In retrospect, με τον Νίκο Κόσ̆η

Ένας αγωνιστής της ΕΟΚΑ, πρώην βουλευτής, Υπουργός επί Μακαρίου τζ̆αι Κληρίδη, μερακλής των τσ̆ιαττιστών τζ̆αι του ζεϊμπέκκικου αναστοχάζεται την ζωήν του

credit: Η Καθημερινή Κύπρου

Εδυσκόλεψεν με πολλά τούτη η συνέντευξη, εξού τζ̆αι η καθυστέρηση της. Πώς παρουσιάζεις έναν άθρωπον που είσ̆εν ενεργότατον ρόλον σε εποχές που εδιαμορφώσαν την μετέπειτα ταραχώδην πορείαν της Κύπρου; Που εσυνομιλούσεν καθημερινά με προσωπικότητες που εγώ μόνον μέσα που τα βιβλία μου εγνώρισα τζ̆αι που ως σήμερα αντιμετωπίζουνται που τον πολλύν κόσμον με μιαν προσέγγισην λατρείας ή μίσους τζ̆αι τίποτε ενδιάμεσον;

Ένας που τους αγαπημένους μου καθηγητές στο Αριστοτέλειο, ο Νίκος Ροτζώκος, όταν μας εδίδασκεν Νεότερην τζ̆αι Σύγχρονην Πολιτικήν Ιστορίαν της Ελλάδας, εφρόντιζεν να μας θυμίζει συχνά έναν πράμαν: ότι στην ιστορίαν εν μπορείς να κρίνεις αποφάσεις τζ̆αι ανθρώπους μιας άλλης εποχής με βάσην τα δεδομένα της εποχής στην οποίαν ανήκεις εσύ. 

Έτσι επροσπάθησα να την γράψω τούτην την συνέντευξην. Τα σχόλια μου εν’ επίτηδες ελάχιστα. Ο καθένας ας σχηματίσει την δικήν του άποψην για τον άνθρωπον Νίκον Κόσ̆ην. Εγώ εσχημάτισα την δικήν μου τζ̆αι τον ευχαριστώ που καρδιάς που μου αννοίχτηκεν. 

Εμιλούσαμεν τρεις ώρες γεμάτες τζ̆αι αν εμπορούσα θα τον είχα να μου μιλά άλλο τρεις. Τα πλείστα που τζ̆είνα που μου είπεν εν θα μπορούσα να τα γράψω. Εκμυστηρεύτηκεν μου όμως ότι είπεν τα ούλλα στα παιθκιά του τζ̆αι θα τα χειριστούν οι ίδιοι όπως νομίζουν όταν έρτει η ώρα. 

Είσ̆εν μπροστά του έναν νέσκαφεν με κανέλλαν αλλά ούτε που του έντζ̆ισεν όσην ώραν μου εμίλαν. Εκάθετουν στητός, οι κινήσεις του ήταν μετρημένες, τζ̆αι στα χαμόγελα του εν ήταν καθόλου φειδωλός. 

Παιδική Ηλικία

«Είμαι γέννημαν Δαλιού, εγώ. Τζ̆αι οι δύο μου γονείς από το Δάλιν. Εγεννήθηκα 20 Μαϊου του ‘33. Έκλεισα 90 τις προάλλες. Ο πατέρας μου ήταν γεωργός τζ̆αι είχεν έξι παιδιά. Εγώ ήμουν ο πέμπτος στην σειράν. Ήμαστεν τρεις άντρες και τρεις γυναίκες. 

Η μάνα μου τελείως αγράμματη, ενώ ο πατέρας μου επήεν σχολείον τρία χρόνια. Έππεφτα μες την μέσην τους εγώ, διότι κάθε παιδίν που εγεννιέτουν, ώσπου να γεννηθεί το άλλον έππεφτεν στην μέσην των γονιών του πα’ σε μιαν καρκόλαν μεγάλην. Εγώ ήμουν ο πέμπτος και υποτίθεται ήμουν ο τελευταίος. Αλλά ύστερα που έξι χρόνια εκάμαν την μικρήν την αδερφήν μου. Θυμούμαι την μάναν μου την ώραν που ήταν να κοιμηθούμεν, να λέει ‘Θεέ μου, φύλαε τον Κόσμον σου ούλον τζ̆ι εμάς’.

Όταν ετελιώνναμεν το δημοτικό, ο πατέρας μου έβαλεν ερώτησην σ’ εμάς: ‘Τι θέλετε να κάμετε; Όποιος θέλει να πάει να σπουδάσει τότε θα αποκλειστεί από την κληρονομιάν.’ Διότι θα δουλεύκουν οι άλλοι να τον ισπουδάσουν. Ο πρώτος μου αδερφός, ο Φίλιππος, είπεν ότι ήθελεν να μείνει γεωργός. Ο δεύτερος μου αδερφός ο Θεοδόσης είπεν το ίδιον. Όταν ήρτεν η σειρά μου εμέναν, είπα ότι εγώ θέλω να πα’ να σπουδάσω.»

Ρωτώ τον αν τούτην την ερώτησην την έκαμεν ο πατέρας του τζ̆αι στες τρεις του αδερφές. 

