Στο εδώλιο της κατηγορουμένης

Μια απόπειρα συγγραφής άρλεκιν

Η αίθουσα του Δικαστηρίου γέμιζε σιγά-σιγά, καθώς ξεκινούσε άλλη μια μέρα εκδίκασης υποθέσεων οικογενειακού δικαίου. Για να καταλήξει στις σωστές αποφάσεις, ο δικαστής Διονύσης Παπαευαγόρου, γνωστός για την τελειομανία του, είχε ξενυχτίσει τις προηγούμενες ημέρες μελετώντας κάθε σχετική λεπτομέρεια, κατάθεση, στοιχείο. 

Οι τέσσερις ανεμιστήρες στις γωνιές της αίθουσας κι ένας πέμπτος ακριβώς μπροστά από το δικαστικό έδρανο, ίσα που κατάφερναν να απαλύνουν κάπως την αφόρητη λευκωσιάτικη ζέστη του Ιουλίου. Σε λίγο, ο χώρος θα μύριζε απ΄ άκρη σ’ άκρη ιδρώτα και ανθρώπινο δράμα. 

«Πώς πάμεν κύριε Παπαευαγόρου μου;» φώναξε ο Κόκος ο messenger καθώς άφηνε μια στοίβα φάκελους πάνω στο έδρανο του δικαστή. «Έσ̆εις τίποτε να πάρω κύριε δικαστή μου σήμερα;» ρώτησε κι έβαλε την τσίχλα του στην άκρη.

«Κύριε δικαστά», του αποκρίθηκε εκείνος χωρίς να σηκώσει το βλέμμα από τους κίτρινους φακέλους της κάθε υπόθεσης, που τοποθετούσε με αδιάλειπτη προσοχή σε τρεις απολύτως ευθυγραμμισμένες στοίβες στο κέντρο του εδράνου. 

«Εν σου άκουσα;» ρώτησε ξανά ο Κόκος.

«Λέω», συνέχισε ο δικαστής Παπαευαγόρου, «όταν απευθύνεστε σε έναν δικαστή, ο σωστός τρόπος απεύθυνσης είναι ‘κύριε Δικαστά’».

«Εγιώ ίντα ‘μπου είπα;» απόρησε ο Κόκος κι έξυσε την αραιή του μελαχρινή κόμη. 

Ο Παπαευαγόρου τον αγνόησε. «Δεν έχω τίποτε για ‘σας σήμερα κύριε Κόκο, μπορείτε να πηγαίνετε», είπε κι ανέμισε την παλάμη του συνεχίζοντας να μην τον κοιτά. «Δεσποινίς Ερμιόνη;»

Η Ερμιόνη Γεωργίου καθόταν στο μικρό τετράγωνο γραφείο της, στο πλάι του δικαστικού εδράνου. Τα μάτια της δεν έχαναν τον δικαστή ούτε στιγμή από το οπτικό τους πεδίο και τ’ αυτιά της, ως συνήθως, ήταν τεντωμένα·  ένα προσόν που αποδείχθηκε απαραίτητο για την αποτελεσματικότητά της ως στενογράφου.

«Μάλιστα κύριε Δικαστά;» απάντησε ευθύς αμέσως καθώς καθάριζε με σπίρτο τα πλήκτρα του στενογράφου της, όπως έκανε κάθε πρωί στα τριάντα-τέσσερα χρόνια υπηρεσίας της. Τα ορθογώνια γυαλιά της κρέμονταν σχεδόν από τη μύτη της και δάγκωνε με μανία τα χείλη, όση ώρα έτριβε τη μηχανή. 

«Δεν ξέρω πού είναι το μυαλό σας, αλλά σήμερα δεν θέλω να σας ξεφύγει ούτε σημείο στίξης. Διαφορετικά αυτή η δίκη θα συνεχιστεί στο γραφείο μου και θα είστε εσείς η κατηγορουμένη.»

Χριστούλη μου, σκέφτηκε η Ερμιόνη κι έμεινε να τον κοιτάζει. Αυτό το παιχνίδι γίνεται ολοένα και πιο επικίνδυνο. Ένιωσε τους πόρους του δέρματός της να διαστέλλονται. 

«Θα εκτεθούμε.» Τα χείλη της σχημάτισαν τις δυο λέξεις χωρίς να ακούγεται ήχος, ενώ κοίταξε βιαστικά τριγύρω για να δει αν τυχόν είχε υποψιαστεί κανείς το παραμικρό. 

