Κουβέντα με τη γειτόνισσα

«Κόπιασε κανέναν απόγευμαν να πιούμεν καφέ», μου είπε η γειτόνισσα όταν τελειώσαμε την κουβέντα μας. Δεν χρειάστηκε να το επεξεργαστώ διόλου για να καταλάβω ότι το εννοούσε πέρα για πέρα. «Ευχαρίστως, τζ̆ι εσύ το ίδιον!», της απάντησα καθώς της έστρεφα την πλάτη για τον δρόμο της επιστροφής. Έπρεπε να της είχα πει «τζ̆ι εσείς το ίδιο», αλλά η οικειότητα ήταν τόσο έντονη, που ένιωσα την ανάγκη να της απευθυνθώ στον ενικό. Όπως θα μιλούσα σε μια θεία μου. 

Παραδόξως, κι εγώ το εννοούσα. Ευχαρίστως θα πήγαινα στο σπίτι της ένα απόγευμα να πιούμε καφέ. Το δικό της είναι από τα σπίτια που μου αρέσουν πιο πολύ στη γειτονιά μας. Ειδικά εκείνη η βουκαμβίλια που πλαισιώνει την καμάρα της εισόδου. Που το καλοκαίρι θεριεύει και τον χειμώνα αρχίζει δειλά-δειλά να ξαναγεννιέται μέσα από το αυστηρό της κλάδεμα. Δεν είναι τίποτα σπουδαίο αρχιτεκτονικά. Το γνωστό κυπριακό ισόγειο ορθογώνιο, με το μακρόστενο προχώλ και τα δωμάτια περιμετρικά γύρω από αυτό. Σοβατισμένο έτσι που να μη φαίνεται ούτε ίχνος πληθαριού, εκτός από κάτι βαθιές χαραμάδες, που το φανερώνουν άθελά τους.

Αλλά είναι ένα προσεγμένο σπίτι. Μου αρέσουν τα σπίτια που μαρτυρούν φροντίδα. Εκείνα, που περπατώντας απ’ έξω, σου ‘ρχεται η μυρωδιά φρεσκοπλυμένων ρούχων ή τα άλλα, τα παλιά αλλά πάντοτε φρεσκομπογιατισμένα και με ξεσκονισμένα παντζούρια. Εκείνα που λες δεν γίνεται, αυτό το σπίτι θα έχει πάθει φθορές και φθορές μέσα στα τόσα χρόνια που στέκει, αλλά κάποιος τις νοιάστηκε. Τις περιποιήθηκε και τις διόρθωσε. Η ύπαρξη εκείνου του κάποιου – που ξυπνά κάθε πρωί κι έχει έγνοια όλα να πηγαίνουν ρολόι, να υπάρχει φαγητό για το μεσημέρι, να έχει γίνει το ψώνισμα της εβδομάδας, να έχουν πληρωθεί έγκαιρα οι λογαριασμοί, να έχει στολιστεί στην ώρα του το δέντρο των Χριστουγέννων, να έχει πυρωθεί από το χάραμα ο ξυλόφουρνος για να ψηθούν οι φλαούνες Μεγάλη Πέμπτη πριν το Πάσχα – είναι το πιο γερό θεμέλιο των σπιτιών μας.

Ούτε ο κήπος του σπιτιού εκείνου είναι κάτι το ιδιαίτερο. Απλωμένο γκρίζο μπετόν με ακανόνιστα ανοίγματα, απ’ όπου ξεπροβάλλουν καταπράσινα τσαρτελλούθκια (γεράνια) διαφόρων χρωμάτων, ένα κιούλι (αρμπαρόριζα) και κάτι πουλιά του παραδείσου. Στα δεξιά της εισόδου, το άλλο μισό του κήπου κοσμεί ένα μακρόστενο τραπέζι από ψεύτικο σκούρο καφέ μπαμπού και φιμέ τζάμι για επιφάνεια, γύρω από το οποίο στήνονται τα καλοκαίρια κάτι λευκές πλαστικές καρέκλες “lordos”, για να κάθονται εκείνη και ο άντρας της. Τις βλέπω τώρα στοιβαγμένες ακριβώς δίπλα από την πόρτα, κάτω από την καμάρα, για να φυλάγονται από τις βροχές του χειμώνα.

