Όταν οι ιστορίες έρχονται και σε βρίσκουν

«Κάθε Κυριακή αρέσκει μου να πηαίνω εκκλησία», μου λέει η κυρία Σ. καθώς μαζεύει τα γύρω τραπέζια. Κρατά τον μεγάλο καφέ δίσκο και βάζει μέσα ποτήρια μισογεμάτα με μπύρα, πιάτα με απομεινάρια από σουβλάκια, σαλάτες και αλοιφές. Ο Αχιλλέας επέμενε να πάμε εκεί να φάμε στο δρόμο της επιστροφής από τον Καλοπαναγιώτη. «Έσιει τες καλλύττερες σιεφταλιές με διαφοράν», είπε και είχε απόλυτο δίκαιο. Κάθομαι μόνη στο τραπέζι και τον διακρίνω αμυδρά από την τζαμαρία να παίζει με την αδερφή του στην παιδική χαρά. Έχουμε τελειώσει το φαγητό και έχουμε παραγγείλει καφέ. Ο Νικολά ήπιε τον δικό του κι έχει βγει έξω μαζί τους. Σειρά μου τώρα να τον πιω.
Η κυρία Σ. συνεχίζει να μου μιλάει ενώ πίνω την πρώτη γουλιά από τον σκέτο και τρώω λίγο από το γλυκό καρυδάκι και καρπούζι που μας έφερε ο γιος της λίγο πιο πριν. Απευθύνεται σ’ εμένα και στο ζευγάρι που κάθεται στ’ αριστερά μου – οι τελευταίοι πελάτες της για το μεσημέρι. Ανάμεσά μας μια ξυλόσομπα που, μαζί με τις ανάσες μας, κάνει τα τζάμια να θολώνουν. Σχεδόν δύσκολο να διακρίνεις μέσα από τη θολούρα το μαύρο νέφος της βροχής, που μαζεύεται απειλητικά πάνω από τα πεύκα και τα κυπαρίσσια.
«Εν μπορώ να μεν πηαίνω. Μπορεί να έχω σχίλιες δουλειές να κάμω αλλά εκκλησίαν εννα πάω. Σήμερα, για πράδειγμαν, έπρεπε να κάμω σιεφταλιές γιατί ελειφτήκαμεν τες, αλλά επήα τζαι εκλλησίαν», συνεχίζει η κυρία Σ. Την παρατηρώ λίγο καλύτερα. Μέσα στα μαύρα της ρούχα το σώμα της φαίνεται πολύ πιο νεανικό από την ηλικία που υπολογίζω ότι θα έχει. Τη βάζω καμιά εξηνταριά, αλλά φαίνεται πενήντα. Βγάζει μια δυναμικότητα.
«Τζαι νηστείαν κάμνω. Όι για την υγείαν μου, για μένα», προσθέτει. «Ξέρεις», γυρίζει και βλέπει μόνο εμένα τώρα, «εν κάτι που έκαμνεν η μάμμα μου τζαι μετά που την εχάσαμεν, έτσι λλίον ξαφνικά, νιώθω ότι θέλω να συνεχίσω να το κάμνω για τζείνην», εξηγεί σαν να δικαιολογείται.
«Η νηστεία εν ιερή, τέλος», λέει η ξανθιά κυρία από το άλλο τραπέζι σαν να θέλει να τη βγάλει από τη δύσκολη θέση. Το στόμα της είναι γεμάτο καθώς μιλά. Αρχίζω να φοβάμαι ότι θα βρεθώ στη μέση μιας συζήτησης που δεν θέλω να αναγκαστώ να κάνω.
Αλλά η κυρία Σ. συνεχίζει αγνοώντας το σχόλιο. Διαισθάνομαι πως κάπου αλλού θέλει να το πάει. «Η μάνα μου ανάγιωσεν έξι κοπελλούθκια τζαι δεν την ακούσαμεν ούτε μιαν φοράν να φωνάξει, να θυμώσει. Τζαι έκαμνεν τζαι τόσες δουλειές.» Και συμπληρώνει με τρυφερή φωνή, σχεδόν ψιθυριστή: «Ο παπάς μου επαιζεν χαρκιά. Κουμάριν, ξέρεις.»
«Ήταν δεκαεφτά τζείνη τζαι τζείνος δεκαεννιά που επαντρευτήκαν. Μωρά. Άμαν επηαίναμεν πούποτε στη γειτονιά τζαι ελαλούσαν της ‘είδαμεν τον άντραν σου στον καφενέν, το και το’, απάνταν τους ‘έννεν που τη δουλειάν σας’.» Παίρνει τον δίσκο στην κουζίνα, επιστρέφει και συνεχίζει.
«Εν τους ακούσαμεν ποττέ να μαλλώνουν. Ο τζύρης μου έρκαιτουν σπίτιν τζαι ετραούδαν της ‘Ελένη μου, λα λα, Ελένη μου’.» Προσπαθεί να επαναλάβει τη μελωδία αλλά δε μπορώ να την αναγνωρίσω. Τον φαντάζομαι να φτάνει στην πόρτα της κυρίας Ελένης μ’ ένα γαρύφαλλο στο χέρι και να τη φιλά μπροστά στα παιδιά.
«Μιαν ημέραν», συνεχίζει, «ήταν Σάββατον θθυμούμαι, έστειλεν με στον ψωμάν να πιάσω ψωμιά να φάμεν. Έξι ψωμιά, να φκάλουμεν το σαββατοκυρίακον. Επήα, επαράγγειλα του τα τζαι εζήτησα του να μας τα γράψει βερεσιέ γιατί εν εκρατούσαμεν να του δώσουμεν τα λεφτά. Έδωσεν μου τα τζαι είπεν μου ‘Να πεις του τζύρη σου να σταματήσει να παίζει κουμάριν για να κρατά να σας πιάνει ψωμίν να τρώτε’. Εν του απάντησα. Επήα σπίτιν, επήρα τα ψωμιά τζαι είπα το της μάμμας μου. Τζείνη ξαναβάλλει τα ψωμιά στο σιέριν μου. ‘Να πάεις να του τα πάρεις πίσω τζαι να του πεις ότι εν θέλουμεν τα ψωμιά του. Εννα κάμουμεν μόνοι μας ψωμιά’, λαλεί μου. Τζείνη τη νύχτα, μα τω θεώ, εζύμωννεν ως το πρωίν. Τούτη ήταν η μάμμα μου», ολοκληρώνει κι εγώ προσπαθώ να συγκρατήσω κάθε της λέξη.
Αυτή η ιστορία πρέπει να γραφτεί, σκέφτομαι και πίνω την τελευταία γουλιά απ’ τον καφέ μου. Το κατακάθι, που γλιστράει στο στόμα, αφήνει μια πικράδα στη γλώσσα μου. Ώρα να φεύγουμε, έχουμε δρόμο μπροστά μας.