Προχθές τον έβλεπε πάλι όνειρο. Ήταν πίσω σ’ εκείνο το άδειο, άσπρο, κρύο διαμέρισμα πάνω απ’ τους δικούς του και ένιωθε το ίδιο πνίξιμο όπως και τότε. Όταν έπρεπε να περάσει από τη βεράντα τους για να βγει στον πρώτο, και έπρεπε οπωσδήποτε να τους χαιρετήσει, να απορρίψει με ευγένεια τις προτάσεις-βροχή για να περάσει μέσα να πιει έναν καφέ, να φάει ή αν δεν θέλει να φάει να πάρει φαγητό για να φάει με τον γιο τους πάνω. Μέσα-μέσα πίεζε τον εαυτό της να λέει και κάνα «ναι»για να μην την παίρνουν για ακατάδεκτη. Δεν είναι ότι δεν τους κατασυμπαθούσε. Ήταν καλοσυνάτα πλάσματα και την είχαν σαν κόρη τους. Αλλά εκείνη δεν είχε ανάγκη από δεύτερο ζευγάρι γονείς. Ήθελε να ζήσει τη σχέση της και να φτιάξει τη ζωή της ελεύθερα, μακριά από τυπικά «πρέπει» και «μη», χωρίς την πίεση της παρουσίας τους.
Πώς της ήρθε να δει εκείνο το όνειρο πάλι; Πάει καιρός που προχώρησε τη ζωή της και δεν έχει καμία αμφιβολία πως δεν αισθάνεται τίποτε για ‘κείνον εδώ και χρόνια. Ίσως και από πριν του πει να χωρίσουν. Θα κατέχει πάντα μια θέση στην καρδιά της, αλλά αισθήματα, άλλα από σεβασμό και εκτίμηση, δεν έχει. Αυτό είναι δεδομένο.
Κι όμως, έρχεται στα όνειρά της συχνά. Την κάνει να θυμάται τότε, που κοιμούνταν δίπλα-δίπλα πάνω σ’ ένα άχαρο, ξύλινο, χαμηλό κρεβάτι με κρυφό φωτισμό, που την είχε βάλει να διαλέξει ανάμεσα σε ό,τι πιο κιτς κυκλοφορούσε στην αγορά. Την κάνει να θυμάται εκείνο το βράδυ, που είχε ξυπνήσει δίπλα του μέσα στην αγωνία, έπειτα από εφιάλτη που είχε δει πως τον είχε χάσει. Ένιωσε μέσα της τέτοιο βαρύ πένθος, που τον πήρε αγκαλιά ως το πρωί και της πήρε πολύ καιρό να ξεχάσει το τραγικό εκείνο αίσθημα του βίαιου αποχωρισμού. Όμως είχε πάντα μια σκοτεινιά η σχέση τους, κι εκείνη τη σκοτεινιά ίσως ήταν που ήθελε να αποχωριστεί, παρά την αγάπη που του είχε. Κι από εκείνον τον εφιάλτη, το μόνο που της έμεινε, ακόμα και μετά τον χωρισμό, ήταν η ασχήμια εκείνου του κρεβατιού, όπου ξάπλωνε για χρόνια, κάνοντας τον εαυτό της να πιστέψει ότι αντανακλούσε και τη δική της αισθητική.
Ήθελε να ξεφύγει από εκείνη τη μαυρόασπρη γυαλιστερή κουζίνα, που δεν γινόταν ούτε στάλα πιο μποέμ με τα δυο-τρία χρωματιστά μαξιλαράκια που είχε προσθέσει και τα φούξια ζουμπούλια που έβαζε πάνω στο τραπέζι. Κι ας πάσχιζε να αποδείξει στην κολλητή της πως ταυτιζόταν κι αυτή η μοντέρνα αισθητική με μια όψη του χαρακτήρα της, μόνο και μόνο για να την ακούσει να συμφωνεί με τα μάτια χαμηλωμένα- μάλλον για να μην την πληγώσει.
Ύστερα ήρθε κι εκείνος ο άλλος. Ο τύπος από το γραφείο, που τη μάρκαρε από την πρώτη μέρα τόσο στενά, που την έκανε να αισθάνεται τύψεις και να αμύνεται περισσότερο τη σχέση της, παρά τις ενδόμυχες σκέψεις που την άδειαζαν αργά-αργά από συναισθήματα. Κι ύστερα οι τύψεις έγιναν αμυδρά «αν», εκείνα έγιναν υπόνοιες καταπιεσμένων «θέλω», κι έπειτα άρχισε να ξεχύνεται ένας χείμαρρος απωθημένων από μέσα της.
Το παραδεχόταν στον εαυτό της πως της έλειπε το θάρρος της φυγής. Αλλά της πήρε χρόνια να καταλάβει πως ήταν ο φόβος της μοναξιάς που την κρατούσε πίσω. Ανήμπορη να αναλάβει την ευθύνη του μέλλοντός της, περίμενε πάντοτε εκείνον τον άλλο, που θα της άνοιγε μοιραία την πόρτα της ελευθερίας της, μόνο και μόνο για να του την χαρίσει κι αυτουνού τόσο-όσο.
Ήταν δεν ήταν είκοσι-έξι, και ούτε που το χωρούσε το μυαλό της, τότε, πως τα καλύτερα έπονταν.
