδιδόμενη σε ένα αέναο εσωτερικό ντιμπέιτ:
«Ανοίγεται μια ευκαιρία. Την θέλω. Το σκηνικό την ευνοεί. Κάνω ό,τι περνάει από το χέρι μου για να την κάνω πραγματικότητα ή το αφήνω στην τύχη; Κι άμα δεν γίνει όπως το περιμένω; Θα περάσει η μέρα κι εγώ θα συνεχίσω να σκέφτομαι αν πρέπει να πάω να την αρπάξω; Κι αν πάω και μου το αρνηθεί; Ή ακόμα χειρότερα αν πάω και το παίξει αλλά το αποτέλεσμα είναι λιγότερο μαγικό γιατί θα ξέρω ότι ήταν επιτηδευμένο;»
Story of my life.
Η παρέα γύρω ετοιμαζόταν να βουτήξει. Είχαν ήδη απλώσει τις πετσέτες τους, είχαν μείνει με τα μαγιό τους, είχαν πασαλειφτεί με τα αντηλιακά, λαδάκια μαυρίσματος, είχαν παραγγείλει τα mojitos και τις μπύρες τους κι εγώ εκεί. Να κοντοστέκομαι με το σακίδιο στον ώμο, με το ένα πόδι λυγισμένο και τον δείκτη του δεξιού μου χεριού στα χείλη, κοιτάζοντας στο άπειρο και να αναλογίζομαι.
Σαν να έπρεπε να λύσω πρώτα τον γρίφο για να μπορώ να τους ακολουθήσω. Για να μπορώ να αφεθώ στην κανονική ροή της ημέρας. Μεγάλο βάσανο η υπερ-αναλυτική πάθηση. Μπορεί να σε τρελάνει. Σαν να είσαι σε συνεχές «ταξιδάκι αναψυχής μ’ ένα κρυμμένο τραύμα» ένα πράμα. Δεν βρίσκεις τη σωτηρία της ψυχής σου με τίποτα!
Κι όπως κοίταξα τη φίλη μου μες τα απορημένα της μάτια (την καημένη, θα σκεφτόταν, τι να πήγε λάθος στην παιδική της ηλικία που να την έχει κάνει έτσι;), μου ήρθε αναλαμπή.
«Άκου να δεις», της λέω, αλλά στην πραγματικότητα μιλούσα στον (άλλο) εαυτό μου. «Κάποιες φορές στη ζωή ‘you j-u-s-t need to let go’. Μπορεί εγώ τώρα να νομίζω ότι θέλω να ακούσω το συγκεκριμένο άσμα για να απογειωθώ αλλά ποιος ξέρει; Μπορεί μετά ο dj να αποφασίσει να παίξει κάτι άλλο που δεν είχα σκεφτεί και που θα με κάνει να νιώσω δέκα φορές πιο ανεβασμένη. Δεν ξέρουμε πάντα τι είναι αυτό που θέλουμε από τη ζωή μας. Κι εκεί που νομίζουμε πως το βρήκαμε, η ζωή μας ξαφνιάζει».
Διατηρώντας το απορημένο της ύφος, η φίλη μου σούφρωσε τα φρύδια, μισάνοιξε το στόμα και κοίταζε μια εμένα και μια την υπόλοιπη παρέα, που κι αυτή είχε κάνει παύση για μια στιγμή, σαν να τους έκανε νόημα ότι δεν μπορεί μόνη της πια να με σώσει.
«Και πού ξέρεις;» τη ρωτώ χωρίς να τη ρωτώ στ’ αλήθεια. «Μπορεί να είναι και η τυχερή μου μέρα και να μην το ξέρω. Μπορεί να το παίξει κι από μόνος του!», αποφάνθηκα παίρνοντας μια βαθιά, αποφασιστική ανάσα. Το μάτι μου γυάλιζε και σίγουρα δεν ήταν ο καθρεφτισμός της αντανάκλασης από τις ηλιαχτίδες που έπεφταν στο νερό, μέρα μεσημέρι.
Κι εκεί που αφέθηκα, εκεί που είπα στον εαυτό μου «γάμησέ τα, αφού δεν το πολύ-έχεις με τα θέλω σου, άσε τη ζωή να σε πάει εκεί που σχεδιάζει κι αποφασίζεις μετά», άρχισαν να παίζουν τα πρώτα μπιτ.
Σαν ο dj να ήταν ένας μικρός θεούλης, η παραλία μια μικρογραφία της ζωής κι εγώ το αρχέτυπο ενός χαμένου ανθρώπου που δεν βλέπει πέρα από τις νευρώσεις του, άρχισε να παίζει το κομμάτι που τόσο πολύ ποθούσα να ακούσω.
Το τραγούδι που δεν θα είχε τόση βαρύτητα στ’ αυτιά και την ψυχή μου, αν δεν αφηνόμουνα. Αν δεν άφηνα να το παίξει ο dj -η ζωή- όταν αυτή έκρινε ότι είχε έρθει πια η ώρα.