Για την Έλενα Φερράντε

Ανακάλυψα την Έλενα Φερράντε αρχικά μέσα που την Τετραλογία της Νάπολης της. Νομίζω το «Η Υπέροχη Φίλη μου», το πρώτον της σειράς, ήταν το πρώτον βιβλίον που εσημείωσα ως must-read στα μαθήματα δημιουργικής γραφής που έκαμνα το 2016. 

Αν τζ̆αι δύσκολο στην αρχήν, ήταν αρκετόν για να με μυήσει στο σύμπαν τζ̆αι τα υποσύμπαντα της συγγραφέα. 

Όσον παραπάνω εθκιέβαζα για τες περιπέτειες της Λένας τζ̆αι της Λίλας, τόσον παραπάνω με εσυνέπαιρνεν η γραφή της: 

  • πληθωρική -εν τσιγκουνεύκεται τη λεπτομέρεια θεωρώντας το οτιδήποτε αυτονόητο για τους αναγνώστες της-, 
  • ρεαλιστική -εν μέρει τζ̆αι λόγω της πληθωρικότητας της, αλλά τζ̆αι των καλά σμιλεμένων χαρακτήρων της, που σε κάμνουν να εικάζεις πως εν’ αυτοβιογραφική η γραφή της-
  • βαθιά αντιπροσωπευτική της γυναικείας ψυχοσύνθεσης, 
    • τζ̆αι εξαιρετικά αντιπροσωπευτική μιας κοινωνίας έντονα ταξικής, διχασμένης ανάμεσα στο «λαϊκό» τζ̆αι το «αστικό», το «καθωσπρέπει» τζ̆αι το «χωρκάτικο», τη «στασιμότητα» τζ̆αι την «πρόοδο», τη «διάλεκτο» τζ̆αι τη «γλώσσα».

Το τελευταίον ειδικά σημείον έκαμεν με να ταυτιστώ με την ηρωίδαν της τζ̆αι να αναπολήσω την δικήν μου παιδικήν ηλικίαν στην Λακατάμειαν τες δεκαετίες του ’80-’90-’00, όταν η πόλη ήταν ακόμα χωρκόν (που πολλές απόψεις), αλλά οι κάτοικοί της λόγω κόμπλεξ αποκαλούσαν την κωμόπολην, τζ̆αι ως σήμμερα έσ̆ει περιοχές τζ̆αι περιοχές: τον Αρχάγγελον, όπου έχτιζεν/χτίζει ο «καλός ο κόσμος» τζ̆αι την Ανθούπολην, που εμάζευκεν/μαζεύκει την φτωχολογιάν.

Το δε δίπολον μεταξύ γλώσσας τζ̆αι διαλέκτου, εν’ περιττόν να εξηγήσω πώς με έκαμεν να ταυτιστώ. Ας περιοριστώ στο ότι, για ορισμένους, μόνον τζ̆αι μόνον το ότι γράφω/γράφουμεν στα κυπριακά μπορεί να θεωρείται χωρκατιλλίκκιν ή – ακόμα σ̆ειρόττερα – επιτηδευμένον.

Τζ̆αι όσον με εσυνέπαιρνεν η γραφή της, τόσον άρκεφκα να μαθθαίννω παραπάνω πράματα για την συγγραφέαν. Έμαθα ότι (σχεδόν) κανένας εν ξέρει ποια/ος/οι ένει, ότι σπάνια διά συνεντεύξεις τζ̆αι ποττέ δια ζώσης, ότι μέχρι πρόσφατα είσ̆εν τζ̆αι στήλην στον Guardian εκφράζοντας διάφορες προοδευτικές απόψεις για πολλά θέματα της επικαιρότητας, εκτός που τη λογοτεχνία.