«Μόνον στα αγόρια. Οι κοπέλες ήταν μόνον για δημοτικόν τζ̆αι όχι πάρακατω. Ήταν άλλα τα καθεστώτα τότε», λαλεί μου.

«Πριν πάω σχολείον, ο παπάς μου εφώναξεν μου τζ̆αι λαλεί μου ‘ρε, εσέναν εν θα σε ελέγχω τωρά που εννα φύεις. Να σου δώκω μιαν συμβουλήν, να ‘σ̆εις την ευτζ̆ήν μου. Να πίννεις ποτόν, λογικά πράματα. Να κάμεις φιλενάδες, να κάμεις. Αλλά μεν βάλεις στο στόμαν σου το τσιγάρον. Τζ̆είνον ήταν.»

Μαθητικά Χρόνια στη Λάρνακα

«Επήα στο λύκειον στην Λάρνακαν, ετέλιωσα το το ’52. Δεν ήμουν ο top αλλά ετέλιωσα με 80 στα 100, που ήταν καλή βαθμολογία. Στην αρχήν έκαμα τρία χρόνια σε οικοτροφείον και μετά έμενα σε έναν σπίτιν σε μιαν μαμμούν που έμενεν Λάρνακαν αλλά ήταν που το Δάλιν.»

«Τι μαθητής ήσασταν;» ρωτώ τον.

«Ήμουν ζωντανός άνθρωπος. Ήμουν σε όλα τα αθλήματα. Άτακτος δεν ήμουν νομίζω, εν’ ο χαρακτήρας μου έτσι. Αλλά εν έσ̆ει πράμαν που εν το έκαμα. Έκαμα αθλητής, επήα σε παγκύπριους αγώνες, έπιασα έπαθλα. Εν ήμουν που τζ̆είνους οι οποίοι εδημιουργούσαν προβλήματα. Πάντοτε εργάζουμουν μέσα στα πλαίσια της λογικής. 

Κάποτε που εσυναντηθήκαμεν με τον λυκειάρχην μετά που ετέλιωσα το σχολείον, λαλεί μου ‘ρε ήσουν μαθητής του λυκείου. Αθθυμούμαι σε, αλλά εσύ εν ήσουν άτακτος για να σε θυμούμαι καλά. Τους άτακτους θυμούμαστεν τους παραπάνω’ [γελά].

Από την τετάρτην τάξην ήμουν τζ̆αι ο σημαιοφόρος, αλλά εν ήταν με βάσην τους βαθμούς τότε, ήταν βάσει του αναστήματος. 

Τότε οι κανονισμοί του σχολείου ήταν πολλά αυστηροί. Ήταν χωριστά τα σχολεία. Ετραγουδούσαμεν:

‘με κορούδες μη μιλήσεις, 
τ’ άρθρο δέκα τ’ απαιτεί 
τζ̆αι τις κάτω τσ̆έπες ράψε, 
μα γιατί; Μα γιατί; 
Το πηλήκιο σου βγάλε 
τζ̆αι ξαναφορείς το πάλε 
εις τον δρόμον σαν ιδείς καθηγητή’.

Επαίζαμεν ποδόσφαιρον, είχαμεν ομάδαν στο σχολείον τζ̆αι ήμουν goal keeper εγώ. Ήμουν καλός, υποτίθεται. Επαίζαμεν με την Ακαδημίαν της Λάρνακας τζ̆αι είχαμεν σύνθημαν:

‘Αποφασίσετε να μας νικήσετε,
που κάτω που το Λύκειον εγονατίσετε.’

Είχαμεν έναν καθηγητήν ο οποίος μας εδίδασκεν Ελληνικά. Σε έναν που τα μαθήματα είχαμεν έναν ποίημαν του Χατζ̆ιόπουλου:

Άσ’ τη βάρκα στο κύμα όπου θέλει να τρέχει, 
ας ορίζει το αέρι, τιμόνι, πανί,
τα φτερά άπλωσε πλέρια – άκρη ο Κόσ
̆μος δεν έχει· 
είναι πιο όμορφοι οι άγνωροι πάντα γιαλοί!

είτε ειδύλλιο γελούμενο απλώνεται η πλάση, 
είτε αντάρες και μπόρες κρεμά ο ουρανός, 
μη θαρρείς το πανί σου μπορείς να βαστάξεις· 
όπου θέλει το κύμα μαζί του θ’ αράξεις!..
»

Στο σχολείον είπεν του ένας καθηγητής «να ασχοληθείς με τούτα, έχεις κλίση».

«Ένας καθηγητής είσ̆εν μας βάλει μιαν έκθεσην: ‘24 ώρες μες το φρενοκομείον’. Εγώ αντί να κάμω πεζόν λόγον, έκαμα έναν ποίημαν. Βλακωδώς όμως εν το εφύλαξα, τζ̆αι αθθυμούμαι μόνον την κατάληξην του:

‘Τζ̆’ ύστερα πήα να φύω από το φρενοκομείον 

τζ̆αι η μάνα μου φωνάζει τζ̆αι τα μμάθκια μου αννοίω.’