Είναι όμως ένας περιποιημένος κήπος. Ξεχορτιασμένος εκεί και όταν πρέπει, φρεσκοποτισμένος και πάντα φωτεινός, πίσω από την εκατοντάχρονη – εικάζω – ελιά που κοσμεί το πεζοδρόμιο. Από την ελαφρώς ανοιγμένη πόρτα της εισόδου διακρίνω τα χαρακτηριστικά πλακάκια που κοσμούν τα σπίτια εκείνης της εποχής, σε αποχρώσεις μπορντό, μπεζ και πράσινο κυπαρισσί, με μοτίβα που παραπέμπουν σε οθωμανικό στυλ. Πάνω σε αυτά είναι τοποθετημένη σαν παραφωνία μία σόμπα γκαζιού. Η πορτοκαλιά μποτίλια με επαναφέρει άτσαλα στο παρόν. 

«Κάποτε εν τζ̆αι ήταν έτσι», μου είχε πει πριν αποχαιρετιστούμε, σχολιάζοντας τα τεκταινόμενα στη γειτονιά. Είχα περπατήσει μέχρι εκεί για να τη ρωτήσω γιατί είχε μαζευτεί αστυνομία πρωί-πρωί. «Παλιά ετζ̆οιμούμασταν με τες πόρτες ανοιχτές. Θυμούμαι τον παπάν της Στέλλας», συνεχίζει και απλώνει το χέρι δείχνοντάς μου το διπλανό σπίτι – πιστό αντίγραφο του δικού της -, «ετζ̆οιμάτουν τες νύχτες κάτω που τη λεμονιάν τζ̆αι εν είσ̆εν κανέναν να τον πειράξει.» Ένιωσα την ανάγκη να της πω ότι κι εμείς στη Λακατάμια κοιμόμασταν με την εξώπορτα ορθάνοιχτη, για να δροσίζεται το σπίτι τα καλοκαίρια – ίσως κάποιες δεκαετίες αργότερα από τη δική της ανάμνηση. 

«Λαλεί η αστυνομία ότι εν τίποτε δικοί μας που τα εκάμασιν», μου είπε έτσι όπως κοιτάζαμε μαζί τα αυτοκίνητα που ήταν παρκαρισμένα δεξιά κι αριστερά του δρόμου της γειτονιάς μας. «Τίποτε χασ̆ίκληες, ξέρεις», πρόσθεσε κι αναρωτήθηκα τι λόγια θα χρησιμοποιούσε εάν οι ληστές που διέρρηξαν τα αυτοκίνητα δεν ήταν «δικοί μας». Δεν τους ονομάζει «χασ̆ικλήες», αλλά «χασ̆ίκληες» – κάποιου είδους ντοπιολαλιά μάλλον, που δεν αναγνωρίζω. Όταν μου μιλάει κλείνει τα μάτια – σαν να τη βοηθάει να φαντάζεται καλύτερα αυτά που θέλει να μου πει. Αν κρίνω από την τρυφερότητα με την οποία εκφέρει τις λέξεις, μάλλον η λεπτομέρεια της καταγωγής τους δεν θα είχε και τόση σημασία για ‘κείνην.

Από την ανοικτή πόρτα πίσω της αναδύεται η μυρωδιά τσιγαρισμένου κρεμμυδιού, που κολυμπάει στο νερό με τις φακές για να γίνει μουτζ̆έντρα. Είμαι σίγουρη ότι έχει υπολογισμένο τον χρόνο που διαθέτει μέχρι να πρέπει να πάει μέσα να σβήσει τη φωτιά. 

Έχει πάει εννιά και είναι ώρα να πιάνω δουλειά. 

Οι σιεφταλιές της Σολιάς

Όταν οι ιστορίες έρχονται και σε βρίσκουν

«Κάθε Κυριακή αρέσκει μου να πηαίνω εκκλησία», μου λέει η κυρία Σ. καθώς μαζεύει τα γύρω τραπέζια. Κρατά τον μεγάλο καφέ δίσκο και βάζει μέσα ποτήρια μισογεμάτα με μπύρα, πιάτα με απομεινάρια από σουβλάκια, σαλάτες και αλοιφές. Ο Αχιλλέας επέμενε να πάμε εκεί να φάμε στο δρόμο της επιστροφής από τον Καλοπαναγιώτη. «Έσιει τες καλλύττερες σιεφταλιές με διαφοράν», είπε και είχε απόλυτο δίκαιο. Κάθομαι μόνη στο τραπέζι και τον διακρίνω αμυδρά από την τζαμαρία να παίζει με την αδερφή του στην παιδική χαρά. Έχουμε τελειώσει το φαγητό και έχουμε παραγγείλει καφέ. Ο Νικολά ήπιε τον δικό του κι έχει βγει έξω μαζί τους. Σειρά μου τώρα να τον πιω.