Άκουσα τζ̆αι εθκιέβασα διάφορες εκδοχές για την αλήθκειαν γύρω που την περσόναν της: ότι στην πραγματικότηταν έννεν έναν άτομον αλλά μια ομάδα ανθρώπων, αλλά τζ̆αι ότι εν’ η γυναίκα ενός συγγραφέα, που εν’ μεταφράστρια βιβλίων στο επάγγελμα. 

Ερούφησα την Τετραλογίαν της, έκαμα έναν μικρόν διάλειμμαν θκιεβάζοντας εντελώς άλλου ύφους βιβλία, νιώθωντας εντελώς διαφορετικά πράματα, όπως για παράδειγμαν με το «Νορβηγικό Δάσος» του Μουρακαμί, τζ̆αι εσυνέχισα θκιεβάζοντας το «Βάναυση Αγάπη» της.

Που τούτον το βιβλίον κρατώ την πρόταξην του: «Η μητέρα μου πνίγηκε τη νύχτα της 23ης Μαΐου, την ημέρα των γενεθλίων μου…». Κρατώ την όι μόνον επειδή εν’ τζ̆αι τα δικά μου γενέθλια στες 23 του ίδιου μήνα (αλλά ευτυχώς η μάμμα μου μια χαρά ένει), αλλά τζ̆ιόλας επειδή εν’ έναν καταπληκτικόν παράδειγμαν του πώς μπορεί μια συγγραφέας να σε μπάσει σε έναν σύμπαν με μόνον ελάχιστες λέξεις τζ̆αι να σε σ̆οκκάρει τζ̆ιόλας κάμνοντας το.

Ξεδιαλύνοντας το μυστήριον του θανάτου της μάμμας της, η ηρωίδα της Φερράντε ονόματι Ντέλια, που τώρα ζει στη Ρώμη, ξεναγεί μας σε μιαν δικήν της εκδοχήν της Νάπολης τζ̆αι των παιδικών της χρόνων, μέσα που το πρίσμαν της αποξένωσης που τους σημαντικούς μας «άλλους», που αναπόφευκτα έρκεται με την ενηλικίωση.

Τζ̆αι τούτον ερούφησα το, αν δεν κάμνω λάθος στη Γαλλίαν, χωμένη μέσα στην απεραντοσύνην τζ̆αι στην γαλήνην της καλοκαιρινής φύσης της Προβηγκίας.

Μετά εθκιέβασα το «Μέρες Εγκατάλειψης» της. 

Εν’ στην ουσία η ιστορία του πώς η ηρωίδα της Φερράντε, που ζει στο Τορίνο, ξαφνικά μεινίσκει μόνη της με τα θκυό της μωρά τζ̆αι έναν σ̆ύλλον, όταν την εγκαταλείπει ο άντρας της. Μέχρι να ξεπεράσει τον χωρισμόν, αναπολεί τα παιδικά της χρόνια στη Νάπολη, ξεθάφκωντας τα φαντάσματα του παρελθόντος τζ̆αι ερχόμενη αντιμέτωπη με τους δαίμονες της. Όπως το «Βάναυση Αγάπη», τζ̆αι τούτο εν’ μικρόν σε έκταση, με πολλά πιο εσωτερικευμένη γραφή, αλλά πάλε εξίσου ρεαλιστική τζ̆αι συναρπαστική για τους ίδιους λόγους που αναφέρω πιο πάνω.

Ύστερα άρκεψα να θκιεβάζω το «Η απατηλή ζωή των ενηλίκων». 

Πρόκειται για την ιστορίαν ενός κοριτσ̆ιού, που βιώννει τον χωρισμόν των γονιών της καθώς μεταμορφώννεται σε μιαν «άσχημη και επιθετική έφηβη». Η ηρωίδα, η Τζανίνα ή Τζοβάννα (αναλόγως της χρήσης της γλώσσας/διαλέκτου), περνά τα εφηβικά της χρόνια προσπαθώντας να ανακαλύψει τον εαυτόν της κινούμενη ανάμεσα σε θκυό διαφορετικές γειτονιές της Νάπολης: μιαν φτωχογειτονιάν, που την οποίαν κατάγεται ο παπάς της αλλά απαρνήθηκεν την για έναν καλλύττερον μέλλον, τζ̆αι την αστικήν γειτονιάν στην οποίαν εμεγάλωσεν. 

