«Θύμισέ με να σου δώσω λεφτά όταν πάμε σπίτι», μου είπε με το γνωστό του χαμόγελο, που έκανε τα ροδαλά του μάγουλα να φτάνουν μέχρι τα μάτια. Ήξερα ότι κατά πάσα πιθανότητα θα μου έδινε λεφτά, όπως έκανε πάντα όταν πήγαινα να τον δω κατόπιν επιστροφής από τη Θεσσαλονίκη, αλλά δεν περίμενα ότι θα ήταν το πρώτο πράγμα που θα μου έλεγε όταν θα με έβλεπε, Κυριακή του Πάσχα, έξω από την εκκλησία. Ένιωσα την ανάγκη να δείξω την απαραίτητη ευγένεια λέγοντας «ευχαριστώ παππού μου, μα δεν πρέπει, γιατί;», για να τον ακούσω να μου απαντά με τα ίδια λαμπερά μάτια «για όλα τα τηλεφωνήματα που μας έκανες από μακριά τόσο καιρό». Δεν του είχα κάνει κανένα τηλεφώνημα, κι έτσι δεν είχα άλλη επιλογή από το να σφίξω τα χείλη και να γυρίσω τα μάτια στο πάτωμα από ντροπή.
«Ηχογράφησε τον παππού σου, πρέπει να τα θυμάσαι όλ’ αυτά», μου έλεγε ο πατέρας μου κάθε φορά που του έκανα ερωτήσεις για το παρελθόν του. Ήταν αρκετές αυτές οι λέξεις. ειπωμένες εκεί, κάτω από το κομψό φύλλωμα της χρυσομηλιάς, που είχε βλαστήσει από τα κουκούτσια που πετάγαμε μικροί, για να με κάνουν να μετανιώσω την απόφαση να αφήσω την περιέργειά μου να με παρασύρει. Πάντοτε ήθελα να μάθω περισσότερα για τη ζωή του, αλλά η αντιδραστική μου φύση με ωθούσε να σταματήσω, μόνο και μόνο για να μην δώσω στον πατέρα μου την ικανοποίηση της υπακοής. Δεν τον ηχογράφησα ποτέ. Συνέχισα όμως να μην αντιστέκομαι στην περιέργειά μου, και από τις πολλαπλές απόπειρες να μάθω, θυμάμαι ιστορίες για κάτι πανηγύρια στον Άγιο Θέρισο, με τον πατέρα μου να παίζει βιολί για να μαζεύεται κόσμος και τον παππού να κοροϊδεύει αστειευτικά τους υπόλοιπους πραματευτές, όταν εκείνος είχε ξεπουλήσει πρώτος τα σουβλάκια και τις σιεφταλιές του.
Θυμάμαι ιστορίες για κάτι πλουσιοκόριτσα του γυμνασίου θηλέων, στην Αγίας Αικατερίνης στο Βαρώσι, που αγόραζαν από κοντά του μισή ή και ολόκληρη πίτα με σουβλάκια το μεσημέρι, όταν ο πολύς ο κόσμος δεν κρατούσε περισσότερα απ’ όσα έκανε το ένα τέταρτο της πίτας για να δαμάσει την πείνα του. Δεν ξέρω αν μου το περιέγραψε ποτέ με δικές του λέξεις, αλλά εγώ στο μυαλό μου έβλεπα μία ψηλή μαύρη καγκελόπορτα που ανοίγει υπό τον μακρόσυρτο ήχο ενός κουδουνιού κι από μέσα της περνούν δεκάδες κορίτσια με κάτι γαλάζιες στολές και άσπρα κολάρα και κάνουν ουρά μπροστά από τον πάγκο του, παρά τις αντιδράσεις κάποιας συντηρητικής διευθύντριας, που του κάνει πρόβλημα επειδή είναι αριστερός.
Θα ήταν υπερβολή να γράψω πως μου διηγήθηκε την ιστορία με τα αναψυκτικά ακριβώς όπως τη μεταφέρω, αλλά εγώ στο μυαλό μου ακούω ακόμα τα μεταλλικά πώματα από τις γυάλινες μπουκάλες της κόκα κόλα να ανοίγουν ρυθμικά, το ένα μετά το άλλο, και τον ήχο από το ανθρακούχο υγρό που ξεχειλούσε να φτάνει από το υπόγειο του σπιτιού στο Βαρώσι μέχρι την κουζίνα, όπου καθόταν για να φάει. Τον βλέπω πολύ καθαρά, σχεδόν σαν ταινία, κάθε φορά που κλείνω τα μάτια μου, να κατεβαίνει τις σκάλες με το άσπρο κοντομάνικο πουκάμισο, το ψηλόμεσο τζιν και την καφετιά ζώνη, και να βρίσκει τον πατέρα μου ανάμεσα στις κάσες από τις κόκα κόλα που προόριζε να πουλήσει σε κάποιο πανηγύρι, μετανιωμένο, αλλά συνάμα πονηρά ενθουσιασμένο με τη χαρά που εκείνο το πείραμα του είχε δώσει, μέχρι τη στιγμή που πιάστηκε στα πράσα.
