Υπόδειγμα Γυναίκας 1

Απόσπασμα Α’

Photo by Hakeem James Hausley on Pexels.com

Τη μέρα που έφτασα πίσω στο νησί για να ζήσω πια μόνιμα, ήμουν πιο πολύ ενθουσιασμένη για το φρέσκο λουβί που θα έτρωγα στο μαγειριό του παππού Φίλιππου μετά από πολλούς μήνες, παρά για το τι θα μου επιφύλασσε το μέλλον μου. Η άγνοια κινδύνου, κρυφάκουσα μια μέρα να λέει ο πατέρας στη μητέρα μου, ήταν εκείνο το χαρακτηριστικό μου, που τον έκανε να είναι σίγουρος για το ότι μοιάζω περισσότερο σ’ εκείνην παρά στον ίδιο. 

Αυτή η άγνοια κινδύνου, που τόσο τον εκνεύριζε πάνω μου, δεν υπήρξε, όμως, ποτέ καθοριστική στη ζωή μου. Μεγαλώνοντας είχα σωσίβιο τη σοφία και τη λογική του πατέρα μου, που, σε κάθε δίλημμα ή περιπέτεια, με έβγαζαν πάντα στο σωστό δρόμο. Μέχρι που άρχισα να αμφιβάλλω για τη σοφία αυτή, και για τους όρους υπό τους οποίους ήταν πρόθυμος να επιστρατεύσει τη λογική του για να με προστατεύσει.

Όλα άρχισαν όταν αποφάσισα πως δεν ήθελα να κάνω διδακτορικό. Το πήρα απόφαση όταν ακόμα ήμουν στο Λονδίνο, ότι με ενδιέφερε περισσότερο να γράψω λογοτεχνία παρά να παράξω κάποιο επίπονο ερευνητικό έργο, που θα σηματοδοτούσε, όπως και στην περίπτωση του πατέρα μου, την ένταξή μου στην Ακαδημία. Αφορμή στάθηκε ένα τηλεφώνημα της μητέρας μου από τη Λευκωσία:

«Αγάπη μου, πώς είσαι; Φοβάμαι ότι έχω δυσάρεστα νέα να μοιραστώ. Η Θεία σου. Η αδερφή του πατέρα σου, η Άννα μας. Δυστυχώς δεν άντεξε…»

«Τον, τον, τον… Τον άφησε επιτέλους;», ρώτησα σχεδόν με ενθουσιασμό. Εξαιτίας της ελαφριάς ταχυπαλμίας που ένιωσα, το τικ μου έκανε αισθητή την παρουσία του στα λόγια μου. Είχα όμως μάθει να το αγνοώ και να μην αφήνω την ουσία της συζήτησης να υποσκάπτεται από την ανασφάλεια που μου προκαλούσε. Η ουσία της συζήτησης, στην προκειμένη περίπτωση, ήταν ότι είχε άξαφνα προκύψει μία εξόφθαλμη εξαίρεση σε έναν απαράβατο, μέχρι τότε, κανόνα της καθημερινότητάς μου. 

Σύμφωνα με τον κανόνα αυτό, στη ζωή μου δεν γινόταν ποτέ τίποτα εκτός ενός προκαθορισμένου πλάνου. Ενός απαράβατου, αν θέλετε, κοινωνικού συμβολαίου, που προνοεί ότι όλα τα συμβαλλόμενα μέρη δύνανται να ζουν και να πράττουν αναλόγως και αυστηρώς εντός του συμφωνημένου αυτού πλαισίου. Αυτή η συνθήκη, που ουδέποτε μου είχε λάχει μέχρι τη μόνιμη επιστροφή μου στο νησί να αμφισβητήσω, είχε ως αποτέλεσμα να φαντάζουν στα μάτια μου όλα προβλέψιμα και κάπως προτετελεσμένα. 

