Brandy Sour με τη Χριστιάνα Ξενοφώντος

Εν την εφαντάζουμουν έτσι την πρώτην μου συνέντευξην με brandy sour στο Χαράτσι. Αντί για τον ήλιον τζ̆αι την βαβούραν που τους συνήθεις υπόπτους του καφενείου, όταν έφτασα, γύρω στες πεντέμισι της περασμένης Κυριακής, ήβρα έναν πολλά δραματικόν σκηνικόν: έναν πελλό-αέραν να παίρνει τους τόπους, κάτι γκρίζα, απειλητικά σύννεφα τζ̆αι οφτζ̆ερκάν. Έτσι ένει, όμως, άμαν περνάς που την θεωρίαν στην πράξην, εσκέφτουμουν. Αλλιώς τα φαντάζεσαι, τζ̆αι αλλιώς συμβαίννουν στην πραγματικότηταν. Ας είναι.

Θωρώ την Χριστιάναν να καταφτάννει που την πλευράν του RED. Περπατά ανάλαφρα, αργά, τζ̆αι  ακολουθεί μιαν ζικ-ζακ διαδρομήν ώσπου να φτάσει κοντά μου. Στέκεται μπροστά μου τζ̆αι  χαμογελά, αγκαλιάζει με. Στο ένα σ̆έριν κρατά έναν βιβλίον χρώματος μπορντό τζ̆αι που πάνω το iPhone της. Στο άλλον της σ̆έριν παρατηρώ έναν apple watch. Θωρώ λλίον καλλύττερα το βιβλίον. «Ακραία Καιρικά Φαινόμενα», ο τίτλος της ποιητικής συλλογής. Όπως τούτα που μας περιβάλλουν την στιγμήν που μιλούμεν. Προλαβαίννουμεν τζ̆αι μπαίννουμεν μέσα πριν να μας πιάσει η καταιγίδα. Είμαστεν οι πρώτες πελάτισσες τζ̆αι τα φώτα μέσα στο καφενείον ακόμα εν ανάψαν καν. 

Καθούμαστεν πάνω σε έναν μακρόστενον τραπέζιν, στη γωνιάν δίπλα που την σβηστήν σόπαν. Αφήννω τα κιτάπια μου κάτω. «Τι εν’ να πιεις;», ρωτώ την. «Εμ», λαλεί μου, «ξέρεις, εν πίννω brandy sour, αλλά εν ήθελα να σου το πω που πριν». Καλά πάει αυτό, σκέφτουμαι, αλλά εν πτοούμαι. Τελικά παραγγέλνει gin & tonic. Πίννουμεν που μιαν γουλιάν, «καλώς εβρεθήκαμεν», λαλεί μου – έξω η μπόρα εδυνάμωσεν για τα καλά, εν πάει καθόλου με το ποτόν μας – τζ̆αι ξεκινούμεν.

«Ήμουν στην Βίσ̆σ̆ην εψές. Το πρώτον πράμαν που έκαμα σήμερα το πρωίν ήταν να ανοίξω να δω τες ιστορίες που την συναυλίαν, αν τζ̆αι συνήθως εν ασχολούμαι με το τηλέφωνον μου πριν πιω τον καφέν μου. Συνήθως ξυπνώ στες εφτάμισι, πίννω έναν freddo espresso σκέττον τζ̆αι ως τες οχτώ τζ̆αι τέταρτον φκαίννω στους δρόμους τζ̆αι είμαι έτοιμη να τους επιβιώσω. Εν’ σημαντικόν για μέναν να μεν πιέζουμαι το πρωίν. Όταν πάω δουλειάν, το πρώτον πράμαν που κάμνω εν’ συνάντηση με τον Δημήτρην* για να δούμεν τα της ημέρας. Μετά πάμεν σε επιτροπές, ύστερα παίζουν συνέχεια τα τηλέφωνα, αν έσ̆ει κανέναν online conference ή meeting με το Forum πρέπει να διαχειριστώ τα σχετικά.

