«Κόπιασε κανέναν απόγευμαν να πιούμεν καφέ», μου είπε η γειτόνισσα όταν τελειώσαμε την κουβέντα μας. Δεν χρειάστηκε να το επεξεργαστώ διόλου για να καταλάβω ότι το εννοούσε πέρα για πέρα. «Ευχαρίστως, τζ̆ι εσύ το ίδιον!», της απάντησα καθώς της έστρεφα την πλάτη για τον δρόμο της επιστροφής. Έπρεπε να της είχα πει «τζ̆ι εσείς το ίδιο», αλλά η οικειότητα ήταν τόσο έντονη, που ένιωσα την ανάγκη να της απευθυνθώ στον ενικό. Όπως θα μιλούσα σε μια θεία μου.
Παραδόξως, κι εγώ το εννοούσα. Ευχαρίστως θα πήγαινα στο σπίτι της ένα απόγευμα να πιούμε καφέ. Το δικό της είναι από τα σπίτια που μου αρέσουν πιο πολύ στη γειτονιά μας. Ειδικά εκείνη η βουκαμβίλια που πλαισιώνει την καμάρα της εισόδου. Που το καλοκαίρι θεριεύει και τον χειμώνα αρχίζει δειλά-δειλά να ξαναγεννιέται μέσα από το αυστηρό της κλάδεμα. Δεν είναι τίποτα σπουδαίο αρχιτεκτονικά. Το γνωστό κυπριακό ισόγειο ορθογώνιο, με το μακρόστενο προχώλ και τα δωμάτια περιμετρικά γύρω από αυτό. Σοβατισμένο έτσι που να μη φαίνεται ούτε ίχνος πληθαριού, εκτός από κάτι βαθιές χαραμάδες, που το φανερώνουν άθελά τους.
Αλλά είναι ένα προσεγμένο σπίτι. Μου αρέσουν τα σπίτια που μαρτυρούν φροντίδα. Εκείνα, που περπατώντας απ’ έξω, σου ‘ρχεται η μυρωδιά φρεσκοπλυμένων ρούχων ή τα άλλα, τα παλιά αλλά πάντοτε φρεσκομπογιατισμένα και με ξεσκονισμένα παντζούρια. Εκείνα που λες δεν γίνεται, αυτό το σπίτι θα έχει πάθει φθορές και φθορές μέσα στα τόσα χρόνια που στέκει, αλλά κάποιος τις νοιάστηκε. Τις περιποιήθηκε και τις διόρθωσε. Η ύπαρξη εκείνου του κάποιου – που ξυπνά κάθε πρωί κι έχει έγνοια όλα να πηγαίνουν ρολόι, να υπάρχει φαγητό για το μεσημέρι, να έχει γίνει το ψώνισμα της εβδομάδας, να έχουν πληρωθεί έγκαιρα οι λογαριασμοί, να έχει στολιστεί στην ώρα του το δέντρο των Χριστουγέννων, να έχει πυρωθεί από το χάραμα ο ξυλόφουρνος για να ψηθούν οι φλαούνες Μεγάλη Πέμπτη πριν το Πάσχα – είναι το πιο γερό θεμέλιο των σπιτιών μας.
Ούτε ο κήπος του σπιτιού εκείνου είναι κάτι το ιδιαίτερο. Απλωμένο γκρίζο μπετόν με ακανόνιστα ανοίγματα, απ’ όπου ξεπροβάλλουν καταπράσινα τσαρτελλούθκια (γεράνια) διαφόρων χρωμάτων, ένα κιούλι (αρμπαρόριζα) και κάτι πουλιά του παραδείσου. Στα δεξιά της εισόδου, το άλλο μισό του κήπου κοσμεί ένα μακρόστενο τραπέζι από ψεύτικο σκούρο καφέ μπαμπού και φιμέ τζάμι για επιφάνεια, γύρω από το οποίο στήνονται τα καλοκαίρια κάτι λευκές πλαστικές καρέκλες “lordos”, για να κάθονται εκείνη και ο άντρας της. Τις βλέπω τώρα στοιβαγμένες ακριβώς δίπλα από την πόρτα, κάτω από την καμάρα, για να φυλάγονται από τις βροχές του χειμώνα.