Η κυρία Σ. συνεχίζει να μου μιλάει ενώ πίνω την πρώτη γουλιά από τον σκέτο και τρώω λίγο από το γλυκό καρυδάκι και καρπούζι που μας έφερε ο γιος της λίγο πιο πριν. Απευθύνεται σ’ εμένα και στο ζευγάρι που κάθεται στ’ αριστερά μου – οι τελευταίοι πελάτες της για το μεσημέρι. Ανάμεσά μας μια ξυλόσομπα που, μαζί με τις ανάσες μας, κάνει τα τζάμια να θολώνουν. Σχεδόν δύσκολο να διακρίνεις μέσα από τη θολούρα το μαύρο νέφος της βροχής, που μαζεύεται απειλητικά πάνω από τα πεύκα και τα κυπαρίσσια.

«Εν μπορώ να μεν πηαίνω. Μπορεί να έχω σχίλιες δουλειές να κάμω αλλά εκκλησίαν εννα πάω. Σήμερα, για πράδειγμαν, έπρεπε να κάμω σιεφταλιές γιατί ελειφτήκαμεν τες, αλλά επήα τζαι εκλλησίαν», συνεχίζει η κυρία Σ. Την παρατηρώ λίγο καλύτερα. Μέσα στα μαύρα της ρούχα το σώμα της φαίνεται πολύ πιο νεανικό από την ηλικία που υπολογίζω ότι θα έχει. Τη βάζω καμιά εξηνταριά, αλλά φαίνεται πενήντα. Βγάζει μια δυναμικότητα.

«Τζαι νηστείαν κάμνω. Όι για την υγείαν μου, για μένα», προσθέτει. «Ξέρεις», γυρίζει και βλέπει μόνο εμένα τώρα, «εν κάτι που έκαμνεν η μάμμα μου τζαι μετά που την εχάσαμεν, έτσι λλίον ξαφνικά, νιώθω ότι θέλω να συνεχίσω να το κάμνω για τζείνην», εξηγεί σαν να δικαιολογείται.

«Η νηστεία εν ιερή, τέλος», λέει η ξανθιά κυρία από το άλλο τραπέζι σαν να θέλει να τη βγάλει από τη δύσκολη θέση. Το στόμα της είναι γεμάτο καθώς μιλά. Αρχίζω να φοβάμαι ότι θα βρεθώ στη μέση μιας συζήτησης που δεν θέλω να αναγκαστώ να κάνω.

Αλλά η κυρία Σ. συνεχίζει αγνοώντας το σχόλιο. Διαισθάνομαι πως κάπου αλλού θέλει να το πάει. «Η μάνα μου ανάγιωσεν έξι κοπελλούθκια τζαι δεν την ακούσαμεν ούτε μιαν φοράν να φωνάξει, να θυμώσει. Τζαι έκαμνεν τζαι τόσες δουλειές.» Και συμπληρώνει με τρυφερή φωνή, σχεδόν ψιθυριστή: «Ο παπάς μου επαιζεν χαρκιά. Κουμάριν, ξέρεις.»

«Ήταν δεκαεφτά τζείνη τζαι τζείνος δεκαεννιά που επαντρευτήκαν. Μωρά. Άμαν επηαίναμεν πούποτε στη γειτονιά τζαι ελαλούσαν της ‘είδαμεν τον άντραν σου στον καφενέν, το και το’, απάνταν τους ‘έννεν που τη δουλειάν σας’.» Παίρνει τον δίσκο στην κουζίνα, επιστρέφει και συνεχίζει.

«Εν τους ακούσαμεν ποττέ να μαλλώνουν. Ο τζύρης μου έρκαιτουν σπίτιν τζαι ετραούδαν της ‘Ελένη μου, λα λα, Ελένη μου’.» Προσπαθεί να επαναλάβει τη μελωδία αλλά δε μπορώ να την αναγνωρίσω. Τον φαντάζομαι να φτάνει στην πόρτα της κυρίας Ελένης μ’ ένα γαρύφαλλο στο χέρι και να τη φιλά μπροστά στα παιδιά. 

