Παρουσίαση αποσπασμάτων ιστοριών από δέκα νέους κύπριους συγγραφείς
Την Πέμπτη, 28 Ιουλίου 2022, δέκα νέοι Κύπριοι συγγραφείς παρουσίασαν αποσπάσματα από τις ιστορίες τους, fiction και non-fiction, που ανέπτυξαν στο πλαίσιο της περσινής σειράς εργαστηρίων δημιουργικής γραφής της μοναδικής Νικολέττας Δημητρίου.
Όπως εξηγεί η ίδια, «Κατά τη διάρκεια μιας ωραίας, παραγωγικής χρονιάς, δέκα νέες/οι μαθήτριες/τές δημιουργικής γραφής έπιασαν χαρτί και μολύβι, έσκυψαν πάνω από τα τετράδιά τους και, με υπομονή και πίστη στη διαδικασία που ξεδιπλωνόταν μπροστά τους, ξεκίνησαν σιγά-σιγά να δημιουργούν. Ο ασχημάτιστος αρχικά πηλός μπήκε στον τροχό, ξεκίνησε να σηκώνεται, να παίρνει σχήμα, ν’ αλλάζει ξανά και ξανά, να κόβεται, να ξαναενώνεται, να ξανακόβεται και τελικά να παίρνει μορφή, για να δημιουργήσει το δικό μας ‘κουζούιν’ από λέξεις.»
Παρέα μας έκανε ο Μανώλης Μελισσάρης, συγγραφέας των βιβλίων Peer Review (2020) και Οι κλέφτες της Φώκαιας (2021), που μοιράστηκε μαζί μας αποσπάσματα από το νέο του βιβλίο.
Αν έμαθα κάτι από τη σειρά εργαστηρίων της Νικολέττας Δημητρίου, ούσα η παλιότερη μαθήτριά της, είναι ότι δεν σου δίνει μόνο τα εφόδια για να ξεκλειδώσεις και να αναδιπλώσεις περίτεχνα τη συγγραφική φωνή που (σε πολλές περιπτώσεις δεν ξέρεις ότι) κρύβεις. Είναι πάνω απ’ όλα ψυχοθεραπεία. Και μάλιστα Oxford Style.
Παραθέτω πιο κάτω το δικό μου απόσπασμα, από τη νουβέλα που γράφω, με τίτλο «Η κοπέλα»:
Στον δρόμο προς τα γραφεία του κόμματος, δεν πίστευα ούτε εγώ η ίδια τι πήγαινα να κάνω. Ήξερα πολύ καλά ότι διακινδύνευα να με δει κάποιος από τους κυρίους που ενδεχομένως να είχε έρθει στο σπίτι για επίσκεψη ή για κάποια συνάντηση. Επιπλέον, ένιωθα απίστευτες τύψεις που θα πρόδιδα την εμπιστοσύνη που μου είχε δείξει ο κύριος όλ’ αυτά τα χρόνια. Μπορεί να ήταν διεφθαρμένος, αλλά σ’ εμένα είχε φερθεί πάντοτε άψογα. Κι εκτός αυτού, εξαιτίας του κατάφερα ν’ αναθρέψω την κόρη μου στις Φιλιππίνες και να έχω μια άνετη ζωή σε σύγκριση με τις υπόλοιπες φίλες μου που ζουν εδώ. Αλλά έπρεπε να το κάνω.
Είχα τρομερή ανάγκη τα χρήματα κι οι κοπέλες στο διαμέρισμα του τζόγου ήταν πολύ ξεκάθαρες την τελευταία φορά που έχασα. «Φέρνεις τα λεφτά ή σου παίρνουμε τα δάχτυλα.» Δεν τις είχα ικανές να μου πάρουν στην κυριολεξία τα δάχτυλα. Αλλά σίγουρα θα μου έκαναν κακό. Κι ήταν κι εκείνοι οι σύντροφοί τους, που δεν έρχονταν στο διαμέρισμα, αλλά ήξερα πως ήταν ικανοί να τις υπερασπιστούν ακόμα και διά της βίας αν έκριναν ότι χρειαζόταν.
Δεν μπορούσα όμως να σκέφτομαι έτσι. Είχα μια αποστολή. Στο κάτω-κάτω, το έκανα για την κόρη μου. Και είχα σκεφτεί ακριβώς πώς θα το έκανα. Πρώτα θα τους έλεγα ότι έχω πληροφορίες για την κυβέρνηση, που σίγουρα θέλουν να γνωρίζουν. Ύστερα, θα τους ζητούσα τα λεφτά. Δεν θα τους έλεγα τίποτα αν δε μου τα έδιναν πρώτα. Έξι χιλιάδες.
«Τι είναι έξι χιλιάδες για εσάς, κύριοι; Τίποτα, ειδικά μπροστά στην αξία αυτού που έχω να σας πω.»
Έτσι θα τους έλεγα. Θα μου έδιναν τα χρήματα, θα τους έλεγα «το και το» και θα ’φευγα σαν κυρία. Έτσι μου έλεγε η μάνα μου: «ό,τι κάνεις, να το κάνεις σαν κυρία». Πρώτα θα αγόραζα το εισιτήριο της επιστροφής, ύστερα θα έφτιαχνα τις βαλίτσες μου. Στον δρόμο για το αεροδρόμιο θα έκανα μια στάση στο διαμέρισμα του τζόγου, θα τους έριχνα επιδεικτικά τα λεφτά στο τραπέζι χαλώντας τους το καρέ, θα τους έδινα και κάτι παραπάνω και θα έφευγα. Σαν κυρία. Μόνο που τα πράγματα τελικά δεν έγιναν ακριβώς έτσι.