Όταν το Tinder πάει (παιδικό) ππάρτι

Τι συμβαίνει όταν συναντιούνται θκυό πρώην εργένηδες του tinder ως νυν γονιοί σε παιδικό ππάρτι γενεθλίων

…ή πώς να συνθλίψεις μια γκόμενα που εν σου έκατσε πριν σ̆ίλια χρόνια (τζ̆αι να αποτύχεις παταγωδώς)

«Ποιον εν το δικόν σου;» ρωτά με τζ̆αι διά με τα μμάθκια του έναν γυρόν, τάχα να δει ούλλα τα μωρά που κυκλοφορούν στο παιδικό ππάρτι για να μαντέψει ποιον μπορεί να εν το δικόν μου. Στο μεταξύν η κόρη μου, ούτε δέκα εκατοστά μπροστά του, αγκαλιάζει μου το πόιν μου τζ̆αι κάτι μουρμουρά. Τζ̆αι καλά εν την είδεν.

«Τούτον», απαντώ του τζ̆αι γυρίζω το βλέμμαν μου πάνω της. 

«Αα…», λαλεί. «Εν με επήρες στα σοβαρά…» συνεχίζει τζ̆αι κάτι πάει να μου διαμηνύσει με ύφος συνωμοτικόν, αλλά εν μπορώ να τον ακούσω. Η μουρμούρα της κόρης μου τζ̆αι η βαβούρα του ππάρτι καλύτπουν την καχεκτικήν του φωνήν. Εξάλλου εν επίστευκα ότι μπορεί όντως να άκουα τζ̆είνον που ενόμισα ότι έφκαιννεν που το στόμαν του.

«Συγγνώμην, εν σε άκουσα» είπα τζ̆αι εκόντεψα του λλίον. 

Επαρατήρησα για μια στιγμήν το πρόσωπον του τζ̆αι εθθυμήθηκα ακριβώς γιατί εν μου άρεσεν σε τζ̆είνον το πρώτον – τζ̆αι το μόνον – ραντεβού που εφκήκαμεν. Εν έσ̆ει νόημαν να εξηγήσω το γιατί. Εν έσ̆ει να κάμει μαζίν του, έσ̆ει να κάμει με τα δικά μου ένστικτα, το social conditioning που υπέστηκα, τα πρότυπα που ενσωμάτωσα μεγαλώνοντας. Ας πούμεν, πως απλώς εν μου έκαμεν κλικ.

Τα μμάθκια του ελάμπαν τζ̆αι το χαμόγελον του εν εκολλούσεν με τζ̆είνον που επανέλαβεν, τζ̆αι που τελικά καλά είχα ακούσει την πρώτην φοράν:

«Λαλώ», λαλεί μου, «εν με επήρες στα σοβαρά τότε που σου είχα πει ότι εν ολοκληρώννεσαι με το να κάμεις μωρόν». Έμεινα σέκκος. 

Περίμενε μισόν λεπτόν ρε κύριε. Πρώτον, ποιος στ’ ανάθθεμαν πετάσσει έτσι κουβένταν με το «χαίρεται», δεύτερον, τι σε κάμνει να νομίζεις πως έκαμα μωρόν για να καλύψω κάποιον κενόν μέσα μου, τρίτον, πόσον πικραμένος μπορεί να είσαι τζ̆αι τέταρτον, τι σε κάμνει να πιστεύκεις πως θα αθθυμούμουν ό,τι μαλακίαν μου είπεν ο κάθε γεντικελένης σε έναν αποτυχημένον πρώτον ραντεβού πριν τόσα χρόνια;

«Έτην τζ̆αι την δικήν μου, εν τω μεταξύν», προσθέτει τζ̆αι δείχνει μου μιαν κουκλούαν κορούαν στην ηλικίαν της κόρης μου. Κρίμας την, εσκέφτηκα αντανακλαστικά. Ύστερα εθθυμήθηκα ότι έσ̆ει άλλο έναν πιο μεγάλον μωρόν. Είσ̆εν μου το πει τότε. Τάχα εμεταλαμπάδευκεν τη σοφίαν ενός φτασμένου γονιού σε κάποιον αδαή; Ήθελεν, τζ̆αι καλά, να με γλιτώσει επειδή εσυμπάθησεν με, που μιαν οικειοθελή δολοφονίαν του μέσα μου κόσμου; Τι γλυκός.