Είναι όμως ένας περιποιημένος κήπος. Ξεχορτιασμένος εκεί και όταν πρέπει, φρεσκοποτισμένος και πάντα φωτεινός, πίσω από την εκατοντάχρονη – εικάζω – ελιά που κοσμεί το πεζοδρόμιο. Από την ελαφρώς ανοιγμένη πόρτα της εισόδου διακρίνω τα χαρακτηριστικά πλακάκια που κοσμούν τα σπίτια εκείνης της εποχής, σε αποχρώσεις μπορντό, μπεζ και πράσινο κυπαρισσί, με μοτίβα που παραπέμπουν σε οθωμανικό στυλ. Πάνω σε αυτά είναι τοποθετημένη σαν παραφωνία μία σόμπα γκαζιού. Η πορτοκαλιά μποτίλια με επαναφέρει άτσαλα στο παρόν.
«Κάποτε εν τζ̆αι ήταν έτσι», μου είχε πει πριν αποχαιρετιστούμε, σχολιάζοντας τα τεκταινόμενα στη γειτονιά. Είχα περπατήσει μέχρι εκεί για να τη ρωτήσω γιατί είχε μαζευτεί αστυνομία πρωί-πρωί. «Παλιά ετζ̆οιμούμασταν με τες πόρτες ανοιχτές. Θυμούμαι τον παπάν της Στέλλας», συνεχίζει και απλώνει το χέρι δείχνοντάς μου το διπλανό σπίτι – πιστό αντίγραφο του δικού της -, «ετζ̆οιμάτουν τες νύχτες κάτω που τη λεμονιάν τζ̆αι εν είσ̆εν κανέναν να τον πειράξει.» Ένιωσα την ανάγκη να της πω ότι κι εμείς στη Λακατάμια κοιμόμασταν με την εξώπορτα ορθάνοιχτη, για να δροσίζεται το σπίτι τα καλοκαίρια – ίσως κάποιες δεκαετίες αργότερα από τη δική της ανάμνηση.
«Λαλεί η αστυνομία ότι εν τίποτε δικοί μας που τα εκάμασιν», μου είπε έτσι όπως κοιτάζαμε μαζί τα αυτοκίνητα που ήταν παρκαρισμένα δεξιά κι αριστερά του δρόμου της γειτονιάς μας. «Τίποτε χασ̆ίκληες, ξέρεις», πρόσθεσε κι αναρωτήθηκα τι λόγια θα χρησιμοποιούσε εάν οι ληστές που διέρρηξαν τα αυτοκίνητα δεν ήταν «δικοί μας». Δεν τους ονομάζει «χασ̆ικλήες», αλλά «χασ̆ίκληες» – κάποιου είδους ντοπιολαλιά μάλλον, που δεν αναγνωρίζω. Όταν μου μιλάει κλείνει τα μάτια – σαν να τη βοηθάει να φαντάζεται καλύτερα αυτά που θέλει να μου πει. Αν κρίνω από την τρυφερότητα με την οποία εκφέρει τις λέξεις, μάλλον η λεπτομέρεια της καταγωγής τους δεν θα είχε και τόση σημασία για ‘κείνην.
Από την ανοικτή πόρτα πίσω της αναδύεται η μυρωδιά τσιγαρισμένου κρεμμυδιού, που κολυμπάει στο νερό με τις φακές για να γίνει μουτζ̆έντρα. Είμαι σίγουρη ότι έχει υπολογισμένο τον χρόνο που διαθέτει μέχρι να πρέπει να πάει μέσα να σβήσει τη φωτιά.
Έχει πάει εννιά και είναι ώρα να πιάνω δουλειά.