Μπορεί να φύω κανέναν μεσημέριν να φάω με τους γονείς μου. Έχουμεν τούτον το συνήθειον τζ̆αι προσπαθώ να το τηρώ όσον μπορώ: να μαζευκούμαστεν μεσοφτόμαδα ούλλοι – γονείς τζ̆αι τρία αδέρφια – τζ̆αι να τρώμεν μαζίν, εχτός που τες Κυριακές που εν’ στάνταρτ. Τζ̆αι εν’ λαχείον το τι θα φάμεν· συνήθως κάμνει η μάμμα ψητόν κοτόπουλλον στον φούρνον τζ̆αι πατάτες, αλλά μπορεί τζ̆αι να πάμεν τζ̆αι να έβρουμεν τον παπάν μας να ψήννει σουβλάκια. Ντάξει, random-ιές [γελά]. Υπό άλλες συνθήκες εν θα φάω μέσα στη μέραν. Επειδή ξέρει το τούτον η μάμμα, έσ̆ει φορές που εννα στείλει τον παπάν να μου φέρει φαΐν στη Βουλή.

Μετά επιστρέφω στην Βουλήν ή κάμνω ακόμα μιαν συνάντησην με τον Δημήτρην κάπου εχτός, αλλά ασχολούμαι το απόγευμαν τζ̆αι με τα δικά μου – το Ευρωπαϊκόν Φόρουμ Νεολαίας, δηλαδή, τζ̆αι τα podcast, που προσπαθώ να κάμνω 1-2 κάθε εβδομάδαν. 

Όταν σχολάσω θα με έβρεις στην παλιάν Λευκωσίαν με τους φίλους μου. Συνήθως πάμεν Εφτά Κλειδιά, αλλά εν’ να με δεις τζ̆αι στο Swimming Birds τζ̆αι στο Χαράτσιν. Για καφέν συνήθως θα με δεις στο Kxoffee Project, αλλά τζ̆αι στο Kollaborative.

Αγαπώ την Λευκωσίαν, εν’ μια πόλη όμορφη, εν’ δαμαί που εγεννήθηκα τζ̆αι εμεγάλωσα, δαμαί έκαμα τες πιο πολλές πελλάρες, ερωτεύτηκα. Εν’ το σπίτιν μου η Λευκωσία. Στα on repeat του Spotify έχω το «Μια πόλη μαγική», τζ̆αι ξέρεις πότε το ακούω; Επειδή φεύκω αργά που την Βουλήν τούτες τες ημέρες – μπορεί να γίνει τζ̆αι εφτά – περπατώ προς τον Άγιον Ανδρέαν. Εν’ την ώραν που ππέφτει ο ήλιος προς τζ̆είνην την κατεύθυνση τζ̆αι εν’ ούλλα τα χρώματα τζ̆ειαμαί. Ε, τζ̆αι βάλλω τζ̆είνον το πράμαν στα ακουστικά. Εν’ μια ωραία στιγμή.»

Μιλούμεν για την επιλογήν της να ζει στο Καϊμακλίν. Λαλεί μου πως οι γονιοί της ανησυχήσαν όταν τους το ανακοίνωσεν. Αρχικά αποδίδει το στην απόστασην – «τζ̆είνοι ζουν Λακατάμιαν», λαλεί. Ύστερα ξανασκέφτεται το. «Εν’ που τες πιο πολυπολιτισμικές περιοχές της Λευκωσίας το Καϊμακλίν», λαλεί μου. Κομπάζει. «Ίσως γι’ αυτόν ν’ ανησυχούσαν». Η ίδια λαλεί πως το βρίσκει ως έναν στοιχείον της περιοχής που την ελκύει πολλά.

Συζητούμεν για τούτην την σχέσην γονιού με παιδίν. Λαλεί μου πως η σχέση της με τους γονείς της επέρασεν που «χίλια μύρια κύματα», αλλά τωρά εν’ ίσως στην καλλύττερην της φάσην. 