«Μιαν ημέραν», συνεχίζει, «ήταν Σάββατον θθυμούμαι, έστειλεν με στον ψωμάν να πιάσω ψωμιά να φάμεν. Έξι ψωμιά, να φκάλουμεν το σαββατοκυρίακον. Επήα, επαράγγειλα του τα τζαι εζήτησα του να μας τα γράψει βερεσιέ γιατί εν εκρατούσαμεν να του δώσουμεν τα λεφτά. Έδωσεν μου τα τζαι είπεν μου ‘Να πεις του τζύρη σου να σταματήσει να παίζει κουμάριν για να κρατά να σας πιάνει ψωμίν να τρώτε’. Εν του απάντησα. Επήα σπίτιν, επήρα τα ψωμιά τζαι είπα το της μάμμας μου. Τζείνη ξαναβάλλει τα ψωμιά στο σιέριν μου. ‘Να πάεις να του τα πάρεις πίσω τζαι να του πεις ότι εν θέλουμεν τα ψωμιά του. Εννα κάμουμεν μόνοι μας ψωμιά’, λαλεί μου. Τζείνη τη νύχτα, μα τω θεώ, εζύμωννεν ως το πρωίν. Τούτη ήταν η μάμμα μου», ολοκληρώνει κι εγώ προσπαθώ να συγκρατήσω κάθε της λέξη.

Αυτή η ιστορία πρέπει να γραφτεί, σκέφτομαι και πίνω την τελευταία γουλιά απ’ τον καφέ μου. Το κατακάθι, που γλιστράει στο στόμα, αφήνει μια πικράδα στη γλώσσα μου. Ώρα να φεύγουμε, έχουμε δρόμο μπροστά μας.

Τρίσιες

«Ου γαμώτο, εν Κυριακή τζαι εν το έστειλα ακόμα», εσκέφτηκα πριν καν ανοίξω τα μάθκια μου. Η Χλόη ήταν κυριολεκτικά κολλημένη πίσω μου – spooning το λαλούσιν νομίζω – τζαι τα σιέρκα της αγκαλιάζαν την τζιεφαλήν μου. Οι παλάμες της εκαταλήγαν πάνω στες βούτσιες μου τζαι επήρεν μου λλία δευτερόλεπτα να συνειδητοποιήσω ότι εν τζείνη που ζεσταίνει το σώμα μου τζαι όι ο άντρας μου. Τζείνος όμως ετζοιμάτουν στο κρεβάτι μας, στο διπλανό δωμάτιο. Όπως θα έπρεπε να έκαμνα τζι εγώ μάλλον, αλλά η κόρη μου είσιεν άλλα σχέδια.

Να τους το στείλω έτσι οξά να το δουλέψω λλίον; Αν το δουλέψω αλλό λλίον εννα αρκήσω να το στείλω τζαι, who am I kidding? εννα το κάμνω μόνον για σκοπούς εντυπωσιασμού, είπα που μέσα μου σαν έπιννα τον καφέ μου μπροστά που το laptop. Για να τον πιω, έπρεπεν να ντυθώ ππάσα-ππάσα τζαι να πάω περίπτερον περπατητή να πιάσω γάλα με τη γαρίλλα στο μμάτι, τζαι αχτένιστη. Σκέττον εν τον πίννω, τζι εψές εν έκοψεν ο νους μου να έπιαννα έναν στον δρόμο προς το σπίτιν. Νευριάζω άμαν τες Κυριακές παρεμβάλλουνται έτσι σκέδιον υποχρεώσεις που χαλούν την χαλαρότητα του πρωινού. Σάββατον τζαι Κυριακήν θέλω να ξυπνώ τζαι να μεινίσκω με τες πυζιάμες.

«Start washing her hair without me, I will send this e-mail and I’ll be upstairs”, είπα του άντρα μου, που είσιεν το θάρρος να της λούσει τζείνος τα μαλλιά της σήμερα. Ωραίον το σγουρόν μαλλίν, αλλά πλέον εν μονίμως ράστα. Για να χτενιστεί πρέπει να μπει ένας που τους θκυό μας στο μπάνιο μαζίν της, να της βάλει μιαν φάουσαν κρέμες, μάσκες τζαι σπρέι τζαι να προσπαθεί μιαν ώραν να την καλάρει για να της ξεμπλέξει τα μισά. Ακόμα τζαι τα μισά μαλλιά της να χτενιστούν εν επιτυχία. 

