Απόσπασμα Δ’

Δεν γινόταν, σκεφτόμουν, να μην είχε πλήρη αντίληψη του ότι αυτό που της συνέβαινε δεν ήταν σωστό και παρόλ’ αυτά να μην αντιδρούσε καθόλου. Το αφελές μου μυαλό αδυνατούσε να πιστέψει ότι η θεία Άννα δεν είχε ίσο μερίδιο ευθύνης με τον θείο σε αυτή την αρρωστημένη πραγματικότητα.
Ακόμα και αν υποθέσουμε ότι είχε αντίληψη αλλά δεν αντιδρούσε επειδή, για παράδειγμα, δεν είχε αντιληφθεί την έμφυτη δύναμή της ν’ αλλάξει την κατάσταση, διερωτώμουν: δεν θα έμπαινε στη μέση κάποιος άλλος ενήλικας για να διευθετήσει το ζήτημα και να επαναφέρει την τάξη;
Ούτε καν ο αδερφός της, ο ίδιος μου ο πατέρας; Ο άνθρωπος που ξέρει τι είναι καλό για μένα ακόμα κι όταν εγώ αδυνατώ να το δω, δεν ήταν ικανός να δει – και να επιβάλει αφού χρειαζόταν – το καλό της μικρής αδερφής του;
Όταν έμαθα τα νέα για τη θεία είχα μόλις κλείσει τα είκοσι-τρία, είχα ήδη κάνει τις αιτήσεις μου για διδακτορικό στη συγκριτική Λογοτεχνία στα καλύτερα πανεπιστήμια της Ευρώπης κι ετοίμαζα βαλίτσες για καλοκαιρινές διακοπές πίσω στο νησί, μέχρι να ξεκινούσε το επόμενο κεφάλαιο της ζωής μου.
Μέχρι εκείνο το τηλεφώνημα, ζούσα τη ζωή που πίστευα ότι μου έμελλε. Που οργανικά στρωνόταν μπροστά μου. Κι ήμουν σίγουρη ότι όποια κατάληξη και να είχε, αφού ο πατέρας μου ήταν μέρος της εξίσωσης, θα ήταν για το καλό μου.
Η θεία Άννα, όμως, σαν άλλη καμικάζι, ανατίναξε μια και καλή τα θεμέλια της στρεβλής μου κοσμοθεωρίας.
Άλλαξα τα εισιτήρια και επέστρεψα στο νησί τρεις μέρες νωρίτερα, για να πάω στην κηδεία της. Κι ενώ έβλεπα τον άντρα της, τον πατέρα μου κι όλους τους συγγενείς να την πενθούν σαν να είχε πράγματι πεθάνει από καρδιά, εγώ δεν μπορούσα παρά να απορώ:
Τι σήμαινε για τη ζωή μου – αυτήν που έζησα κι αυτή που θα ζούσα – εάν η σοφία του πατέρα μου, εκείνη, που υποτίθεται πως πάντα μ’ έβγαζε στο σωστό δρόμο, δεν ήταν τίποτε άλλο από την υπέρτατη προσωποποίηση των κομφορμιστικών πιέσεων που επιστρατεύει η συλλογικότητα για να βεβαιωθεί ότι δεν θα της πάω κόντρα;