«Εν έκαμα μωρόν για να ολοκληρωθώ», απάντησα του. Αλλά έκαμα μωρόν όταν ένιωθα ήδη ολοκληρωμένη, ρε μαλάκα, ήθελα να συνεχίσω να του πω αλλά εσιώπησα τζ̆αι ήπια μιαν μεγάλην γουλιάν που το κρασίν μου. Είχα τίποτε να του αποδείξω;

«Είχα σου πει επίσης ότι έναν κομμάτιν του μέσα σου σκοτώννεται άμαν κάμεις μωρόν;» ρωτά με τζ̆αι, μα τω θεώ, το χαμόγελον του σάννα τζ̆αι επλάθκιασεν. Τζ̆’ άλλον.

«Όι, αλλά εκατάλαβα το μετά που εγέννησα», απάντησα του. «Αλλά εκατάλαβα επίσης ότι ξυπνούν τζ̆αι λειτουργούν μέρη του εγκεφάλου σου που εν θα εξυπνούσαν ποττέ υπό άλλες συνθήκες», εσυνέχισα. 

«Ναι, ισχύει», λαλεί μου με το ίδιον χαντόν χαμόγελον, αλλά ένιωθα σάννα τζ̆αι ήθελεν να καταλάβω πως με λυπάται.

«Τι; θέλεις να πάεις στο φουσκωτόν αγάπη μου;» ερώτησα επιδεικτικά την κόρην μου τζ̆αι άφησα την να με πάρει τζ̆ει̮αμαί που ήθελεν. Το να κάμεις μωρόν επίσης βοηθά σε να «σκοτώννεις» μιαν τζ̆’ έξω εντελώς ανούσιες συζητήσεις που γίνουνται καθαρά για σκοπούς επικράτησης επί του άλλου, aka για τροφοδότησην της ανασφάλειας τζ̆είνου που τες ξεκινά, μαλάκα, ε μαλάκα, εσκέφτουμουν να του πω.

Πάμεν, μωρόν μου γλυκόν, όπου θέλεις. Τζ̆αι μείνε, να χαρείς, μακριά που αθθρώπους που εν ξέρουν να χάννουν – στον έρωταν τζ̆αι αλλού – που νομίζουν πως μπορούν να σε διδάξουν πώς να είσαι γυναίκα, κουλ γυναίκα, καλή γυναίκα, νούσιμη γυναίκα, που νομίζουν πως κερδίζουν μπόιν μειώνοντας την αξιοπρέπειαν των άλλων, ήθελα να της πω, αλλά απλώς έμεινα να την χαζεύκω να ππηδά πάνω-κάτω μέσα σ’ έναν φουσκωτό.

Συντάκτης: Χαρά Ζυμαρά

Γράφω τις ιστορίες μου, τις διαβάζω και τις ξαναδιαβάζω, τις αφήνω, τις ξεχνώ, γράφω άλλες, κι όταν μου στερέψει η έμπνευση πάω πίσω και τις ξαναδιαβάζω απ’ την αρχή. Μου θυμίζουν ποια ήμουν όταν τις έγραφα, τι έμαθα από αυτές και τι να βελτιώσω στις επόμενες, αλλά πάνω απ’ όλα τι να βελτιώσω στον εαυτό μου. Πολλές φορές με κρατούν δέσμιά τους μέχρι να μπορέσω να τις αφήσω πίσω μου ξανά για να εφεύρω άλλες, και μαζί, τον ίδιο μου τον εαυτό. Γράφω τις σκέψεις μου για να ελαφρύνω το μυαλό μου και να ανακτήσω τις ισορροπίες μου ξανά. Σαν μικρές ιστορίες, αλλά χωρίς την προσδοκία να είναι καλές. Συνεχίζω να γράφω τις μικρές, κακές μου ιστορίες, για να μπορώ να υπάρχω εν ειρήνη. Κι όσο γράφω σημαίνει ότι ακόμα την ψάχνω, και δεν είμαι καν σίγουρη πως θέλω να τη βρω.

Σχολιάστε