Δεν μπορώ να πω με βεβαιότητα πόσο γλαφυρός ήταν, όταν μου περιέγραφε το βιβλιοπωλείο που άνοιξε χωρίς καμία βοήθεια στο Βαρώσι, αλλά εγώ μπορούσα να δω ξεκάθαρα τις στοίβες από χαρτιά, τα φρεσκοξυσμένα μολύβια και τους σωρούς από μοσχομυριστά βιβλία και τετράδια, που οι ίδιες μαθήτριες του γυμνασίου θηλέων έκαναν ουρά για να αγοράσουν, επειδή ήταν φθηνότερος από τους άλλους.
Εκείνη η εικόνα με τα ρολόγια μέχρι τους αγκώνες, που είχαν το θράσος να φορέσουν κάποιοι χωριανοί για να διαφημίσουν το επίτευγμά τους, θα μείνει χαραγμένη μέσα μου για πάντα. Δε νομίζω να μου είχε περιγράψει μέχρι και τα χρώματά τους, αλλά εγώ βλέπω χρυσά, ασημένια, δερμάτινα ρολόγια να κοσμούν τα τριχωτά χέρια κάποιων μουστακαλήδων, που είδαν στα μάτια ορισμένων μουσουλμάνων της εργατιάς, τότε, στις ταραχές, έναν αρκετό για εκείνους λόγο για να τους θάψουν ζωντανούς, μαζί με το λεωφορείο που θα τους μετέφερε σε κάποιο χωράφι για να μαζέψουν πατάτες. Ούτε στον καιρό πιστεύω είχε αναφερθεί ο παππούς μου, όταν μου έλεγε την ιστορία, αλλά εγώ φαντάστηκα τον ίδιο γαλάζιο ουρανό χωρίς ίχνος σύννεφου, που τις πλείστες φορές απολαμβάνω πάνω από το σπίτι του στη Σωτήρα, να σκεπάζει γαλήνια τα ιδρωμένα μελαμψά σώματα εκείνων που σκάβουν με τα νύχια τους το χώμα.
Δεν μου είπε επί λέξη ο παππούς μου, ο Μήτσιος ο Ζυμαράς, ο αυτοαποκαλούμενος κομμουνιστής, πως η ζωή στη Σωτήρα, μετά τον πόλεμο, δεν ήταν και πολύ του γούστου του, αλλά εγώ αυτό άκουσα όταν μου είπε ότι ξαφνικά οι κόρες του έπρεπε να αρχίσουν να ντύνονται πιο συντηρητικά, όταν η ζωή τους μεταφέρθηκε πια μόνιμα εκεί. Μπορεί να μου το είπε μια φορά, στα πεταχτά, αλλά εγώ το σκεφτόμουν κάθε φορά που έβλεπα την γυναίκα του, τη γιαγιά μου, με εκείνο το μαύρο – το πολύ-πολύ γκρίζο με κάποιο μαυρόασπρο μοτίβο, μαντήλι στα μαλλιά. Όταν είδα για πρώτη -νομίζω και τελευταία πριν το κόψει εντελώς – φορά το μακρύ ολόλευκο μαλλί της πιασμένο σε πλεξούδα, δεν θυμάμαι να μου είχε μιλήσει κανένας γι’ αυτό, αλλά εγώ την φαντάστηκα νέα, πολύ νέα, με ηλιοκαμένο πρόσωπο και πολύχρωμο φουστάνι, να βλέπει τον πατέρα της με δάκρυα στα μάτια να φεύγει για κάποιο μοναστήρι.
Την τελευταία φορά που είδα τον παππού μου, ξαπλωμένο πάνω στο κρεβάτι που ο ίδιος έφτιαξε, ανάμεσα σε τόσα και τόσα έπιπλα που σκάλισε με μεράκι και πολλή, πολλή υπομονή, δεν μου είπε κάτι άλλο πέρα από ένα καχεκτικό «πού είναι το μωρό;». Αλλά εγώ τον έβλεπα μπροστά μου, με τα ίδια ροδαλά μάγουλα και το γνωστό πλατύ χαμόγελο, να ρίχνει με φόρα τα ζάρια και να χτυπάει με θεατρικό ύφος τις πέτρες απέναντι από τον θείο Άντη (που μέχρι σήμερα εξακολουθεί να με αποκαλεί με τον τρόπο που του συστηνόμουν παιδί – Χαλά Ζυμαλά), κοροϊδεύοντάς τον, το ίδιο αστειευτικά όπως τότε, στα πανηγύρια, επειδή τον κέρδισε γι’ άλλη μια φορά στο τάβλι.