Επεριστρέφετουν το ποίημαν γύρω που έναν όνειρον, στο οποίον έβλεπα ότι επροσπαθούσα να φκάλω νερόν που έναν λάκκον μες το καλάθιν.»

Ρωτώ τον αν ήταν στα κυπριακά που το έγραψεν.

«Στα κυπριακά, πάντα, ναι», λαλεί μου.

«Αν παρακολουθήσεις, αρέσκει μου η κυπριακή διάλεκτος. Ευτυχώς είχαμεν έναν καθηγητήν, τον Πηλαβάκην, που ήταν δημοτικιστής τζ̆αι υποστήριζεν την κυπριακήν διάλεκτον. Ένας άλλος καθηγητής μας, ο Παπακυριακού, που ήταν καθαρευουσ̆ιάνος, ελάλεν μας: ‘τι θα πει τρώει με η κκελλέ μου, my head eats me, στα αγγλικά;’ [γελά].

Enter ΕΟΚΑ

«Ετέλιωσες το σχολείον το ’52», λαλώ του. «Τα πράματα στην Κύπρον ήδη εβράζαν. Πώς εγεννήθηκεν μέσα σου το σκουλούτζ̆ιν του αγώνα;»

«Κοίταξε να δεις», λαλεί μου. 

«Επειδή εσείς εν την εζήσετε την εποχήν εκείνην, δεν μπορεί να καταλάβει κανένας το τι ακριβώς εγίνετουν μέσα μας εμάς τους μαθητές. Ήμαστουν κάτω που τον αποικιακόν ζυγόν. Ο πατέρας μου ήταν θρησκευόμενος τζ̆αι η οικογένεια μου όλη. Ο αδερφός του ήταν παπάς, της μητέρας μου ο αδερφός ήταν παπάς, έχω έναν παππούν που τον εκηρύξαν άγιον στον Άγιον Όρος. Εμεγάλωσα μες σ’ έναν κλίμαν – τζ̆αι στα χωριά έτσι ήταν βασικά – που ήταν η πατρίδα, δηλαδή η ένωσις με την Ελλάδαν, η θρησκεία τζ̆αι η οικογένεια. Τότε, τούν’ τα πράματα επηαίνναν μαζίν. Ήταν έναν. Ύστερα αλλάξαν τα πράματα. 

Συνεπώς ο τρόπος που εμεγαλώσαμεν έκαμεν μας έτοιμους για τζ̆είνα που ακολουθήσαν μετά. Και εβρέθηκαν οι κατάλληλοι ηγέτες – ο Μακάριος και ο Διγενής, τότε, ανεξάρτητα αν εκάμαν τζ̆αι τζ̆είνοι τα λάθη τους μετά. 

Οι οικογένειες μας ελαλούσαν ‘χαλάλιν της πατρίδας’. Δηλαδή έμπαινες στον αγώναν τζ̆αι ήταν πανευτυχείς.»

Ρωτώ τον να μου πει πώς έγινεν τούτη η πρώτη επαφή με την οργάνωσην της ΕΟΚΑ. 

«Εγώ τότε ήμουν 22 χρονών. Ήμαστεν μια νεολαία με παρόμοια ιδανικά. Ένας που τούτους τους νεολαίους, που ήταν φίλος μου, λαλεί μου ‘ρε, εμπήκα μες την οργάνωσην εγώ. Βλέπω ότι είσαι έτοιμος. Να κάμουμεν τον όρκον;’ Τζ̆αι έγινεν ο όρκος της οργάνωσης εκεί στην Αθαλάσσαν, μέσα σε έναν εκκλησάκιν. Παρόντες ήμασταν μόνον τζ̆είνος τζ̆ι εγώ. Κανένας εν έπρεπεν να ξέρει. 

Ήμασταν λίγοι στην αρχήν. Εν είσ̆εν δράσην πολλήν. Πρώτα ήταν με φυλλάδια, με διαδηλώσεις. Μετά τον Μάρτην-Απρίλην του ’56 άρχισεν η δράσις μου εμέναν. Είχαν πιαστεί σχεδόν όλοι οι ηγέτες που ήταν υπεύθυνοι για την οργάνωσην τζ̆αι η Λευκωσία έμεινεν ακέφαλη. Τότε ο αρχηγός έστειλεν έναν αγωνιστήν που δεν ήξερεν την πόλην τζ̆ι έτσι ανάλαβα τον εγώ. Ήσαν τζ̆είνος τομεάρχης τζ̆ι εγώ βοηθός τομεάρχη. Μόνον οι τομεάρχες είχαν επαφήν με τον αρχηγόν. Όταν έγινα τομεάρχης, είχα τζ̆ι εγώ επαφήν μαζίν του. Τζ̆αι τότε είχαμεν πολλήν αντάρτικην δράσην. Εγίνουνταν πολλές μάχες στη Λευκωσίαν τότε.»

Αρχίζει να μου μιλά εκτενώς για τες μάχες τζ̆αι για το πώς εφυγάδευκεν τομεάρχες που εδραπετεύκαν τότε, επειδή ο ίδιος δεν ήταν ακόμα καταζητούμενος τζ̆αι είσ̆εν μιαν ελευθερίαν κινήσεων. Διακόπτω τον. Προσπαθώ να του εξηγήσω ότι ενδιαφέρει με παραπάνω να ακούσω πώς εβίωννεν ο ίδιος τούτην ούλλην την περίοδον. «Θέλω να μπω μέσα στα μμάθκια σου», λαλώ του. 

«Ήταν η καλύτερη περίοδος της ζωής μου. Είχαμεν έναν σκοπόν, είχαμεν έναν στόχον, είχαμεν έναν ιδανικόν, είχαμεν έναν όραμαν», εξηγεί.

«Φόβον εν είσ̆ετε;» ρωτώ τον.

«Πρέπει να ‘σαι τρελλός για μεν έσ̆εις φόβον», απαντά μου.

«Ο φόβος ήταν γλυτζ̆ύς όμως. Τζ̆αι μπορώ να σου πω ότι εζηλεύαμεν εκείνους οι οποίοι εσκοτώννονταν για την πατρίδαν. Όταν με επιάσασιν τζ̆αι εβασανίζαν με, τζ̆αι εφοούμουν ότι είσ̆εν να λυγίσω ή να μου βάλουν ορόν αληθείας τζ̆αι ήξερα τούν’ τα πράματα ούλλα, η προσευχή μου όποτε έβρισκα τζ̆αιρόν ήταν ‘Θεέ μου τζ̆αι βοήθα με να πεθάνω’. Διότι το να γίνεις προδότης είναι μια κλωστή που εύκολα μπορεί να γυρίσει που την άλλην.»

Για την επόμενην μου ερώτησην επιστρατεύκω πολλύν θάρρος. «Κύριε Νίκο», λαλώ του. «Θυμάσαι την πρώτην φοράν που έπιαες όπλον στα σ̆έρκα σου;»

«Θυμούμαι, ναι.»

Κάμνει μιαν παύσην. Νιώθω ότι φέρνει μπροστά στα μμάθκια του ακριβώς την σκηνήν. Αλλά αμέσως ανασυντάσσεται. 

«Να σου πω. Όπλον στα σ̆έρκα μου έπιασα τον καιρόν που ήμουν κυνηγός. Άρεσκεν μου το κυνήγιν, άρα είχα επαφήν με τα όπλα.»

Ρωτώ τον να μου πει τι του άρεσκεν ακριβώς.

«Στο κυνήγιν άρεσκεν μου περισσότερον η παρέα τζ̆αι να ξεβαίννουμεν έξω για περπάτημαν. Είμαι αθλητικός τύπος – λαλώ τους ότι που τον τζ̆οιλιάν της μάνας μου εγώ έκαμνα γυμναστικήν, ως τωρά.»

Νιώθω τον ότι θέλει να μου εξηγήσει καλλύττερα τι εννοεί.

«Τούτοι οι πόθοι της ελευθερίας, της ένωσης με την Ελλάδαν, ήταν μες τον οργανισμόν μας. Εμεγαλώσαμεν με τούν’ τα πράματα. Ο πατέρας μου το ’40 που έγινεν ο πόλεμος τζ̆αι εγυρίζαν τα σπίθκια τζ̆αι εζητούσαν βοήθειαν για την Ελλάδαν, είσ̆εν δύο δόνκια χρυσά τζ̆αι έφκαλεν τα να πάσιν να πουληθούσιν για την πατρίδαν. Ο πατέρας μου θυμούμαι τον εμίλαν πάντοτε για την Ελλάδαν, για δικαιοσύνην, για την αλήθειαν. Με τούν’ τα πράματα διαμορφώννεται ο χαρακτήρας ενός ανθρώπου.»

Εξιστορεί μου ιστορίες με τον παπάν του που φανερώννουν πόσον αυστηρός ήταν μαζίν με τα παιθκιά του. Προσπαθώ να τον πιέσω.

«Κύριε Νίκο, μπορείς να θυμηθείς ακριβώς την φάσην που έπιασες πρώτην φοράν όπλον στα σέρκα σου τζ̆αι έξερες ότι με τούτον έννα σκοτώσεις πλάσμαν;»

Κάμνει παύσην. 

«Ε, θυμούμαι…» λαλεί

«Αφού ήταν ο αγώνας για απελευθέρωσην. Επιάνναμεν το όπλον τζ̆αι ενομίζαμεν εν’ χρυσάφιν μες τα σ̆έρκα μας. Τότε εν τζ̆αι είσ̆εν πολλά όπλα. Άμαν ήταν καινούριον ειδικά, είχαμεν το σαν το παιδίν μας. 

Αλλά ξέρεις, εμεγαλώσαμεν μέσα σ’ έναν κλίμαν πολλά διαφορετικόν, το οποίον δεν μπορεί να συλλάβει ο σημερινός νους. Για να καταλάβεις ήμαστον στο σχολείο ρε παιδίν μου τζ̆αι υψώνναν μας την αγγλικήν σημαίαν πας το σχολείον, εβάλλαν μας τζ̆αι εψάλλαμεν τον εθνικόν τους ύμνον – ‘τον βασιλέαν μας και τον πατέραν μας…’. 

Από την άλλην πλευράν, όταν αποφασίζεις τζ̆αι διάς τον όρκον της οργάνωσης τζ̆αι πιστεύεις πράγματι σ’ αυτόν που κάμνεις τζ̆αι είσαι έτοιμος να δώσεις τη ζωήν σου, τότε εν τζ̆αι υπάρχει δύναμις που να μπορεί να σταθεί μπροστά σου, μεν ακούεις λόγια.»

Συνεχίζει να μου εξιστορείται τις περιπέτειες του με την οργάνωσην. Μεταφέρει μου διαλόγους του με τον Αυξεντίου, τον Διγενή, τον Μάτση, με απλούς ανθρώπους που τον εκρύφκαν τζ̆αι τον εφροντίζαν τζ̆αι ήταν έτοιμοι να θυσιαστούν μαζίν του για τον αγώναν. Θωρώ τον που βουρκώννει. Εν’ εικόνες που πράγματι αδυνατεί να συλλάβει ο νους μου. 

«Με έτσι κόσμον κάμνεις αγώναν ή εν τον κάμνεις;» ρωτά. 

Κεφάλαιο Νίτσα Χατζ̆ηγεωργίου

«Αν υπάρχει μια η οποία ήταν πραγματική ηρωίδα, ήταν αυτή η γυναίκα»

Ρωτώ τον για την περίπτωσην της Νίτσας Χατζ̆ηγεωργίου. Της γυναίκας αγωνίστριας της ΕΟΚΑ που τον Άγιον Δομέτιον, που της έμελλεν τραγική κατάληξη μετά που μιαν αποτυχημένην αποστολήν που ο ίδιος της εζήτησεν να αναλάβει. 

«Η Νίτσα εν’ μια περίπτωσις… Νιώθα πολλά… διότι είμαι εκείνος που την έπεισα να παίξει τούν’ τον ρόλον. Η Νίτσα Χατζ̆ηγεωργίου ήταν μια κοπέλλα πολλά όμορφη – έρεσσεν με περίπου ένα-δυο χρόνια. Ήταν κομμώτρια τζ̆αι ήταν μια κοπέλλα παρεξηγημένη για την εποχήν. Ήταν στην οργάνωσην.»

Ρωτώ τον αν ήταν τζ̆είνος που την εμύησεν στην ΕΟΚΑ. Εξηγεί μου πως οι. Εσυμμετείχεν πριν σε άλλην μιαν αποστολήν, στην οποίαν εσυνόδευσεν τον Αυξεντίου που τον Πενταδάχτυλον εις το Τρόοδος. 

«Αλλά εν την έξερεν κανένας», λαλεί μου. «Εγώ έξερα την. Είπεν ο Διγενής να συλλάβουμεν Άγγλους τζ̆αι να τους ανταλλάξουμεν με θανατοποινίτες δικούς μας. Εν τα εκαταφέρναμεν, ήταν δύσκολον. Εσκέφτηκα εγώ να μιλήσω με την Νίτσαν να δούμεν ίντα μπου λαλεί. Ήβρα την, είπα της ‘έτσι κι έτσι αποφάσισεν η οργάνωσις και θέλουμεν να παίξεις τούντον ρόλον. Να ψαρέψεις κάποιον Άγγλον στρατιωτικόν, να τον πάρεις σπίτιν σου και απ΄εκεί και κει εμείς θα αναλάβουμεν να τον απαγάγουμεν. Να του πεις εν’ ανάγκην ότι θα πάεις τζ̆αι στο κρεβάτιν μαζίν του’. Λαλεί μου ‘Που τα τωρά αν θέλεις’. 

Έπιασα την και επήρα την απέναντι που το Κωνσταντίνου και Ελένης, που είσ̆εν το ΒΜΗ το στρατόπεδον. Απ’ έξω είχεν έναν μπαρ που επηαίνναν οι αξιωματικοί και επίνναν τα ποτά τους. Άφησα την εκεί και την άλλην μέραν ήρτεν, λαλεί μου ‘μάστρε εψάρεψα έναν της αεροπορίας’. Λαλώ της ‘χαραχτήρισ’ μου τον’. Λαλεί μου ‘έχει Volkswagen αυτοκίνητον, μέσα έσ̆ει  λυκόσ̆σ̆υλλον, κρατά όπλον. Επήαμεν σπίτιν, ήπιεν coca cola γιατί εν πίννει άλλον ποτόν τζ̆αι έπια σχέσην μαζίν του. Πώς θέλετε να προχωρήσω;’

Εγράψαμεν εμείς στον Διγενήν και απάντησεν μας ‘να πάρετε το τάδε φάρμακον από το φαρμακείον τζ̆αι να το βάλετε μες το ποτόν του, να τζ̆οιμηθεί’. Ύστερα θα επήαιννα εγώ να τον πιάσω να τον κρύψω για να τον ανταλλάξουμεν. Είπα της όμως, ‘να του πεις ότι δεν θέλεις σκύλλον μαζίν του’. Πράγματι, επήεν, ήπιεν την coca cola του, τίποτε. Έρκεται την άλλην μέραν η Νίτσα, ‘εν του έντζισεν το φάρμακον’ λαλεί μου. Οπότε αποτύχαμεν. 

Τζ̆αι αποφασίσαμεν να στείλουμεν δύο του εκτελεστικού ένοπλους σπίτιν της να κρυφτούσιν. Να του πει η Νίτσα ότι θα πάει στο κρεβάτιν μαζίν του τζ̆αι την ώραν που θα ξιντυθεί τούτος να μπούσιν στο δωμάτιον να τον δέσουν και εγώ θα ήμουν έξω να τον αναλάβω.»

Έτσι τζ̆ι έγινεν.

«Η Νίτσα επήεν τουαλέτταν για να ξιντυθεί τούτος. Εβιαστήκαν οι ένοπλοι τζ̆αι εμπήκαν μες το δωμάτιον την ώραν που είσ̆εν βγάλει το παντελόνιν τζ̆αι έβγαλεν τζ̆αι το πουκάμισον τζ̆αι εκράτεν το στο σέριν. Τζ̆αι έτσι όπως τους είδεν μπροστά του τζ̆αι είπαν του ‘face on the wall, hands up’, έσυρεν τους το πουκάμισον. Τζ̆αι στο έσυρεν τους το πουκάμισον, τακ τακ, εσκοτώσαν τον τζ̆αι εφύασιν.

Εγώ επεριφέρουμουν στην περιοχήν. Πάω, βλέπω την πόρταν ανοιχτήν τζ̆αι βλέπω μιαν Νίτσαν να βγαίνει έξω τζ̆αι να κρατά την τζ̆εφαλήν της. ‘Μάστρε’, λαλεί μου, ‘εσκοτώσαν τον.’ ‘Απαναγία μου’, λαλώ. ‘Έμπα μες το αυτοκίνητον. Θα σε πάρω στον σταθμόν τον αστυνομικόν τζ̆αι θα σε αφήκω εκεί και θα πεις τα καθέκαστα όπως ακριβώς έγιναν. Όπως έγιναν, χωρίς να αναφέρεις την οργάνωσην.’

Επήεν, πράγματι. Φαίνεται ότι επιστέψαν την εις την αρχήν. Αλλά τζ̆είνος που έλαβεν μέρος στην αποστολήν εν’ τζ̆είνος που με επρόδωσεν εμέναν ύστερα. Οπότε ενώ στην αρχήν δεν είχεν πει για την Νίτσαν, ύστερα εμίλησεν. 

Ύστερα που χρόνια τούτος ο άθρωπος ήρτεν να με έβρει. Ήθελεν να μου εξηγήσει τι έγινεν τζ̆αι γιατί με πρόδωσεν. Του έστειλα μήνυμαν ότι εσυγχώρησα τον μέσα μου, θέλω να τον σκέφτομαι παλλικάριν όπως ήταν μαζίν μου παρά να σέρνεται τζ̆αι να ψάχνει να δικαιολογηθεί. Ξέρω τι δικαιολογίαν θα μου πει. Τζ̆αι επειδή τζι εγώ επέρασα που βασανιστήρια, εμαλάκωσα μέσα μου. Εμέναν εβοήθησεν με ο Θεός, είχα δύναμην μέσα μου πολλήν, αλλά ο καθένας εμπορούσεν να λυγίσει.»  

«Νιώθεις τύψεις κύριε Νίκο για την Νίτσαν;» ρωτώ. 

«Για την Νίτσαν νιώθω… όι τύψεις. Την Νίτσαν μετά εσυλλάβαν την οι Εγγλέζοι, εβιάσαν την, εδέραν την εκάμαν την. Μέσα στα κρατητήρια οι δικές μας – να μεν τες χαρακτηρίσω – εθεωρούσαν ότι ήταν πόρνη και το αποτέλεσμαν ήταν ότι εδημιουργήθηκεν μια παρεξηγημένη υπόθεσις. Ενώ για μέναν, αν υπάρχει μια η οποία ήταν πραγματική ηρωίδα, ήταν αυτή η γυναίκα. Η οποία έκαμεν ό,τι έκαμεν για την πατρίδαν. 

Ούτε εκδίδετουν ούτε τίποτε. Ούτε να το συζητάς τούτον το πράμαν. Νιώθω το πολλά δυνατά. Τούτα ούλλα που λέγονται για την Νίτσαν είναι πελλάρες. Θέλω να το ξεκαθαρίσω τούτον.»

«Εν υπήρχεν άλλη λύση για να γλιτώσει που τούν’ την μοίραν;» ρωτώ τον. «Εχτός που το να πάει στον σταθμόν να πει τζ̆είνα που της είπες;» Η ζωή της Νίτσας εστιγματίστηκεν μετά που τούτον τζ̆αι στα 37 της εβρέθηκεν νεκρή στο σπίτιν της. Τα αίτια θανάτου της εν εξιχνιαστήκαν ακόμα, ενώ υπάρχουν υπόνοιες για στραγγαλισμό. 

«Εν υπήρχεν τίποτε.»

«Έσ̆εις καθαρήν την συνείδησην σου;», ρωτώ τον.

«Ναι. Έπρεπεν να πάει γιατί αν δεν επήαιννεν στον σταθμόν ήταν να την συλλάβουν στο σπίτιν της. Ήταν λογική η ιστορία που εκάμαμεν.»

Ο Κόσ̆ης της ποίησης, των τσ̆ιαττιστών τζ̆αι της ζεϊμπεκιάς

«Ποιον εν΄το αγαπημένον σου τραγούδιν;» ρωτώ τον.

«Αρέσκουν μου τζ̆̆είνα με τα οποία εμεγάλωσα. Τα τσ̆ιαττιστά, τα πατριωτικά, τα κυπριακά. […] Επήαιννα στον κατακλυσμόν. Ήμουν λάτρης του να πάω εκεί και να ακούω τζ̆είνους που ετσ̆ιαττίζασιν. Και όπως τα ετσ̆ιαττίζασιν, έπιαννα τα αμέσως. Δηλαδή εν εχρειάζετουν να γράψω τίποτε. Μιαν χρονιάν είχεν έναν πολλά καλόν τσ̆ιαττιστήν – ο Άζινος – και είχεν απέναντι του κάποιον άλλον. Τζ̆αι άρχισεν το τσ̆ιάττισμαν:

‘Άτε να πας που δαχαμαί,
ρε πόξυσμαν του σπάου,
παράπλασμαν του ποταμού,
σόιν του κουκκουφκιάου.’

Απαντά του ο Άζινος:

‘Άτε να πας που δαχαμαί,
κουέλλα τερατσούνα,
που μοιάζεις του γαδάρου μου,
στ’ αυκιά τζ̆αι στην μουτσούναν.’

Απαντά του ο άλλος:

‘Τούν’ τα τραούθκια που λαλώ,
μεν τα ξαναδιπλάζεις,
τζ̆αι βάλλω σε μες τον γουμάν,
σαν πετεινόν τζ̆αι κράζεις.’

Τζ̆αι άκου τωρά τον Άζινον, τζ̆αι κερδίζει:

‘Ε…’ λαλεί του.

‘Τραούδκια ξέρω κάμποσα,
ως έναν μιλιούνιν.
Μακάρι να ‘μουν πετεινός,
τζ̆αι όρνιθα εσούνι.’

Αλλά αρέσκουν μου τζ̆αι οι ζεϊμπεκιές.

Ο ζεϊμπέκκικος τον οποίον χορεύκω που μιτσής, εκφράζει λύπην, θυμόν, καημόν τζ̆αι θάνατον. Άρα τζ̆είνος που τον χορεύκει πρέπει να τον σέβεται. Δεν γίνεται να κάμνεις φιγούρες, να ππέφτεις χαμαί. Φαντάζουμαι έναν άθρωπον ο οποίος τρεκλίζει, εν’ μεθυσμένος, τζ̆αι πάει σύμφωνα με την μουσικήν. Εν έσ̆ει βηματισμόν. Εν μαθθαίννεται [ο χορός]. Πρώτα ντζ̆ίζεις το σ̆έριν σου χαμαί στην γην πο ‘ννα σε δεχτεί τζ̆αι μετά γυρίζεις το πάνω τζ̆αι χορεύκεις στον Θεόν για να τον ευχαριστήσεις ότι σου έδωκεν την ζωήν να ζήσεις.»

Στες τρεις ώρες περίπου που εμιλούσαμεν, ο Νίκος Κόσ̆ης θα μου απάγγειλεν 3-4 ποιήματα. 

«Αρέσκει μου πολλά τζ̆αι η ποίηση. Όταν έπαιρνα τον Κυριάκον Μάτσην εις την Τζ̆ερύνειαν, που εδραπέτευσεν, σαν επηαίνναμεν, άρκεψεν να λαλεί έναν ποίημαν. 

Όσα βουνά κι αν ανεβείτε,
απ’ τις κορφές τους θ’ αγναντεύτε άλλες κορφές
ψηλότερες, µιαν άλλη πλάση ξελογιάστρα·
και στη κορφή σα φτάστε την κατάψηλη,
πάλε θα καταλάβετε πως βρίσκεστε
σαν πρώτα κάτω απ’ όλα τ’ άστρα

‘Αμάν’, λαλώ του. ‘Ποιου εν’ τούν’ το ποίημαν;’ ‘Του Παλαμά’, λαλεί μου. Μόλις επήα σπίτιν έπια τον Παλαμάν τζ̆αι εμελέτησα τον. Πολλά ωραίος ο Παλαμάς.»

Μετά τον Δωδεκάλογο, απαγγέλνει μου το «Οι πατέρες», πάλε του Κωστή Παλαμά. 

«Μιλά για τους αλύτρωτους τζ̆αι ταιρκάζει τζ̆αι για μας», λαλεί μου.

Ρωτώ τον αν θεωρεί ότι η Κύπρος παραμένει αλύτρωτη.

«Εν’ αλύτρωτη», απαντά μου. «Άμαν την ψηλότερην κορφήν του Τροόδους τζ̆αι την Δετζ̆έλειαν κρατεί την ο Εγγλέζος εν’ λυτρωμένη καλό;»

«Ποια θα ήταν η λύτρωση της σήμερα;» τολμώ να τον ρωτήσω. 

