Σάββατο βράδυ, πανδημία

Στον δρόμο για το σπίτι πήρα το στρίψιμο αριστερά από την πλατεία των λεωφορείων και πέρασα από μέσα της. Άδειοι δρόμοι, μισοκατεβασμένα στόρια, σκόρπιες φιγούρες εδώ κι εκεί, σαν σκιές που τις βολοδέρνει ο αέρας του χειμώνα. Ένα σφίξιμο στο στομάχι – πώς ήμασταν πριν, ούτε καν θυμάμαι. Στο στρίψιμο της παλιάς αγοράς θυμήθηκα ότι είναι Σάββατο βράδυ. 

Όχι πως έχουν νόημα κι οι μέρες πια. Κάποτε όμως είχε σημασία. Κάποτε έβαζα το κοκκινάδι, το ρουζ, το δερμάτινο, τα γνωστά άνετα παπούτσια και σεργιανούσα. Μαζί του ή μόνη, με φίλους ή χωρίς. Ανάμεσα σε άσχετο κόσμο, σε πρώην, νυν και μέλλοντες, φίλους, έρωτες και γνωστούς. Παγωνιά my ass. Τα νιάτα πάντοτε νικούσαν το κρύο, προτού τα φυλακίσει ένας ιος. Από το μπαρ σε κάποιο σπίτι ή σε κάποια “νέα διάσταση”, από ποτό σε ποτό κι από ιστορία σε ιστορία. Από το γνωστό στουλ στη γωνία με την Αλίκη να κοιτάζει από απέναντι, μέχρι το κρύο παγκάκι ενός πεζόδρομου, κάτω από μια λεμονιά, ξημερώματα. Ποιος νοιαζόταν για τις ώρες τότε και τους αριθμούς!

Ένα, για τις γυναικοπαρέες σε κάποιο σπίτι βλέποντας σειρές με κρασί και ποπ κορν, σύνολο ωρών πέντε, δεν εγκρίνεται.

Δύο, για τις μεταμεσονύχτιες συναντήσεις ανάγκης σε κάποιον άσπρο δερμάτινο καναπέ, σύνολο ωρών ; – δεν εγκρίνεται.

Τρία, για τα πρώτα ραντεβού που δεν είχαν ποτέ τους δεύτερο, σύνολο ωρών τρεις, δεν εγκρίνεται.

Τέσσερα για τα χαλαρά απογεύματα στο Χαράτσι, σύνολο ωρών τρεις, δεν εγκρίνεται.

Πέντε, για τα ραντεβού που σχεδιάζουμε ανέμελοι δυο-δυο σε κάποιον καναπέ, σύνολο ωρών άπειρες, δεν εγκρίνεται.

Έξι, για το σινεμά της Κυριακής σε κάποιον ξεχασμένο υπόγειο κινηματογράφο, σύνολο ωρών δυο, δεν εγκρίνεται.

Εφτά, για τα πάρτι με τις σούβλες και τα ανέμελα γέλια των παιδιών μας, σύνολο ωρών πέντε, δεν εγκρίνεται.

Οκτώ, για τις ανούσιες επισκέψεις σε σπίτια γνωστών γιατί έτσι πρέπει, σύνολο ωρών δυο, δεν εγκρίνεται.

Ποιον αριθμό πατάω για επιστροφή στο παρελθόν;

Κι οι αγκαλιές… Οι αγκαλιές του Σαββάτου οι αναπόφευκτες, οι εξ’ ανάγκης, οι παρηγοριάς, οι αγκαλιές οι παρατεταμένες μέχρι το πρωί ή μέχρι να περάσει το κλάμα. Είναι κλισέ τώρα να λέμε πόσο μας έχουν λείψει; Η ευθύνη για τη νοσταλγία σε ποιον πέφτει; 

Συντάκτης: Χαρά Ζυμαρά

Γράφω τις ιστορίες μου, τις διαβάζω και τις ξαναδιαβάζω, τις αφήνω, τις ξεχνώ, γράφω άλλες, κι όταν μου στερέψει η έμπνευση πάω πίσω και τις ξαναδιαβάζω απ’ την αρχή. Μου θυμίζουν ποια ήμουν όταν τις έγραφα, τι έμαθα από αυτές και τι να βελτιώσω στις επόμενες, αλλά πάνω απ’ όλα τι να βελτιώσω στον εαυτό μου. Πολλές φορές με κρατούν δέσμιά τους μέχρι να μπορέσω να τις αφήσω πίσω μου ξανά για να εφεύρω άλλες, και μαζί, τον ίδιο μου τον εαυτό. Γράφω τις σκέψεις μου για να ελαφρύνω το μυαλό μου και να ανακτήσω τις ισορροπίες μου ξανά. Σαν μικρές ιστορίες, αλλά χωρίς την προσδοκία να είναι καλές. Συνεχίζω να γράφω τις μικρές, κακές μου ιστορίες, για να μπορώ να υπάρχω εν ειρήνη. Κι όσο γράφω σημαίνει ότι ακόμα την ψάχνω, και δεν είμαι καν σίγουρη πως θέλω να τη βρω.

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Αρέσει σε %d bloggers: