Επιλεγμένα

Το πρώτο μου βιβλίο: «Ηρεμίας 21»

Το βιβλίο θα παρουσιαστεί επίσημα στις 26 Απριλίου, στο Σπίτι της Συνεργασίας

Η Ήβη, μια δραστήρια και ατίθαση δημοσιογράφος, χωρίζει στα τριάντα τέσσερα κι αναγκάζεται να επιστρέψει στο πατρικό της. Η Πηνελόπη, παντρεμένη με Τουρκοκύπριο, ζει στο Βαρώσι και ψάχνει τον γιο της, που έχει μεγαλώσει στην άλλη πλευρά. Δυο γυναίκες που επέλεξαν να ζήσουν αντισυμβατικά σε ένα νησί όπου κυριαρχεί άλλη τάξη πραγμάτων. 

Σμίγουν οι ζωές τους και συναντιούνται το 2004, παραμονές του δημοψηφίσματος για το σχέδιο Ανάν, σε μια περίοδο έντονης πόλωσης.

Το συναπάντημα των ιστοριών τους έχει αφορμή ένα πραγματικό γεγονός: την λογοκρισία που ασκήθηκε στον Ευρωπαίο αξιωματούχο Γκίντερ Φερχόϊγκεν, ένθερμο υποστηρικτή του Σχεδίου Ανάν, όταν κατόπιν άνωθεν οδηγιών ακυρώθηκαν οι συνεντεύξεις του σε όλα τα κυπριακά μέσα. 

Περιπέτειες από τις ζωές απλών ανθρώπων διασταυρώνονται στην κρίσιμη εκείνη εποχή, πριν από είκοσι ακριβώς χρόνια, λίγο πριν χαθεί ένας δρόμος που θα μπορούσε ενδεχομένως να οδηγήσει στην ηρεμία.

Η έκδοση του βιβλίου ταυτίζεται με μία ιδιαίτερη χρονική συγκυρία, καθώς το 2024 συμπληρώνονται είκοσι χρόνια από την καταψήφιση του δημοψηφίσματος για το Σχέδιο Ανάν, που πρότειναν τα Ηνωμένα Έθνη, με τη σύμφωνη γνώμη των δυο κοινοτήτων του νησιού, ως λύση στο κυπριακό πρόβλημα. Η περίοδος πριν και μετά το δημοψήφισμα έχει μείνει στην ιστορία της χώρας ως μια περίοδος κοινωνικής πόλωσης και έντονης προπαγάνδας, αφού το σχέδιο απέκτησε ένθερμους υποστηρικτές και απορριπτικούς, σε μία χρονική συγκυρία που βρήκε την κυπριακή κοινωνία απροετοίμαστη να συζητήσει με ωριμότητα και μετριοπάθεια το όποιο ενδεχόμενο επίλυσης. Έκτοτε, οι δυο κοινότητες του νησιού δεν έχουν βρεθεί τόσο κοντά σε παρόμοια ευκαιρία επίτευξης μόνιμης ειρήνης, με τους πιο απαισιόδοξους πολιτικούς αναλυτές να κάνουν λόγο για την τελευταία χαμένη ευκαιρία επίλυσης. 

Το βιβλίο εκδίδεται από τις εκδόσεις Το Ροδακιό, στην Ελλάδα. Η υδατογραφία που κοσμεί το εξώφυλλο είναι δημιουργία της εικαστικού Κατερίνας Ατταλίδου.

xr:d:DAGAtQGpD84:2,j:5260627373552114515,t:24032717

Παρουσίαση «Ηρεμίας 21» – Η αντιφώνηση

Επιτρέψετε μου να σας απευθυνθώ μέσα που μιαν ιστορίαν – μιαν μικρήν, κακήν αν θέλετε, ιστορίαν. Τούτον που ξέρω να κάμνω καλύτερα.

Το 2012, εργάζουμουν στην Καθημερινή σαν δημοσιογράφος τζ̆αι παράλληλα έκαμνα διδακτορικό στες Πολιτικές Επιστήμες. Αν τυχόν διερωτάστε πώς τα κατάφερνα, εν τα εκατάφερνα. Στην ουσία ο πρώτος χρόνος του διδακτορικού μου επέρασεν χωρίς καμιάν ουσιαστικήν δουλειάν που πλευράς μου. Επομένως έπρεπεν αν πάρω μιαν απόφασην, αν άξιζεν να το συνεχίσω. 

Προς αποζήτησην απαντήσεων τζ̆αι συμβουλών, εζήτησα να συναντήσω τον Γιάννη Παπαδάκη, Καθηγητήν της Σχολής ΚΠΕ του Πανεπιστημίου Κύπρου. Είχα μόλις θκιεβάσει το βιβλίο του “Echoes from the Dead Zone”, που ήταν βασισμένο στη δικήν του διατριβή. Ένιωθα ότι τζ̆είνος ίσως να μπορούσεν να με διαφωτίσει. 

Όταν τον ερώτησα πώς ένιωθεν όταν έκαμνεν το διδακτορικόν του, η απάντηση του ήταν αποκαρδιωτική: «Ένιωθα ότι εν εμπορούσα να μεν το κάμω», είπεν μου. «Ότι εν είχα επιλογή». Τούτη ήταν η απάντηση που εχρειάζουμουν. Ήταν ξεκάθαρον τι έπρεπεν να κάμω. Το διδακτορικόν έννεν’ αυτοσκοπός, εσκέφτηκα. Τζ̆αι έτσι εσταμάτησα το. 

Μιαν δεκαετία αργότερα τζ̆αι κάποιους μήνες μετά που εγέννησα την κόρη μου (έννεν’ δαμαί πόψε γιατί όποτε της πω ότι έγραψα βιβλίον αποκαλεί με «ατακτούλα» τζαι απειλεί να με συλλάβει – φαντάζεστε τι θα έκαμνεν αν ήταν μαζί μας), έγινεν η σύλληψη της πλοκής του βιβλίου που παρουσιάζουμεν πόψε. Τζ̆αι που τότε, εν ησύχασα ώσπου να το γράψω. 

Εμπήκα στη θέσην του Παπαδάκη τζ̆αι ένιωσα στο πετσίν μου ακριβώς τζ̆είνον που εννοούσεν. 

Οι συνθήκες ήταν αντίξοες – ήμουν νέα μητέρα τζ̆αι έβλεπα τα ούλλα να αλλάσσουν γύρω μου, μέσα μου, πάνω μου. Επιπλέον, ήμουν νέα – δυνάμει – συγγραφέας. Η σύγκριση τζ̆αι μόνον με ούλλους τζ̆αι ούλλες τες συγγραφείς που ξέρω τζ̆αι αγαπώ επαρέλυεν με τζ̆αι σε κάποιον βαθμόν εξακολουθεί να με παραλύει, να με γεμίζει με αμφιβολίες τζ̆αι εν τέλει να μου διαστρέφει τη λογοτεχνική «φωνή» μου. Παρ’ όλαυτά εν επτοήθηκα. Τούτην την ιστορίαν έπρεπεν να την πω, αλλιώς κάτι ήταν να σπάσει μέσα μου.

Η συγγραφέας Αν Πάτσετ, είπεν σε μιαν συνέντευξην της: «Κανείς δεν γράφει ένα μυθιστόρημα που κάνει για όλους. Γράφεις το καλύτερο μυθιστόρημα που μπορείς να γράψεις για τα πράγματα που έχουν σημασία για σένα». Τούτον έκαμα.

Είμαι σίουρη ότι εν θα αρέσει σε ούλλους που έννα το θκιεβάσουν, αλλά είμαι εκατόν τοις εκατόν σίουρη ότι εν’ το καλλύτερον μυθιστόρημαν που εμπορούσα να γράψω εγώ, για τούτα που έχουν σημασία για μένα:

  • Για το δικαίωμα της καθεμιάς τζ̆αι του καθένα να ορίζει με απόλυτην ελευθερίαν το πώς θέλει να πορευτεί στη ζωήν του.
  • Για την αξίαν της μετριοπάθειας, του σεβασμού, της ψυχραιμίας τζ̆αι της ενσυναίσθησης, όταν γύρω μας ο κόσμος ριζοσπαστικοποιείται προς το χειρότερο. Πριν είκοσι χρόνια ήταν το Σχέδιο Ανάν, σήμερα εν’ η κανονικοποίηση του φασισμού, η γενοκτονία των Παλαιστινίων, η υπονόμευση της ανθρώπινης ζωής μέσα που το πρίσμαν του μεταναστευτικού.
  • Για την μαγεία τζ̆αι τη σκοτεινιά του χώρου της δημοσιογραφίας τζ̆αι της πολιτικής.
  • Για τες πολλαπλές όψεις της αλήθειας.

Ευχαριστώ τη Μαρίνα, τη Νάσια τζαι την Ευδοκία, που είδαν την ίδια μαγεία στην ιστορία, που ένιωσα τζ̆ι εγώ, τζ̆αι εμεταφέραν την σ’ εσάς με τον πιο όμορφον τζ̆αι εύγλωττον τρόπον που θα μπορούσα να περιμένω.

Ευχαριστώ τους δημοσιογράφους για τις συνεντεύξεις που μου παραχώρησαν τζ̆αι τις ιστορίες που μου εκμυστηρεύτηκαν. Καλυμμένες με έναν πέπλον μυθοπλασίας, ήβραν την θέσην τους μέσα στο βιβλίο.

Ευχαριστώ τη Δρα τζ̆αι φίλη Νικολέττα Δημητρίου για την καθοδήγηση, τες συμβουλές τζ̆αι τον χρόνο που αφιέρωσε στο βιβλίο. Αν δεν ήταν η ίδια τζ̆αι τα μαθήματα δημιουργικής γραφής της ίσως να μεν εγράφετουν ποττέ το βιβλίο. Ο χαρακτήρας της Ήβης εγεννήθηκεν δαμαί που εμαζευτήκαμεν σήμερα, στο Σπίτι της Συνεργασίας, το 2016, στο πλαίσιον των σεμιναρίων δημιουργικής γραφής της.

Ευχαριστώ ούλλους τους φίλους που μου εκάμαν σχόλια πάνω στα πρώτα προσχέδια χωρίς να μου κόφκουν τα φτερά μου. 

Ευχαριστώ που βάθους καρδιάς την Κατερίνα Ατταλίδου για την υπέροχην υδατογραφία που κοσμεί το εξώφυλλο. Όι πως εν’ δικόν μου, αλλά νομίζω εν’ το αγαπημένον μου εξώφυλλον βιβλίου μέχρι στιγμής.

Ευχαριστώ τους γονείς μου για την πρακτική βοήθεια στην έκδοση του βιβλίου τζ̆αι θέλω να σταθώ σε τούτο γιατί εν’ σημαντικό: 

Αν δεν είχα την οικονομικήν τους στήριξη τζ̆αι αν δεν έκαμνα δύο δουλειές στο πλάι, μαζί με την κύρια δουλειά μου, εν θα σας επαρουσίαζα βιβλίον πόψε. 

Αν θέλουμεν η Λογοτεχνία να έσ̆ει χώρο για ιστορίες τζ̆αι ηρωίδες του περιθωρίου, τότε οφείλουμεν να μεν την κατοχυρώσουμε ως αστικό προνόμιο. Τούτην τη στιγμή, τούτον είναι η Λογοτεχνία, τουλάχιστον σε Κύπρο τζ̆αι Ελλάδα. 

Εύχομαι η Ήβη να σας συμπαρασύρει στην περιπέτειαν της τζ̆αι να σας κάμει, έστω για μια φευγαλέα στιγμή, να αμφιβάλετε για τις πιο απόλυτες σας αλήθειες. 

Ευχαριστώ.

Υστερόγραφο: A huge thank-you is due to the person who supports every dream I have, big or small; to the person who loves me exactly for who I am: the person that keeps urging me to reach my full potential and does not fit in any of the patriarchal roles of a partner, a husband, a friend and a father.

Ξόρκι

Θα ήθελα να πέθαινα απόγευμα, τέλη χειμώνα.

Η προσμονή της Άνοιξης να έχει ήδη εγγεγραφεί στο φθαρμένο σώμα.

Εκείν’ η ελπίδα για ό,τι είν’ ακόμα να γενεί κάνει ως και τον θάνατο να μοιάζει λιγότερο πένθιμος:

τίποτε άλλο από ένα ακόμα γίνωμα.

Για την Έλενα Φερράντε

Ανακάλυψα την Έλενα Φερράντε αρχικά μέσα που την Τετραλογία της Νάπολης της. Νομίζω το «Η Υπέροχη Φίλη μου», το πρώτον της σειράς, ήταν το πρώτον βιβλίον που εσημείωσα ως must-read στα μαθήματα δημιουργικής γραφής που έκαμνα το 2016. 

Αν τζ̆αι δύσκολο στην αρχήν, ήταν αρκετόν για να με μυήσει στο σύμπαν τζ̆αι τα υποσύμπαντα της συγγραφέα. 