“You take a lot of shit from her and that’s ineffective”, είπεν μου όταν μου επεξηγούσε τη λογική της απόφασής του. Εν αλήθκεια, είμαι που τζείνες. Προτιμώ να θυσιάσω το μισόν μαλλίν της παρά να την κάμω να κλαίει. Fair enough, εσκέφτηκα τζαι έκρυψα. Αφορμή να πάρω λλίον τον χρόνον μου, ίσως γράψω τζαι κάτι μετά που εννα στείλω το μέηλ.

Εξαναθκιάβασα το κείμενον, εμέτρησα τες λέξεις. «Εν καλόν τζι έτσι, εννα το στείλω», είπα, τζαι άρκεψα να συντάσσω το μέηλ:

«Αγαπητοί μου συμμαθητές της δημιουργικής γραφής,»

Άραγε να της τα κόψω; σκέφτουμαι τζαι σταματώ. Έννεν κουβέντα τούτη, να κλαίει το μωρόν κάθε φοράν που της τα λούννουμεν τζαι να να βασανιούμαστεν τζι εμείς. Αν της κάμουμεν έτσι πράμαν η μάμμα μου εννα πάθει πανικόν, συνεχίζω. «Άμπα τζαι κόψει σου τα παραπάνω που θκυό δάκτυλα», ελάλεν μου κάθε φορά που επήαινα κομμωτήριον. Στην επιστροφήν έλεγχεν μου τα πάντα με καχυποψίαν. «Εππάλιασεν σου τα.» Για τζείνην, όπως τζαι οι χωρισμοί, κάθε κόψιμον μαλλιού, είτε αναγκαίον είτε όι, εν έναν τραγικό γεγονός. 

Σικκιμέ, όμως, λαλώ. Αννέν για να τελειώννει μιάν τζι έξω τούτη η ιστορία, ας της τα κόψουμεν. Το μαλλίν του μωρού εννα μεγαλώσει, τζαι η μάμμα μου εννα το ξεπεράσει. Τώρα που εννα τελειώσει να της τα λούννει ο άντρας μου να του πω την ιδέα μου να δω τι νομίζει. Πού έμεινα; Α, ναι. Εννα περιμένουν το μέηλ οι συμμαθητές μου. Η δασκάλα είπεν μας να το στέλνουμεν σίουρα μες το Σαββατοκύριακον, για να διούμεν περιθώριο στους συμμαθητές μας να τα θκιεβάζουν με την άνεσην τους. Ταράσσω το mouse να ξανανάψει η οθόνη.

«Αγαπητοί μου συμμαθητές της δημιουργικής γραφής,» ξαναθκιαβάζω τζαι συμπληρώνω:

«Σας στέλνω το προσχέδιο του επόμενου κεφαλαίου…»

Ευτυχώς που εν τζαι τα σεμινάρια δημιουργικής γραφής τζαι νιώθω την πίεσην να γράφω τζαι λλίον, σκέφτουμαι τζαι πάλε σταματώ. Διαφορετικά ποιος ξέρει πότε ήταν να έγραφα; Ακούω τες φωνές του μωρού που το μπάνιο. Σίουρα εννα της τα κόψω, λαλώ που μέσα μου. Αλλά τωρά που ήβρα λλίον χρόνον μόνη μου, ας γράψω τζαι κάτι για το μπλόγκ μου. Έσιει τόσες μέρες να ανεβάσω καμιάν ιστορίαν. Ίσως γράψω για τούτα που ζω τωρά, αντί να περιμένω να μου έρτει η έμπνευση. Ποιος όμως θέλει να θκιεβάζει για τρίσιες; μονολογώ τζαι συνεχίζω:

«Αγαπητοί μου συμμαθητές της δημιουργικής γραφής,

Σας στέλνω το προσχέδιο του επόμενου κεφαλαίου της ιστορίας της Κοπέλας, με τίτλο εργασίας «Χαρούμενες Μέρες / Η άνοδος». Ανυπομονώ να ακούσω τα σχόλιά σας την Πέμπτη.»

Αποστολή.

Ποια είμ’ εγώ, που θα εκδώσω και βιβλίο;

Ναι, θέλω να εκδώσω ένα βιβλίο. Ένα μικρό μυθιστόρημα, μία νουβέλα αν θέλετε. Η ιδέα γεννήθηκε το 2016, μέσα από τα εργαστήρια δημιουργικής γραφής που παρακολουθώ, και μέσα από μία άσκηση επινόησης χαρακτήρων, που έμελλε να γίνει η αγαπημένη μου.

