Πιο πολύ την ανησυχούσε που ανησυχούσε. Ήτανε περισσότερα από δυο χρόνια μόνη της και το ‘χε συνηθίσει τόσο, που δεν ήταν πρόθυμη να το θυσιάσει για τον οποιονδήποτε. Αυτός όμως ήταν διαφορετικός. Τον είχε ερωτευτεί. Κι αυτός το ίδιο. Και δεν ήταν μαλάκας. Ακόμα (;). Και ήθελε να είναι μαζί χωρίς υπεκφυγές, φοβίες και άλυτα ζητήματα. Για πάντα. Και ήξερε να χειριστεί τον… βαθμό δυσκολίας της. Αυτός δεν ήταν σαν τους άλλους. Είχε έρθει για να μείνει. Και της το έλεγε. Με πάσα αυτογνωσία και ειλικρίνεια. Ήθελε να κάνουν ακόμα και οικογένεια! Ναι, αυτό το δαιμονοποιημένο σενάριο που υπήρξε άλλοτε αιτία χωρισμού από αυτόν που θεωρούσε, τότε, έρωτα της ζωής της.
Ανησυχούσε όμως. Ανησυχούσε που άρχιζε να της γίνεται απαραίτητος. Ποιος; Ένας άνθρωπος που ήταν δεν ήταν στη ζωή της τρεις μήνες όλους κι όλους. Ένας άνθρωπος, που, στη σκέψη μην και την πληγώσει της προκαλούσε αγωνία και… πόνο. Και φοβόταν. Φοβόταν μην γίνει αυτό που κατέκρινε τόσο καιρό. Φοβόταν μην χάσει την ανεξαρτησία της, την αυτονομία της.
Πώς γίνεται να φοβάται μην τυχόν και χάσει τη δύναμή της ενώ ταυτόχρονα να νιώθει αδύναμη μπροστά στην ανάγκη της να τον δει, να του μιλήσει; Και πώς εξηγείται αυτό το άτιμο το συναίσθημα της ζήλιας, της ανάγκης για την προσοχή και την επιβεβαίωσή του;
Κι ύστερα, αν το καταλάβαινε όλο αυτό και την περνούσε για αδύναμη; Κι αν υποψιαζόταν, έστω για μια στιγμή, ότι τον έχει ανάγκη; Θα ήταν η απόλυτη ήττα της γυναικείας χειραφέτησής της ή η απόλυτη μορφή δοσίματος, μέσα από την αποκάλυψη της ευαλωτότητάς της; Πώς γίνεται να είναι κανείς ερωτευμένος και να πονάει ταυτόχρονα τόσο πολύ;