Απόσπασμα Γ’

Αντ’ αυτού, το μόνο που μου απάντησε ήταν ένα μακρόσυρτο και προσποιητά γλυκό «Αχ αγάπη μου…», που βρήκα εντελώς αντιπαθητικό.
Είχε γυρίσει προς το μέρος μου και με κοίταζε απευθείας στα μάτια, ενώ μου χάιδευε το μάγουλο με τον αντίχειρά της. Με κοίταζε με το κεφάλι γυρτό στο πλάι και δεν καταλάβαινα γιατί, αλλά έμοιαζε να λυπάται εκείνη εμένα, για τη συμβουλή που μόλις της είχα δώσει.
Σκέφτηκα ότι, εντάξει, δεν έχουν όλοι την ίδια τύχη να σκέφτονται όπως εμένα, μάλλον δεν κατάλαβε ακριβώς τι ήθελα να της μεταφέρω, ίσως δεν είναι έτοιμη ακόμα να κάνει το βήμα, και, ενοχλημένη καθώς ένιωσα, δεν ασχολήθηκα ξανά με το θέμα.
Έτσι είναι μοιραίο να γίνεται στην περίπτωση της θείας Άννας, σκεφτόμουν κάθε φορά που την έβλεπα τη μια να μαζεύει τα κομμάτια της τα βράδια στον ξενώνα μας, και την άλλη μπροστά σε κόσμο να το παίζει εύθυμη κυρία όλο θεατρινισμούς, τραγούδια και χάχανα.
Από τη στιγμή που κανένας άλλος ενήλικας στη ζωή μου δεν το βρίσκει ανησυχητικό, μάλλον κάτι πάει στραβά μ’ εμένα, κατέληξα να σκέφτομαι, και πίεσα τον εαυτό μου να αποδεχθεί την αέναη νίκη της συλλογικότητας επί των επί μέρους μερών της.
Αλλά τώρα ήταν νεκρή.
Γιατί; Γιατί έγινε ξαφνικά εκείνη ο θύτης του μεγαλύτερου εγκλήματος εναντίον της; Ήμουν σίγουρη ότι κάτι την κρατούσε ακόμα εκεί, ως την τελευταία στιγμή. Ίσως να ήταν ακόμα τρελά ερωτευμένη με τον άντρα της, και να είχε παγιδευτεί σε μια σχέση πάθους-μίσους. Να είχε αποφασίσει να παραμείνει δίπλα του επειδή δεν μπορούσε να ζήσει χωρίς αυτόν παρά το ότι, για παράδειγμα, τη ζήλευε θανάσιμα. Και προτιμούσε τους άγριους καβγάδες τους, που ενίοτε κατέληγαν σε ξύλο, επειδή η άλλη επιλογή ήταν ο θάνατος μακριά του από τη λύπη της.
Ή ίσως να του είχε κάνει στο παρελθόν κάτι πολύ κακό, και, θέλοντας να αυτοτιμωρηθεί, καταδίκασε τον εαυτό της σε αυτή τη δυστυχία. Γιατί δεν παραπονιόταν, αυτό το ήξερα καλά. Δεν την άκουσα ποτέ να λέει στη μητέρα ή στον πατέρα μου Για δέστε τι μου κάνει ο άνανδρος, σώστε με πριν κάνω καμιά τρέλα.
Ίσως, πάλι, απλώς να μην ήταν και πολύ στα καλά της, σκεφτόμουν. Μπορεί να ήταν λίγο τρελή – πώς την έλεγε ο πατέρας μου; να, υστερική. Αυτό ήταν η πιο απλή εξήγηση απ’ όλες. Η θεία μου ήταν άρρωστη ψυχικά και ο καημένος ο θείος την παντρεύτηκε από λύπηση ή το ανακάλυψε λίγο μετά τον γάμο, κι αναγκαζόταν να τη βάζει στη θέση της όταν το πράγμα ξέφευγε, για να μην την αφήσει να κάνει καμιά τρέλα. Και να που έκανε, σε μια στιγμή που δεν κατάφερε να τη συγκρατήσει – πόσο τραγική φιγούρα ο θείος!