«Να μπορεί ο λαός της, τζ̆αι εμείς τζ̆αι οι Τούρκοι που ήταν παλιά να την σ̆αιρούμαστιν όπως ήταν τζ̆αι να μεν έχουμεν αφέντες. Η ένωση με την Ελλάδαν για ‘μέναν έληξεν που την στιγμήν που ενωθήκαμεν με την Ευρώπην. Δεν υπάρχει θέμαν ένωσης με την Ελλάδαν πλέον. Ενωθήκαμεν με μιαν μεγαλύτερην οικογένειαν. Εν έχουμεν παράπονον. Εκάμαμεν την ένωσην με τούν’ τον τρόπον. Τζ̆αι μακάρι να μπορούσαμεν να βάλουμεν τζ̆αι την Τουρκίαν μέσα.

Εγώ με τους Τούρκους [σ.σ. εννοεί τους Τουρκοκυπρίους] είχα πολλά καλήν σχέσην. Έχω τζ̆αι πελάτες τζ̆αι ακόμα τζ̆αι όταν ήμουν στην οργάνωσην έφκαιννα μαζίν τους τζ̆αι εδιασκεδάζαμεν τζ̆αι έμαθα τζ̆αι τραούθκια τούρτζ̆ικα.»

Αρκέφκει τζ̆αι τραουδά μου έναν. «kızım yillar bekledim…»

Αναστοχασμοί

«Έσ̆ει κανέναν που τον οποίον θα εζητούσες συγγνώμην για κάτι που έκαμες στον αγώναν;» ρωτώ τον.

«Εν εσκέφτηκα για να είμαι ειλικρινής», απαντά μου. 

«Μέσα μου δεν έχω μίσος για κανέναν. Όταν μισάς κάποιον εν΄εσύ που υποφέρεις. Πρέπει εμείς πριν να φύουμεν, να φύουμεν που τούν’ τα βαρίθκια ούλα. Να συγχωρήσουμεν τζ̆αι ας έχουν οι άλλοι το πρόβλημαν. Μέσα μου νιώθω λύπην αλλά όχι έχθραν.»

Ζητώ του να μου πει τι θα έλεεν στον Μακάριον αν εμπορούσεν να του ξαναμιλήσει μιαν τελευταίαν φοράν.

«Ότι εξεκίνησεν καλά τζ̆αι επήεν λανθασμένα. Εγώ ήμουν εκ των πιο πιστών του τζ̆αι ούτε θέλω να μηδενίσω το έργον του, αλλά μυθοποιούμεν τους ηγέτες. Άμαν τους γνωρίσεις, όμως, όλους ανεξαίρετα, απομυθοποιάς τους. Απομυθοποιάς τους τζ̆αι συγχωράς τους τζ̆αι για τα λάθη τους. Μιλώ εκ των υστέρων, αλλά εάν ο Μακάριος υπηρετούσεν την πρώτην πενταετίαν σαν ηγέτης και μετά έδινεν την εξουσίαν σε πολιτικόν τζ̆αι να βοηθήσει ο ίδιος να στηθεί το κράτος θα ήταν πολλά διαφορετική η κατάσταση. Επειδή είχαμεν το τούρκικον στοιχείον μέσα. Η θρησκεία δεν έχει καθόλου να κάμει με την πολιτική.» 

****

WHO IS WHO

Ο Νίκος Κόσ̆ης ήταν αγωνιστής της ΕΟΚΑ στον αγώνα του 1955-59. Στα πρώτα χρόνια της Κυπριακής Δημοκρατίας εδιετέλεσε βουλευτής τζ̆αι μετέπειτα Υπουργός Εσωτερικών, Υπουργός Άμυνας, Υπουργός Δικαιοσύνης τζ̆αι Δημοσίας Τάξεως.

Άγνωστο's avatar

Συντάκτης: Χαρά Ζυμαρά

Γράφω τις ιστορίες μου, τις διαβάζω και τις ξαναδιαβάζω, τις αφήνω, τις ξεχνώ, γράφω άλλες, κι όταν μου στερέψει η έμπνευση πάω πίσω και τις ξαναδιαβάζω απ’ την αρχή. Μου θυμίζουν ποια ήμουν όταν τις έγραφα, τι έμαθα από αυτές και τι να βελτιώσω στις επόμενες, αλλά πάνω απ’ όλα τι να βελτιώσω στον εαυτό μου. Πολλές φορές με κρατούν δέσμιά τους μέχρι να μπορέσω να τις αφήσω πίσω μου ξανά για να εφεύρω άλλες, και μαζί, τον ίδιο μου τον εαυτό. Γράφω τις σκέψεις μου για να ελαφρύνω το μυαλό μου και να ανακτήσω τις ισορροπίες μου ξανά. Σαν μικρές ιστορίες, αλλά χωρίς την προσδοκία να είναι καλές. Συνεχίζω να γράφω τις μικρές, κακές μου ιστορίες, για να μπορώ να υπάρχω εν ειρήνη. Κι όσο γράφω σημαίνει ότι ακόμα την ψάχνω, και δεν είμαι καν σίγουρη πως θέλω να τη βρω.

Σχολιάστε