Μιλούμεν για τα προνόμια: του να είσαι άντρας, να προέρχεσαι που τζάκιν, να κρατάς λεφτά. Την ρωτώ αν θεωρεί πως ξεκινά την πολιτικήν της καριέραν που μειονεκτικήν θέσην, σε σχέσην με άλλους που μπορεί σήμερα να απολαμβάνουν αξιώματα λόγω ακριβώς τούτων των προνομίων:

«Είμαι η Χριστιάνα, είμαι τριάντα-ενός, καλώς ή κακώς έχω μιαν καταγωγήν που θα την κουβαλώ και θα με κατατρέχει για πάντα – έχω έναν πατέραν πρόσφυγαν που την Χάρτζ̆ιαν τζ̆αι μιαν μητέραν πιτσίλλαν – συνδυασμός που σκοτώννει –, ιδεολογικά ανήκω στην Δεξιάν, είμαι φιλελεύθερον άτομον, δεν πιστεύω ότι με τα χρήματα μπορείς να κάμεις τα πάντα, τζ̆αι θεωρώ ότι για όλους μας το starting point είναι το μηδέν. Αν είσαι κενός περιεχομένου, ο χρόνος θα το δείξει.», λαλεί μου τζ̆αι προσθέτει:

«Εν’ πολύ καθαρά τζ̆αι αγνά τα σχέδια μου. Ο στόχος μου ο διαχρονικός είναι να είμαι ωφέλιμη σ’ εμέναν πρώτα τζ̆αι μετά σε ούλλους τους άλλους.» 

Βουθκιά στο παρελθόν

Ζητώ της να κλείσει τα μμάθκια της, να πάει πίσω στην παιδικήν της ηλικίαν τζ̆αι να με ξεναγήσει στο παιδικόν της δωμάτιον. Λαλεί μου για τες τριανταφυλλιές που εφύτεψεν έξω που την τζ̆αμαρόπορταν του δωματίου ο παπάς της. Περιγράφει μου την λευκήν βιβλιοθήκην – την τέταρτην μέσα στο σπίτιν -, που εκατέληξεν ως τέθκοια ενώ ήταν άλλου είδους έπιπλον. Περιγράφει μου το πουλουκκούιν που εκρατούσεν μιτσ̆ιά, τες αφίσ̆ες πάνω στους τοίχους με τον Σάκην Ρουβάν, τον Superman, τον Άινσταϊν – «έτσι, για να αντισταθμίζει τους άλλους», λαλεί -, τα πορτοκαλί σκεπάσματα τζ̆αι τες ασορτί κουρτίνες. Ζητώ της να μου μεταφέρει μυρωθκιές: λαλεί μου για τες μαειρκές της μάμμας της, τα γλυκά που ψήννει στην κουζίναν. Στο βάθος ακούεται το ΡΙΚ, που παίζει που το πρωίν ως την νύχταν.

Πολιτική

Ρωτώ την να μου πει τι σημαίνει για τζ̆είνην Δεξιά. Λαλεί μου: 

«Ιδανικά, η Δεξιά οφείλει να υπηρετεί τον νεοφιλελευθερισμόν, που μέσα του όμως θα υπάρχουν ούλλες οι έννοιες που πρεσβεύει και η Δημοκρατία: της ισότητας, της αποδοχής, της συμπερίληψης. Εστιάζω σε μιαν Δεξιάν που θα σπάσει τα στεγανά του συντηρητισμού της.» 

Όταν μου μιλά για την πολιτικήν παρατηρώ την προφοράν της να γίνεται πιο καλαμαρίστικη. Σκέφτουμαι ότι τούτα που μου λαλεί εν εμπεριέχουν το στοιχείον του αυθορμητισμού. Ότι τούτα ούλλα εν’ πράματα που εδούλεψεν μέσα της πολλά για να μπορεί να τα αρθρώννει με ευκολίαν. 

Βάλλω της μιαν άσκησην. Δείχνω της μιαν ευθείαν: στο αριστερόν άκρον εν’ η ισότητα τζ̆αι στο δεξίν η ελευθερία. Ζητώ της να τοποθετήσει μιαν τελείαν τζ̆ειαμαί που θεωρεί πως εν’ το ιδανικόν μιξ. Διστάζει. Το σ̆έριν της πάει προς την ελευθερίαν αλλά εν ντζ̆ίζει στο χαρτίν. «Νιώθω ότι ξωμακρίζω πολλά που την ισότηταν τζ̆αι εν το θέλω», παραπονιέται μου. 

Ρωτώ την για τα καλούπια στην πολιτικήν, με αφορμήν κάτι στίχους που την δικήν της ποιητικήν συλλογήν:

«…
Κόσμοι από καλούπια.
Κόσμοι γεμάτοι καλούπια.
Καλούπια για να χωράς. Κι ας μη χωράς, τελικά.»

Η απάντηση της εν μου αφήννει χώρον για αμφιβολίαν:

«Δεν συμφωνώ ότι πρέπει να καλουπωθείς για να πολιτευτείς. Ξέρω πού ζω, ξέρω τι τίμημαν μπορεί να χρειαστεί να πληρώσω επειδή δεν χωρώ σε καλούπια, αλλά είμαι διατεθειμένη να το πληρώσω. Θέλω να μπαίνω στο σπίτιν μου την νύχταν τζ̆αι να νιώθω καλά με τον εαυτόν μου.»

****

ΕΝ ΣΥΝΤΟΜΙΑ

Θα ήταν αδύνατον να γράψω ούλλα για τα οποία εσυζητήσαμεν με την Χριστιάναν. Επομένως, σας παραθέτω πιο κάτω εν συντομίαν τζ̆είνα που βρίσκω τα πιο ενδιαφέροντα facts για την προσωπικότηταν της:

Αγαπημένος καφές: Freddo espresso σκέτο (το καλοκαίρι), cappuccino delact (τον χειμώνα).

On-repeat τραγούδι στο Spotify: Μια πόλη μαγική, τραγουδημένο που τον Ορέστη ΧαλκιάΑν μου αρέσει έναν τραγούδιν, το ξεφτιλίζω. Το ακούω σ̆ίλιες φορές τη μέρα μέχρι να κουραστώ τζ̆αι να σταματήσω.

Σειρά που παρακολουθεί στο Netflix: The Diplomat, αν τζ̆αι γενικά εν είμαι dedicated τηλεθεάτρια.

Βιβλίον που θκιεβάζει: Ποιητική Συλλογή «Ακραία Καιρικά Φαινόμενα», του Δημήτρη Γκιούλου.

Τελευταία φορά που έκλαψεν: Πριν μια-δυο εβδομάδες, στο μνημόσυνον του Γιώργου μας.

Αγαπημένον στέκκιν: Εφτά Κλειδιά.

Αγαπημένον στενόν της Λευκωσίας: Τα δρομάκια κοντά στην Αξιοθέα (Χρυσαλινιώτισσα) τζ̆αι ο δρόμος του παλιού σιδηροδρόμου, στο Καϊμακλί.

Σπεσιαλιτέ: Παπαρδέλες με γαρίδες – λαλούν το τζ̆αι οι φίλοι μου.

Guilty Pleasure: KFC. Είναι το comfort food που χρειάζομαι όταν είμαι πολλά χάλια. Η τελευταία φορά που έφα KFC ήταν πριν κάτι μήνες μετά που έναν πολλά δύσκολον board call που είχα. 

Αγαπημένον gadget: ένας φορτιστής που μπορεί να φορτίζει το iphone, το apple watch τζ̆αι τα EarPods μου ταυτόχρονα. Γενικά έχω μανίαν με τα «μήλα» [όι τα actual φρούτα]. 

Αγαπημένη παιδική ανάμνησηΟι καλοκαιρινές διακοπές στον Άην Γιάννην της Πιτσιλιάς με ούλλον το σόιν της μάμμας, να ακούεται φασαρία – φασαρία, όι αστεία – που το χάραμαν τζ̆αι να με περιβάλλει τζείνη η υγρασία του πρωινού.

Αγαπημένος προορισμός: Η Μπολόνια, στην Ιταλία.

Έργο τέχνης που ξεχωρίζει: Πίνακας Red Ballon του Paul Klee, επειδή ούλλη η τέχνη του εν’ κυβάκια τζ̆αι το μπαλόνιν ήρτεν λλίον unexpectedly μες το έργον του, αλλά τζ̆αι επειδή που μωρόν έχω φοβίαν με τα μπαλόνια. Εδούλεψα την, αλλά εν’ υπενθύμιση του ότι όσον μεγαλώννουμεν τες φοβίες μας πρέπει να τες δουλεύκουμεν. Γι’ αυτόν έβαλα τζ̆αι έναν κόκκινον μπαλόνιν στο εξώφυλλον του βιβλίου μου.

Σχέση με την τεχνολογία: Πολλά καλή. Όι όμως ακόμα με την τεχνητήν νοημοσύνην. Φοϊτσ̆ιάζει με λλίον, αλλά σύντομα θα υποκύψω κι εγώ, άεισ’ το ίνταμπου λαλώ τωρά.

Τύπος τουρίστριας: μουσεία ή θκιάνεμμαν; Έναν εννα σου πω. Στην Ύδραν το περασμένον καλοκαίριν εκωλόσυνρα την παρέαν μου για μιάμιση ώραν μες τον λάλλαρον ώσπου να εντοπίσουμεν το σπίτιν του Λέοναρντ Κοέν. Που εν ήταν καν ανοιχτόν για το κοινόν(!).

Πιο συχνή αταξία που έκαμνεν μιτσ̆ιά: Έπιαννα τα χρυσαφικά της μάμμας μου τζ̆αι έθαφκα τα μες τον κήπον μας. 

Τι ήθελεν να γίνει όταν μεγαλώσει: Αρχικά χειρούργος, μετά αθλήτρια τζ̆αι μετά δικηγόρος. 

5 άτομα, living or dead, που θα προσκαλούσεν σε dinner party: Τον Barack Obama, τον Αναστασιάδη, τον Gabor Maté, τον Akinci τζ̆αι την Emma Watson.

Κριτική προς την Δεξιάν: Εν’ προς όλα τα κόμματα που πάει: Να σταματήσουν να κάμνουν αντιπολίτευσην για χάριν της διαφωνίας. Εάν κάπου συμφωνούν, εν καλόν να το δει ο κόσμος τζ̆αι μιαν φοράν.

*WHO IS WHO
Η Χριστιάνα Ξενοφώντος εν’ κοινοβουλευτική συνεργάτρια του βουλευτή του ΔΗΣΥ Δημήτρη Δημητρίου στη Βουλή, εκλελεγμένη Αντιπρόεδρος του European Youth Forum τζ̆αι έσ̆ει τη δική της σειρά επεισοδίων Podcast “YOUth Inspire”, που προβάλλεται που την NetcastZone. Έχει εκδώσει την ποιητική συλλογή «25 ανάσες σε γραφή».

Άγνωστο's avatar

Συντάκτης: Χαρά Ζυμαρά

Γράφω τις ιστορίες μου, τις διαβάζω και τις ξαναδιαβάζω, τις αφήνω, τις ξεχνώ, γράφω άλλες, κι όταν μου στερέψει η έμπνευση πάω πίσω και τις ξαναδιαβάζω απ’ την αρχή. Μου θυμίζουν ποια ήμουν όταν τις έγραφα, τι έμαθα από αυτές και τι να βελτιώσω στις επόμενες, αλλά πάνω απ’ όλα τι να βελτιώσω στον εαυτό μου. Πολλές φορές με κρατούν δέσμιά τους μέχρι να μπορέσω να τις αφήσω πίσω μου ξανά για να εφεύρω άλλες, και μαζί, τον ίδιο μου τον εαυτό. Γράφω τις σκέψεις μου για να ελαφρύνω το μυαλό μου και να ανακτήσω τις ισορροπίες μου ξανά. Σαν μικρές ιστορίες, αλλά χωρίς την προσδοκία να είναι καλές. Συνεχίζω να γράφω τις μικρές, κακές μου ιστορίες, για να μπορώ να υπάρχω εν ειρήνη. Κι όσο γράφω σημαίνει ότι ακόμα την ψάχνω, και δεν είμαι καν σίγουρη πως θέλω να τη βρω.

Σχολιάστε