Όσον παραπάνω εθκιέβαζα για τες περιπέτειες της Λένας τζ̆αι της Λίλας, τόσον παραπάνω με εσυνέπαιρνεν η γραφή της: 

  • πληθωρική -εν τσιγκουνεύκεται τη λεπτομέρεια θεωρώντας το οτιδήποτε αυτονόητο για τους αναγνώστες της-, 
  • ρεαλιστική -εν μέρει τζ̆αι λόγω της πληθωρικότητας της, αλλά τζ̆αι των καλά σμιλεμένων χαρακτήρων της, που σε κάμνουν να εικάζεις πως εν’ αυτοβιογραφική η γραφή της-
  • βαθιά αντιπροσωπευτική της γυναικείας ψυχοσύνθεσης, 
    • τζ̆αι εξαιρετικά αντιπροσωπευτική μιας κοινωνίας έντονα ταξικής, διχασμένης ανάμεσα στο «λαϊκό» τζ̆αι το «αστικό», το «καθωσπρέπει» τζ̆αι το «χωρκάτικο», τη «στασιμότητα» τζ̆αι την «πρόοδο», τη «διάλεκτο» τζ̆αι τη «γλώσσα».

Το τελευταίον ειδικά σημείον έκαμεν με να ταυτιστώ με την ηρωίδαν της τζ̆αι να αναπολήσω την δικήν μου παιδικήν ηλικίαν στην Λακατάμειαν τες δεκαετίες του ’80-’90-’00, όταν η πόλη ήταν ακόμα χωρκόν (που πολλές απόψεις), αλλά οι κάτοικοί της λόγω κόμπλεξ αποκαλούσαν την κωμόπολην, τζ̆αι ως σήμμερα έσ̆ει περιοχές τζ̆αι περιοχές: τον Αρχάγγελον, όπου έχτιζεν/χτίζει ο «καλός ο κόσμος» τζ̆αι την Ανθούπολην, που εμάζευκεν/μαζεύκει την φτωχολογιάν.

Το δε δίπολον μεταξύ γλώσσας τζ̆αι διαλέκτου, εν’ περιττόν να εξηγήσω πώς με έκαμεν να ταυτιστώ. Ας περιοριστώ στο ότι, για ορισμένους, μόνον τζ̆αι μόνον το ότι γράφω/γράφουμεν στα κυπριακά μπορεί να θεωρείται χωρκατιλλίκκιν ή – ακόμα σ̆ειρόττερα – επιτηδευμένον.

Τζ̆αι όσον με εσυνέπαιρνεν η γραφή της, τόσον άρκεφκα να μαθθαίννω παραπάνω πράματα για την συγγραφέαν. Έμαθα ότι (σχεδόν) κανένας εν ξέρει ποια/ος/οι ένει, ότι σπάνια διά συνεντεύξεις τζ̆αι ποττέ δια ζώσης, ότι μέχρι πρόσφατα είσ̆εν τζ̆αι στήλην στον Guardian εκφράζοντας διάφορες προοδευτικές απόψεις για πολλά θέματα της επικαιρότητας, εκτός που τη λογοτεχνία.

Άκουσα τζ̆αι εθκιέβασα διάφορες εκδοχές για την αλήθκειαν γύρω που την περσόναν της: ότι στην πραγματικότηταν έννεν έναν άτομον αλλά μια ομάδα ανθρώπων, αλλά τζ̆αι ότι εν’ η γυναίκα ενός συγγραφέα, που εν’ μεταφράστρια βιβλίων στο επάγγελμα. 

Ερούφησα την Τετραλογίαν της, έκαμα έναν μικρόν διάλειμμαν θκιεβάζοντας εντελώς άλλου ύφους βιβλία, νιώθωντας εντελώς διαφορετικά πράματα, όπως για παράδειγμαν με το «Νορβηγικό Δάσος» του Μουρακαμί, τζ̆αι εσυνέχισα θκιεβάζοντας το «Βάναυση Αγάπη» της.

Που τούτον το βιβλίον κρατώ την πρόταξην του: «Η μητέρα μου πνίγηκε τη νύχτα της 23ης Μαΐου, την ημέρα των γενεθλίων μου…». Κρατώ την όι μόνον επειδή εν’ τζ̆αι τα δικά μου γενέθλια στες 23 του ίδιου μήνα (αλλά ευτυχώς η μάμμα μου μια χαρά ένει), αλλά τζ̆ιόλας επειδή εν’ έναν καταπληκτικόν παράδειγμαν του πώς μπορεί μια συγγραφέας να σε μπάσει σε έναν σύμπαν με μόνον ελάχιστες λέξεις τζ̆αι να σε σ̆οκκάρει τζ̆ιόλας κάμνοντας το.

Ξεδιαλύνοντας το μυστήριον του θανάτου της μάμμας της, η ηρωίδα της Φερράντε ονόματι Ντέλια, που τώρα ζει στη Ρώμη, ξεναγεί μας σε μιαν δικήν της εκδοχήν της Νάπολης τζ̆αι των παιδικών της χρόνων, μέσα που το πρίσμαν της αποξένωσης που τους σημαντικούς μας «άλλους», που αναπόφευκτα έρκεται με την ενηλικίωση.

Τζ̆αι τούτον ερούφησα το, αν δεν κάμνω λάθος στη Γαλλίαν, χωμένη μέσα στην απεραντοσύνην τζ̆αι στην γαλήνην της καλοκαιρινής φύσης της Προβηγκίας.

Μετά εθκιέβασα το «Μέρες Εγκατάλειψης» της. 

Εν’ στην ουσία η ιστορία του πώς η ηρωίδα της Φερράντε, που ζει στο Τορίνο, ξαφνικά μεινίσκει μόνη της με τα θκυό της μωρά τζ̆αι έναν σ̆ύλλον, όταν την εγκαταλείπει ο άντρας της. Μέχρι να ξεπεράσει τον χωρισμόν, αναπολεί τα παιδικά της χρόνια στη Νάπολη, ξεθάφκωντας τα φαντάσματα του παρελθόντος τζ̆αι ερχόμενη αντιμέτωπη με τους δαίμονες της. Όπως το «Βάναυση Αγάπη», τζ̆αι τούτο εν’ μικρόν σε έκταση, με πολλά πιο εσωτερικευμένη γραφή, αλλά πάλε εξίσου ρεαλιστική τζ̆αι συναρπαστική για τους ίδιους λόγους που αναφέρω πιο πάνω.

Ύστερα άρκεψα να θκιεβάζω το «Η απατηλή ζωή των ενηλίκων». 

Πρόκειται για την ιστορίαν ενός κοριτσ̆ιού, που βιώννει τον χωρισμόν των γονιών της καθώς μεταμορφώννεται σε μιαν «άσχημη και επιθετική έφηβη». Η ηρωίδα, η Τζανίνα ή Τζοβάννα (αναλόγως της χρήσης της γλώσσας/διαλέκτου), περνά τα εφηβικά της χρόνια προσπαθώντας να ανακαλύψει τον εαυτόν της κινούμενη ανάμεσα σε θκυό διαφορετικές γειτονιές της Νάπολης: μιαν φτωχογειτονιάν, που την οποίαν κατάγεται ο παπάς της αλλά απαρνήθηκεν την για έναν καλλύττερον μέλλον, τζ̆αι την αστικήν γειτονιάν στην οποίαν εμεγάλωσεν. 

Στην κάθεμιάν δείχνει έναν πολλά διαφορετικόν πρόσωπον: σάννα προσπαθεί να ανασυντάξει τον εαυτόν την ως έναν όλον, μέσα στον παροξυσμόν τζ̆αι τα έντονα συναισθήματα μιας εφηβείας που σε κάμνει να μεν ξέρεις ποια πραγματικά είσαι, ποιοι εν’ στ’ αλήθκεια τούτοι που σε μεγαλώσαν (που κάποτε εθεωρούσες αυθεντίες αλλά τωρά απλώς χαζούς), τι σημαίνει το καθετί γύρω σου.

Ομολογώ ότι με εκούρασεν τζ̆αι έκαμεν με πολλές φορές να νιώσω άβολα. Τόσον άβολα, που το άφησα ατέλειωτον για αρκετόν καιρόν ώσπου να το ξαναπιάσω στα σ̆έρκα μου. Επειδή τόσον ρεαλιστική εν’ η φωνή της ηρωίδας, που αφηγείται την ιστορίαν, που με απώθησεν, όπως με απωθεί μια πραγματική έφηβη με την οποίαν νιώθω ότι εν μιλώ την ίδιαν γλώσσαν·  ή όπως με απωθεί η ίδια η ιδέα του εαυτού μου ως έφηβης: μιας ανήμπορης να σταθεί απέναντι στον κόσμον τζ̆αι να αρθρώσει λόγον (τζ̆αι το ίδιον της το είναι), φοβούμενη ότι τζείνον που έννα διαμορφωθεί έννα κριθεί τζαι απορριφθεί με τον πιο σκληρόν τζ̆αι μειωτικόν τρόπον.

Η ηρωίδα της Φερράντε το διατυπώννει πολλά εύγλωττα: «Αισθάνομαι άσχημη, παλιοχαρακτήρας, αλλά παρ’ όλ’ αυτά θα ήθελα να νιώσω πως αγαπιέμαι».

Ακόμα τζ̆αι τούτον, όμως, απλώς αποδεικνύει μου πόσον καλή συγγραφέας εν’ η (περσόνα) Έλενα Φερράντε.