Λίγες σκέψεις για το αν αξίζει να διαβαστεί το βιβλίο της Βιόλα Αρντόνε (εκδ. Πατάκη)
Θα αγόραζα ποτέ ένα βιβλίο με τίτλο «Η ατίθαση καρδιά της Ολίβα Ντενάρο»; Η απάντηση είναι «όχι». Είμαι, όμως, ευγνώμων που το διάβασα, χάρη στη φίλη μου Αναστασία, που μου το έκανε δώρο για τα γενέθλιά μου.
Πέρασα από διάφορα στάδια διαβάζοντάς το. Η ενστικτώδης μου αντίδραση στον τίτλο και στην όψη του εξωφύλλου ήταν ότι πρόκειται για κάποιου τύπου άρλεκιν που δεν θα διάβαζα ποτέ (και να το παραδεχόμουν δημόσια). Η φίλη μου, όμως, που το είχε διαβάσει, με προειδοποίησε να μην το κρίνω ως τέτοιο. Εξάλλου, εδώ που τα λέμε, χίλιες φορές ένα καλογραμμένο άρλεκιν παρά ένα κακογραμμένο, σοβαροφανές μυθιστόρημα, έτσι δεν είναι;
Από τις πρώτες σελίδες δεν μπορούσα παρά να σκεφτώ ότι η γραφή της Ιταλίδας συγγραφέως μοιάζει με μια πρώιμη έκφανση εκείνης της Έλενα Φερράντε. Πιο απλοϊκή, πιο στρογγυλεμένη, πιο αφελής, ακόμα. Διάβασα το πρώτο μισό του βιβλίου κρίνοντας τη συγγραφέα για την προσπάθειά της να μιμηθεί κάτι. Λάθος μου, θα μου πείτε, και θα ‘χετε δίκιο. Θα ‘πρεπε να γνώριζα καλύτερα, σαν συγγραφέας που θέλω κι εγώ να κρίνομαι σαν αυτόφωτη οντότητα, με τις επιρροές και τις γνήσιες ιδέες μου.
Επιπλέον, σαν αναγνώστρια, στο τελευταίο κεφάλαιο με ξένισε η απότομη αλλαγή στην αφηγηματική σκοπιά. Ενώ όλη η αφήγηση είναι σε πρώτο πρόσωπο και γίνεται από την πρωταγωνίστρια, σε εκείνο το κεφάλαιο εναλλάσσεται μεταξύ των αφηγήσεων της πρωταγωνίστριας και του πατέρα της, σε μια προσπάθεια -εικάζω – κάλυψης των εξελίξεων είκοσι χρόνων μέσα σε λίγες σελίδες.
Όταν κατάφερα να ξεπεράσω τα κολλήματά μου και να βυθιστώ στο σύμπαν της Αρντόνε, κάπου γύρω στο εικοστό κεφάλαιο (είναι μικρά), άρχισα να σχηματίζω μια κάπως πιο ουδέτερη γνώμη για το βιβλίο και να εκτιμώ την ιστορία γι’ αυτό που είναι: άλλη μια ιστορία που αξίζει να διαβαστεί, χωρίς προκατάληψη και πάθος.
Η Αρντόνε, μέσα από τη σκοπιά της ηρωίδας της, της έφηβης Ολίβας Ντενάρο, που πέφτει θύμα βιασμού από έναν φιλόδοξο γαμπρό, τον οποίο έχει απορρίψει, καταφέρνει με έναν μοναδικό τρόπο να θίξει τη θέση και την ψυχοσύνθεση της γυναίκας στον Ιταλικό νότο του ‘60, αλλά και τη σχέση μάνας-κόρης, πατέρα-κόρης, κόρης-συνομηλίκων και κοινωνίας.
Βασισμένη σε πραγματικά γεγονότα, η ιστορία φέρνει στο προσκήνιο την αδικία ενός νομοθετικού πλαισίου της εποχής, που ήθελε αθώο όποιον άντρα «έπαιρνε» με το ζόρι μια γυναίκα (συχνά κοριτσάκι) βιάζοντάς την, με την προϋπόθεση ότι ύστερα θα την παντρευόταν.
Εκτίμησα χωρίς εμπάθεια πια την πειστικότητα της εφηβικής φωνής της ηρωίδας της, που καταλήγει να αλλάζει άποψη για τον κόσμο ένα μικρό και εμπειρικό συμπέρασμα τη φορά. Που έχει αποστηθίσει τους κανόνες της μητέρας της και τους αντιπαραβάλλει σε σχέση με αυτά που της αρέσουν ή δεν της αρέσουν, χωρίς ωστόσο να τους σπάζει, εσωτερικεύοντας από πολύ νωρίς μια μοιραία αντίληψη για τον ρόλο και τον προορισμό της γυναίκας στην κοινωνία.
Σε αυτό το πλαίσιο, η ηρωίδα που σμίλεψε η Αρντόνε, δεν έμαθε να ξέρει τι θέλει. Δεν διανοήθηκε ποτέ ότι θα μπορούσε να έχει άποψη, ακόμα και για το γλυκό που θα φάει, πόσο μάλλον για τον άντρα που θα της «δώσει μια θέση στην κοινωνία» ή για την ίδια τη θέση στην κοινωνία που η ίδια θα προόριζε για τον εαυτό της.
Αλλά ακόμα και ο τρόπος με τον οποίο εμβαθύνει στην ψυχοσύνθεση του θύτη είναι πειστικός. Τον σκιαγραφεί ως κάποιον που «κι αυτός έχει χάσει, είναι κι αυτός θύμα – της άγνοιας, μιας απαρχαιωμένης νοοτροπίας, ενός ανδρισμού τον οποίο πρέπει ν’ αποδείξει σε όλους με κάθε τρόπο και με κάθε τίμημα…». Ως κάποιον που δεν έχει διανοηθεί «την πιθανότητα να πρέπει να δεχτεί την απόρριψη».
«Η κοπέλα είναι μια στάμνα, όποιος τη σπάει την παίρνει, έτσι λέει η μάνα μου.», γράφει η Αρντόνε.
Ακόμα κι όταν έχει πληρώσει ακριβά το «όχι» της στον άντρα που τη βίασε με σκοπό να την κάνει γυναίκα του με το ζόρι, η ηρωίδα της παραδέχεται ότι θα έκανε τα πάντα για να μη διαφέρει σε τίποτα από τις συμμαθήτριές της. Από τις γυναίκες που παρέμειναν ατόφιες στάμνες και παντρεύτηκαν εκείνον που τις διάλεξε, ακολουθώντας τον δρόμο που εκείνος όρισε για του λόγου τους. Η ηρωίδα της εκφράζεται μέσα από μια αντι-ηρωική ειλικρίνεια, που την καθιστά πέρα για πέρα αληθοφανή.
Γιατί ποιος έφηβος ανεξαρτήτως της εποχής στην οποία του έλαχε να μεγαλώνει δεν επιθυμεί διακαώς απλώς να «ανήκει»;
Bonus info: Αν και δεν είναι αυτός λόγος να το διαβάσετε, σε περίπτωση που δεν σας έχουν πείσει οι πιο πάνω, όπως εντόπισε το αετίσιο μάτι της φίλης μου Αναστασίας, το όνομα της ηρωίδας, Ολίβα Ντενάρο, είναι αναγραμματισμός του ονόματος της συγγραφέως: Βιόλα Αρντόνε.