..ή ένας συνηθισμένος διάλογος με την κόρη τζαι τον εαυτό μου
«Μάμμα μου;»
«Αγαπούλα μου».
Χαμογελά μου, συνεχίζει να μπήει το δάχτυλο της μες την τρύπα του καράολου που κρατά. Ποταβρίζουμαι να δω αν έκλεισα το κάντζιελλον του γκαράζ, στο μεταξύ κάμνω εικόναν να έσιει φκει ήδη έξω σε μια στιγμή που δικλώ αλλού τζαι να χάννεται, να την κλέφκουν, να φακκά χαμέ, να περνά αυτοκίνητο που πάνω της… Έκλεισα το, τα γιέριμα. Έλεος με τούτον το anxiety. Στο κάτω-κάτω αφού θωρώ την, έτην δαμέ, τσουλλοκάθεται τζαι μιλά του καράολου που πνίει με το δάκτυλον της μπημένον μέσα στην τρύπα του. Ανάσα.
«Μάμμα κοίτα, κάολος!»
«Θωρώ αγάπη μου, μπράβο!»
Συνεχίζει τζαι πιλατεύκει τον καράολον. Φαΐν. Τι να της κάμω να φάει; Εχτές έφαεν πρωτεΐνη, προχτές λαχανικά, να της κάμω μακαρόνια οξά εν η εύκολη λύση; Ίσως κάτι πιο περίπλοκο; Να κάμω λαζάνια; Ο άντρας μου εν τρώει γαλακτοκομικά. Τι άλλο να κάμω που να μπορεί να φάει; Καμιάν σαλάτα με κραμπί, τόνο τζαι μαγιονέζα; Ο γιος του εν τρώει μαγιονέζα, εννα νομίσει πως το κάμνω ξεπίτηδες για να μεν φάει, όπως την άλλη φορά. Εν κανεί που έχω αμφιβολίες για το αν είμαι καλή μάνα, εννα έχουν να λαλούν πως ούτε καλή μητριά είμαι. Κκιάορκασσου, αν είχα τζι εγώ μόνην έγνοιαν έναν καράολο! Μα θώρε τι του κάμνει, μιλά του.
«Κάολε μου, γεια σου κάολε μου! Μάμμα!»
Ου γαμώτο, ίντα της έδωσα σημασία τωρά, άρκεψεν τα «μάμμα» πάλε. Πού τζαιρός που ανυπομονούσα να ακούσω τούντη λέξη που το στόμα της! Εκάθουμουν κυριολεκτικά με τες ώρες τζαι εμάθαινα της την. Εθώρουν την μες τα μάθκια τζαι εσυλλάβιζα της την. «μ-ά-μ-μ-α., μάμμα»! Πού να εφαντάζουμουν την κατάληξη.
«Μάμμα, μάμμα κοίτα!»
«Θωρώ αγάπη μου, πρόσεχε εννα τον λύσεις».
Πόσην ώραν έχω άραγε πριν να αρκέψει να τζιυλιέται χαμέ τζαι να φακκά τα πόθκια της; Έννεν ανάγκη να την αμμαθκιάσω, δε την ίντα καλή που ένει; Καμία σχέση με εψές. Ούφφου, μπορεί να επονούσεν το μωρό, ένταλως κάμνω έτσι, ίντα μάμμα είμαι; Αν εμάθαινεν ποττέ κανένας ότι καμιάν φορά φαντάζομαι να αντινάσσω πάτσους τζαι να ξιτιμάζω θεούς τζαι δαίμονες τι ήταν να πει; Έτο πάλε το zoning out. Θωρώ το μπροστά μου να συμβαίνει. Το μωρό μου πέφτει θύμαν οικογενειακής βίας τζι εγώ είμαι ο θύτης. Θωρώ την να κλαίει εξαιτίας μου. Έκαμα την τζι επόνησεν μες τη φαντασία μου. Έπιαν με ταχυπαλμία πάλε.
«Μάμμα, μάμμα μάμμα».
Τραβά μου το φουστάνι μου. Ανάσα. Τίποτε που τούτα εν εσυνέβηκε (ακόμα). Εξακολουθώ να είμαι καλή μάμμα. Γονατίζω για να τη θωρώ μες τα μάθκια. Εθκιάβασα ότι πρέπει να κατεβαίνεις στο ύψος τους για να έσιει αποτέλεσμα τούτο που θέλεις να τους πεις.
«Αγαπούλα μου!».
Δείχνει μου κάτι πράσινες φράουλες που κρατά στο σιέρι. Ρε θκιάολε πάλε έκοψεν τες πριν την ώραν τους τζαι εν την επρόλαβα. Ανάσα.
«Αγαπούλα μου, εν είπαμεν πως οι φράουλες πρέπει να είναι κόκκινες για να τες κόψουμεν;»
Θωρεί με που κάτω που κάτω τζαι κρυφογελά. Με το ελεύθερον της σιέριν τραβά τζαι κόφκει αλλο μιάν που το μποστάνι μας.
«Φούλες!», λαλει μου τζαι δέιχνει μου τες ούλλον περηφάνια.
Ρε δαίμονα, σηκώνει μου τζαι το φρύδιν της όπως το σηκώνω εγώ; Τι κάμνω λάθος, γαμώ το κέρατον μου; Ανάσα.
«Μα αγάπη μου…».
Ξεφυσώ. Εν μωρόν, άειστην. Έντα εκάμναμεν τζι εμείς;
«Μάμμα! Μάμμα! Μάμμα! Μάάάάάάάάμμα».
Ανάσα.
«Ναι αγαπούλα μου, σε ακούω, είμαι εδώ. Πώς μπορώ να σε εξυπηρετήσω;»
«Τόόόσον πολύ, μάμμα».
«Τόσον πολύ, τι μωρό μου;»
Σκέφτουμαι άμπα τζαι προσπαθεί να μου πει ότι έφαεν τζαι τον καράολο τζαι άρεσεν της τόσον πολύ. Κάμνω εικόνα τα επόμενα βήματα. Ανοίω της το στόμα της να δω αν έσιει υπολείμματα μέσα, γυρίζω την ανάποδα τζαι φακκώ της πέρκει τον ιφτύσει, μπήω την όπως-όπως μες το αυτοκίνητο τζαι παίρνω την πρώτες βοήθειες για πλύση στομάχου. Έτην, θωρώ την πας το κρεβάτι του νοσοκομείου χλωμή, ανήμπορη, να μου ψυθυρίζει καχεκτικά «μάμμα, μανούλα μου». Κάμνω την παράλληλην εικόνα μες την φαντασία μου να το φωνάζει δυνατά, με πυγμή, όπως κάμνει στην πραγματικότητα. Γεμώννουν τα μάθκια μου. Μέσα που τες σταγόνες που μαζεύκουνται θωρώ την που στέκεται τζιαμέ μπροστά μου. Είμαι γονατισμένη κόμα.
«Απώ σε τόόόσον πολύ, μάμμα!»
Λαλεί μου, τζαι αγκαλιάζει με. Το σκατό.