Για παράδειγμα, στη βάση αυτού του κοινωνικού συμβολαίου, μου ήταν ξεκάθαρο από πολύ μικρή ότι θα τελείωνα με άριστα το σχολείο και θα σπούδαζα λογοτεχνία. Στη συνέχεια θα έκανα μεταπτυχιακό πάνω σε ένα παρακλάδι της λογοτεχνίας που θα με βοηθούσε να κάνω διδακτορικό σε έναν τομέα που δεν θα ήταν κορεσμένος από ερευνητική άποψη. Θα τελείωνα το διδακτορικό και θα γινόμουν καθηγήτρια πανεπιστημίου. Στο ενδιάμεσο θα παντρευόμουν και θα έκανα παιδιά. Τα μόνα που δεν ήταν προκαθορισμένα στο σενάριο αυτό ήταν οι γεωγραφικές συντεταγμένες όπου θα συνέβαιναν όλα και ο άνδρας που θα έπαιρνα για σύζυγο. Και για τα δύο, όμως, είμαι σίγουρη ότι θα επιστρατευόταν την κατάλληλη στιγμή η αυθεντία του πατέρα μου, προς αποφυγή παραβίασης κάποιας πρόνοιας του άγραφου συμβολαίου, που πιθανώς να μου έχει ξεφύγει.

«Μας άφησε, αγάπη μου», μου ξεκαθάρισε η μητέρα μου και ξέσπασε σε λυγμούς.

Μας, μας, μας, μας… άφησε, σκεφτόμουν, μας, μας άφησε. Δεν έφυγε, δεν μας την πήραν. Μμμμ, μας άφησε. Σαν άλλη Μποβαρύ, μόνο που δεν είχε ζήσει τα πλούτη και την πολυτέλεια στα χέρια του άνδρα της. Μόνο κάτι μώλωπες θυμάμαι να έκρυβε κάτω από εκείνα τα τεράστια μαύρα γυαλιά της, όποτε ερχόταν να μείνει μαζί μας γιατί «ο Αντρέας έπρεπε να δουλέψει σε απόλυτη ησυχία μέχρι το πρωί». Κανείς δεν πίστευε αυτές τις δικαιολογίες, αλλά κανείς δεν θυμάμαι να τις αντέκρουσε κιόλας. 

«Στον κόσμο θα λέμε ότι πέθανε από καρδιά, αγάπη μου, εντάξει;», μου ψιθύρισε. «Το τελευταίο πράγμα που χρειαζόμαστε τώρα είναι οι κακές γλώσσες. Κι ο πατέρας σου, ξέρεις… Επηρεάζεται πολύ από δαύτες», πρόσθεσε χαμηλόφωνα ανάμεσα στους λυγμούς της.

Ω, ναι, σκέφτηκα. Αυτό είναι αλήθεια. Ο πατέρας μου επηρεάζεται πράγματι πολύ από τις γλώσσες. Όχι μόνο τις κακές, μαμά, ένιωσα μια ανεξήγητη ανάγκη να της απαντήσω, αλλά ήξερα ότι δεν ήταν σωστό να το πράξω. 

Συνεχίζεται…

Συντάκτης: Χαρά Ζυμαρά

Γράφω τις ιστορίες μου, τις διαβάζω και τις ξαναδιαβάζω, τις αφήνω, τις ξεχνώ, γράφω άλλες, κι όταν μου στερέψει η έμπνευση πάω πίσω και τις ξαναδιαβάζω απ’ την αρχή. Μου θυμίζουν ποια ήμουν όταν τις έγραφα, τι έμαθα από αυτές και τι να βελτιώσω στις επόμενες, αλλά πάνω απ’ όλα τι να βελτιώσω στον εαυτό μου. Πολλές φορές με κρατούν δέσμιά τους μέχρι να μπορέσω να τις αφήσω πίσω μου ξανά για να εφεύρω άλλες, και μαζί, τον ίδιο μου τον εαυτό. Γράφω τις σκέψεις μου για να ελαφρύνω το μυαλό μου και να ανακτήσω τις ισορροπίες μου ξανά. Σαν μικρές ιστορίες, αλλά χωρίς την προσδοκία να είναι καλές. Συνεχίζω να γράφω τις μικρές, κακές μου ιστορίες, για να μπορώ να υπάρχω εν ειρήνη. Κι όσο γράφω σημαίνει ότι ακόμα την ψάχνω, και δεν είμαι καν σίγουρη πως θέλω να τη βρω.

Σχολιάστε