Κάνοντας αυτή την άσκηση, δημιούργησα μία ηρωίδα: μία ατίθαση δημοσιογράφο, που ζει στην Κύπρο το 2004 και εργάζεται σε μία εβδομαδιαία εφημερίδα κάνοντας πολιτικό ρεπορτάζ στη διάρκεια της ίσως πιο πολωμένης περιόδου της μεταπολεμικής ιστορίας του νησιού: παραμονές του σχεδίου Ανάν. Ήξερα ότι η Ήβη ήταν τριάντα-τεσσάρων, ήταν δυναμική, εθισμένη στη δουλειά της και εξαίρετη σε αυτήν, ότι είχε προβλήματα συμπεριφοράς λόγω συναισθηματικής ανωριμότητας, ότι ο δρόμος της προς την ωριμότητα θα ξεκινούσε όταν χώριζε από μία ανούσια σχέση, που την κρατούσε δέσμιά της για χρόνια, κι ότι είχε μια ιδιαίτερη σχέση με τον αρχισυντάκτη της, που έβλεπε σαν πατρική φιγούρα. Ήξερα επίσης ότι η ιστορία δεν θα ήταν επί της ουσίας πολιτική. Θα καταπιανόταν με πολιτικές εξελίξεις της εποχής, αλλά μέχρι εκεί.

Η πλοκή της ιστορίας της Ήβης δεν γεννήθηκε παρά αρκετά χρόνια αργότερα, μαζί με τη γέννηση της κόρης μου, το 2020.

Δεν ξέρω πώς και γιατί, αλλά μου ήρθε σαν δώρο εξ’ ουρανού:

Παραμονές του δημοψηφίσματος για το Σχέδιο Ανάν, Λευκωσία, Κύπρος. Η πολλά υποσχόμενη, πλην όμως ατίθαση δημοσιογράφος Ήβη Καραπατάκη, καλείται να αναλάβει την αρχισυνταξία της εφημερίδας στην οποία εργάζεται, όταν ο αρχισυντάκτης και μέντοράς της, Πανίκος Σακελαρίδης, παθαίνει έμφραγμα μπροστά στα μάτια της. Το έμφραγμα προκύπτει μετά από έντονη συζήτησή του με τον εκδότη, ο οποίος του ανακοινώνει ότι, κατόπιν άνωθεν οδηγιών, η προγραμματισμένη συνέντευξη με τον Επίτροπο Διεύρυνσης της ΕΕ, Γκίντερ Φερχόιγκεν, ένθερμου υποστηρικτή του σχεδίου, ακυρώνεται. Η πολωμένη ατμόσφαιρα, η παραπληροφόρηση και ο δύσκολος χαρακτήρας της δεν είναι τα μόνα εμπόδια που βρίσκει μπροστά της στα νέα της καθήκοντα, αφού το γράμμα που της έχει αφήσει ο αγαπημένος της αρχισυντάκτης προτού πεθάνει, με τη χειρόγραφη σημείωση «Ηρεμίας είκοσι-ένα, Βαρώσι», και την παρότρυνση αν πάθει κάτι, να το διαβάσει και να πράξει όπως νομίζει, αποκαλύπτει την καλά κρυμμένη ιστορία μίας ελληνοκύπριας γυναίκας, που εξακολουθεί να ζει εθελούσια στην Αμμόχωστο, και ζητά να παραδοθεί το γράμμα στον χαμένο της γιο (δες πιο κάτω μια πιο εκτεταμένη περίληψη).

Η εξεύρεση της πλοκής, ήταν, όπως αποδείχθηκε αργότερα, το εύκολο κομμάτι της υπόθεσης. Εκείνο το αίσθημα, όμως, του αναπόφευκτου, του χρέους που αμέσως ένιωσα απέναντι στην ιστορία, ήταν εκείνο που μου έδωσε την επιμονή να την γράψω, παρά τη δυσκολία της. Μου πήρε δύο χρόνια, και ήταν κάθε άλλο παρά παιχνιδάκι. Χρειάστηκε να αφιερώσω πολύ χρόνο σε αυτήν, αλλά κυρίως να υπερβώ τον εαυτό μου, που δεν χαρακτηρίζεται από συνέπεια όταν βρίσκεται αντιμέτωπη με επίπονα και χρονοβόρα καθήκοντα. Αλλά τα κατάφερα, και αυτό το οφείλω στην επιμονή, που δεν ήξερα ότι είχα. Εξαιρετικά σημαντική ήταν επίσης η καθοδήγηση της φίλης και δασκάλας μου Νικολέττας, που στάθηκε δίπλα μου σε κάθε φάση της διαδικασίας.