Στην κάθεμιάν δείχνει έναν πολλά διαφορετικόν πρόσωπον: σάννα προσπαθεί να ανασυντάξει τον εαυτόν την ως έναν όλον, μέσα στον παροξυσμόν τζ̆αι τα έντονα συναισθήματα μιας εφηβείας που σε κάμνει να μεν ξέρεις ποια πραγματικά είσαι, ποιοι εν’ στ’ αλήθκεια τούτοι που σε μεγαλώσαν (που κάποτε εθεωρούσες αυθεντίες αλλά τωρά απλώς χαζούς), τι σημαίνει το καθετί γύρω σου.

Ομολογώ ότι με εκούρασεν τζ̆αι έκαμεν με πολλές φορές να νιώσω άβολα. Τόσον άβολα, που το άφησα ατέλειωτον για αρκετόν καιρόν ώσπου να το ξαναπιάσω στα σ̆έρκα μου. Επειδή τόσον ρεαλιστική εν’ η φωνή της ηρωίδας, που αφηγείται την ιστορίαν, που με απώθησεν, όπως με απωθεί μια πραγματική έφηβη με την οποίαν νιώθω ότι εν μιλώ την ίδιαν γλώσσαν·  ή όπως με απωθεί η ίδια η ιδέα του εαυτού μου ως έφηβης: μιας ανήμπορης να σταθεί απέναντι στον κόσμον τζ̆αι να αρθρώσει λόγον (τζ̆αι το ίδιον της το είναι), φοβούμενη ότι τζείνον που έννα διαμορφωθεί έννα κριθεί τζαι απορριφθεί με τον πιο σκληρόν τζ̆αι μειωτικόν τρόπον.

Η ηρωίδα της Φερράντε το διατυπώννει πολλά εύγλωττα: «Αισθάνομαι άσχημη, παλιοχαρακτήρας, αλλά παρ’ όλ’ αυτά θα ήθελα να νιώσω πως αγαπιέμαι».

Ακόμα τζ̆αι τούτον, όμως, απλώς αποδεικνύει μου πόσον καλή συγγραφέας εν’ η (περσόνα) Έλενα Φερράντε. 

Άγνωστο's avatar

Συντάκτης: Χαρά Ζυμαρά

Γράφω τις ιστορίες μου, τις διαβάζω και τις ξαναδιαβάζω, τις αφήνω, τις ξεχνώ, γράφω άλλες, κι όταν μου στερέψει η έμπνευση πάω πίσω και τις ξαναδιαβάζω απ’ την αρχή. Μου θυμίζουν ποια ήμουν όταν τις έγραφα, τι έμαθα από αυτές και τι να βελτιώσω στις επόμενες, αλλά πάνω απ’ όλα τι να βελτιώσω στον εαυτό μου. Πολλές φορές με κρατούν δέσμιά τους μέχρι να μπορέσω να τις αφήσω πίσω μου ξανά για να εφεύρω άλλες, και μαζί, τον ίδιο μου τον εαυτό. Γράφω τις σκέψεις μου για να ελαφρύνω το μυαλό μου και να ανακτήσω τις ισορροπίες μου ξανά. Σαν μικρές ιστορίες, αλλά χωρίς την προσδοκία να είναι καλές. Συνεχίζω να γράφω τις μικρές, κακές μου ιστορίες, για να μπορώ να υπάρχω εν ειρήνη. Κι όσο γράφω σημαίνει ότι ακόμα την ψάχνω, και δεν είμαι καν σίγουρη πως θέλω να τη βρω.

Σχολιάστε