Κι όταν έβαλα εκείνη την πολυπόθητη τελεία, ένιωσα ότι επιτέλους είχα καταφέρει να δώσω στην ιστορία μου φτερά και ήταν μόνο ζήτημα να την βγάλω από τη φωλιά της για να πετάξει και να βρει τον δρόμο της. Μόνο που δεν είχαν ακριβώς έτσι τα πράγματα.

Όπως αποδείχθηκε εκ νέου, ακόμα δυσκολότερο κομμάτι της διαδικασίας, είναι η επιμέλεια της ιστορίας. Όταν, δε, χαρακτηρίζεσαι από ανασφάλεια (το λες και impostor syndrome), και τείνεις να βλέπεις τα μαύρα ολόμαυρα, τα άσπρα κάτασπρα, και καμία ενδιάμεση απόχρωση, τα πράγματα εύκολα βραχυκυκλώνονται, καθώς η παραμικρή κριτική σου φαντάζει σαν πέλεκυς. Σαν γνωμάτευση κάποιας αρμόδιας επιτροπής, που επιτρέπει ή δεν επιτρέπει σε κάποιον να ονομάζει εαυτόν «συγγραφέα», και, στη δική σου περίπτωση, η απόφαση είναι ομόφωνη και σου ανακοινώνεται εν μέσω τρανταχτών γέλιων και δακτύλων που σε δείχνουν περιπαιχτικά. Νιώθεις περίγελος.

Το οφείλεις, όμως, πρώτα σ’ εσένα και μετά στην ιστορία σου, να εκλογικεύσεις αυτό το συναίσθημα, να σηκώσεις τον εαυτό σου από τα πατώματα και να τον πείσεις ότι δεν πρόκειται περί ρεζιλέματος, αλλά απλώς για άλλη μία ευκαιρία να μάθεις και να γίνεις καλύτερη. Ειδικά εάν η κριτική προέρχεται από ανθρώπους που εκτιμάς και ξέρεις ότι η πρόθεσή τους είναι αγνή. Ακόμα κι αυτήν, όμως, την κριτική, οφείλεις να την φιλτράρεις έχοντας κατά νου και υπερασπιζόμενη το καλό της ιστορίας σου, ωσάν να ήταν παιδί σου.

Αυτό είναι η διαδικασία της δημιουργίας: μια συνεχής διαδικασία υπέρβασης εαυτού. Βγάζεις την ψυχή σου και την προσφέρεις σε δίσκο οικειοθελώς, αν και δεν σου τη ζήτησε κανένας. Θέλει θάρρος να μπορέσεις να τη βγάλεις και να την εκθέσεις σε έναν σκληρό κόσμο. Παλεύεις συνεχώς με τον φόβο, που σε ρωτάει τσιριχτά: «Ποια νομίζεις ότι είσαι κουκλίτσα μου, που θέλεις να εκδώσεις και βιβλίο;». Πρέπει να έχεις το σθένος να υπερασπιστείς την ιστορία και τον εαυτό σου. «Εν ολίγοις, είμαι απλώς ένας ακόμα άνθρωπος, που θέλει να εξασκήσει το αυτονόητο δικαίωμά του να συμμετέχει στη διαδικασία της Δημιουργίας». Αυτό απαντά στη σχετική ερώτηση η Ελίζαμπεθ Γκίλμπερτ, συγγραφέας του δημοφιλούς «Eat, Pray, Love», στο podcast της “Creative Living Beyond Fear”.

Έπειτα, είναι και η δυσκολία της πρόσβασης στις εκδόσεις. Στάθηκα τυχερή να έχω λάβει δυο θετικές απαντήσεις από μικρούς, αλλά σοβαρούς ελληνικούς εκδοτικούς οίκους, ακόμα και πριν να ξεκινήσω από μόνη μου την επιμέλεια, που είναι απαραίτητο να κάνεις στην ιστορία σου με καθαρό μυαλό αφότου την τελειώσεις (η υπομονή δεν ήταν ποτέ το ατού μου). Πιάστηκα, όμως, στον ύπνο, όταν έμαθα ότι όλοι σχεδόν οι εκδοτικοί οίκοι στην Ελλάδα ζητούν από τους συγγραφείς (ειδικά τους νέους) να συμβάλουν ή και να καλύψουν πλήρως τα έξοδα της έκδοσης. Κι αυτομάτως μου γεννήθηκαν τα εξής ερωτήματα:

  • Αξίζει να δώσω τόσα χρήματα για την ιστορία μου; Κι αν αποδειχθεί αποτυχία;
  • Μήπως θέλουν να μου το εκδώσουν όχι επειδή είναι καλό, αλλά επειδή θα πληρωθούν;
  • Ποια είμαι εγώ που θα στερήσω χρήματα από την οικογένειά μου για να εκδώσω ένα βιβλίο που δεν ζήτησε κανένας;

Ενώ τα ερωτήματα που θα έπρεπε να με απασχολούν είναι:

  • Δεν είναι άδικο να μπαίνει αυτό το εμπόδιο στη νέα γενιά συγγραφέων;
  • Είναι η έκδοση ένα προνόμιο που απολαμβάνουν μόνο οι έχοντες;

Οι απαντήσεις στα αρχικά ερωτήματα είναι απλές, αν και για μένα δεν ήταν πάντα αυτονόητες: Αξίζει να τα δώσεις έστω κι αν αποδειχθεί αποτυχία. Ακόμα και να θέλουν να σου το εκδώσουν επειδή θα πληρωθούν άδραξε την ευκαιρία και σώπα (και μην υποτιμάς του οίκους, οι οποίοι θέλουν να διατηρήσουν ένα επίπεδο στις ιστορίες που εκδίδουν). Είσαι απλώς ένας ακόμα άνθρωπος, που θέλει να συμμετάσχει στη διαδικασία της Δημιουργίας (και η οικογένειά σου δεν θα πεινάσει αν το κάνεις).

Σχεδόν ένα χρόνο μετά, κι ενώ δεν έχει εκδοθεί ακόμα το βιβλίο, αλλά το έχω δουλέψει όσο μπορώ και το δουλεύω ακόμα, για να είμαι σίγουρη ότι αυτό που θα βγει θα είναι η καλύτερη εκδοχή της ιστορίας μου, πήρα την απόφαση ότι θα το κάνω, ακόμα κι αν χρειαστεί να πληρώσω. Γιατί το χρωστώ στην ιστορία μου. Το χρωστώ στον εαυτό μου.

Εκτεταμένη Περίληψη του βιβλίου

Η Ήβη, ατίθαση δημοσιογράφος, που χωρίζει στα τριάντα-τέσσερα κι αναγκάζεται να επιστρέψει στο πατρικό της, και η Πηνελόπη, μία Ελληνοκύπρια, που είναι παντρεμένη με Τουρκοκύπριο, ζει στο Βαρώσι, και ψάχνει τον γιο της, που έχει μεγαλώσει στην άλλη πλευρά, είναι δυο γυναίκες που επέλεξαν να ζήσουν αντισυμβατικά σε ένα νησί που επιβάλλει, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, τον κοινωνικό κομφορμισμό. 

Οι ιστορίες τους σμίγουν και συναντιούνται το 2004, παραμονές του δημοψηφίσματος για το σχέδιο Ανάν, σε μια περίοδο στην οποία η πόλωση και η αντίσταση στην όποια ενδεχόμενη αλλαγή μεγεθύνουν τη διαφορετικότητά τους ως προς το κατεστημένο, και συνεπώς εντείνουν τις επίμονες δυνάμεις που θέλουν να τις περιθωριοποιήσουν. 

Το συναπάντημα των μυθοπλασμένων ιστοριών τους εκτυλίσσεται με αφορμή ένα πραγματικό γεγονός: την λογοκρισία που ασκήθηκε σε ευρωπαίο αξιωματούχο, ένθερμο υποστηρικτή του Σχεδίου Ανάν, του οποίου η πρόσβαση σε όλα τα κυπριακά μέσα αποκλείστηκε κατόπιν οδηγιών από την τότε κυβέρνηση, αν και υπήρχε προγραμματισμένη συνέντευξή του σε ένα από αυτά. Παρ’ ότι μυθοπλασμένη, η ιστορία της Ήβης εμπεριέχει πολλές επιμέρους πραγματικές ιστορίες και συμβάντα, που συλλέχθηκαν στο πλαίσιο συνεντεύξεων με δημοσιογράφους που έζησαν έντονα τα γεγονότα της εποχής.

Απόσπασμα της ιστορίας επιλέχθηκε ανάμεσα από 6,700 συμμετοχές στη μακρά λίστα του διαγωνισμού της Κοινοπολιτείας για νέους συγγραφείς του 2022.