Μέλλοντες πρώην σύζυγοι που αλληλοκοιτάζονταν με μίσος ή με την απελπισία που γεννά η μονομερής συζυγική αφοσίωση, παιδιά που κρέμονταν από τα φουστάνια των μανάδων τους χωρίς να δείχνουν να κατανοούν ότι σήμερα κρίνεται το μέλλον της ανατροφής τους, κουστουμαρισμένοι δικηγόροι να παλεύουν με τη χαρτούρα τους, βεντάλιες ν’ ανεμίζουν εδώ κι εκεί κι όλων τα μέτωπα ιδρωμένα. Τίποτε το διαφορετικό απ’ ό,τι συνήθως.

Ο δικαστής Παπαευαγόρου, όμως, είχε ήδη στρέψει την προσοχή του αλλού.

«Κυρία Φωτούλα, σας είπα πάμπολλες φορές ότι δεν θέλω να εξυπηρετείτε κόσμο στη δικαστική αίθουσα. Ο χώρος αυτός είναι ιερός.» 

Τα είχε βάλει με την υπεύθυνη της καντίνας, που είχε εισβάλει, ως συνήθως, στην αίθουσα του δικαστηρίου σαν μητέρα που αγωνιά μη μείνουν τα παιδιά της νηστικά από το διάβασμα. 

«Κύριοι», φώναξε αυστηρά στα άτομα που ήταν συνωστισμένα στους πάγκους της αίθουσας και σηκώθηκαν όρθια για να παραλάβουν τα τρία ζεστά σάντουιτς ρόστο – χαλλούμι που κουβαλούσε μέσα στον μεταλλικό της δίσκο η κυρία Φωτούλα. «Επαναλαμβάνω ότι η αίθουσα του δικαστηρίου δεν είναι καφετέρια». 

Χτύπησε δυνατά το σφυρί του, κοιτάζοντας στιγμιαία την Ερμιόνη. Κάθε φορά που χτυπούσε το σφυρί του, ανεξαρτήτως λόγου και αιτίας, εκείνην κοίταζε. Ακούγοντας τον χτύπο από το βαρύ, ξύλινο σφυρί, τα λεπτά δάκτυλα της Ερμιόνης πάγωσαν πάνω στα πλήκτρα του στενογράφου της και η καρδιά της άρχισε να χτυπάει πιο γρήγορα.

Ένας σαματάς απλώθηκε ανάμεσα στους παρευρισκομένους, κι ένα βρέφος άρχισε να κλαίει γοερά. 

«Σιωπή στην αίθουσα! Κυρία Φωτούλα σας προειδοποιώ», φώναξε ο Παπαευαγόρου και ξανακτύπησε το σφυρί. 

Η φωνή του ακούστηκε στην Ερμιόνη ίδια ακριβώς μ’ εκείνο το απόγευμα. Εκείνο το ανατρεπτικό απόγευμα, όταν ξεκίνησαν όλα.  

Άλλη μια δύσκολη μέρα με απανωτές δίκες είχε ολοκληρωθεί και ο δικαστής Παπαευαγόρου την είχε καλέσει στο γραφείο του προτού αποχωρήσει για το σπίτι. Εκείνος έφευγε πάντα τελευταίος, κι εκείνη έμενε να τον περιμένει, με την πρόφαση μήπως χρειαζόταν κάποια διευκρίνηση με τα πρακτικά, που συνήθιζε να διαβάζει απομονωμένος στο γραφείο του, στο τέλος κάθε δικαστικού μαραθωνίου. 

«Δεσποινίς Ερμιόνη, περάστε», της είχε πει κι έκλεισε την πόρτα πίσω της. Ήταν ντυμένος ακριβώς όπως κάθε μέρα, με το κοτλέ καφέ παντελόνι του, τη μαύρη ζώνη και το λευκό, κολλαριστό του κοντομάνικο πουκάμισο. 

«Τα πρακτικά σήμερα ήταν άμεμπτα, σας συγχαίρω.» Το πρόσωπό του, όπως πάντα, σοβαρό και αυστηρό.

Ένα πλατύ χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη της Ερμιόνης. Ήταν η πρώτη φορά που τον άκουγε να επιβραβεύει τη δουλειά της, κι ένας Θεός ξέρει πόσο σκληρά προσπαθούσε να τον εντυπωσιάσει, από τότε που άρχισαν να εργάζονται μαζί. «Δεν υπάρχει τίποτε πιο ερωτικό από έναν άντρα που εκπέμπει σεβασμό», είχε εκμυστηρευτεί στις γάτες της τη μέρα που τον γνώρισε.

«Σας… σας ευχαριστώ πολύ, κύριε Δικαστά», είπε και άρχισε να παίζει στα δάκτυλά της την άκρη της αλογοουράς που έπεφτε στον ώμο της.

Της έριξε ένα εξεταστικό βλέμμα από πάνω μέχρι κάτω, κι ύστερα πήρε το σφυρί στο δεξί του χέρι κι άρχισε να το χτυπά ρυθμικά στην αριστερή του παλάμη. 

«Εκτός από ένα μόνο σημείο», είπε αργά. 

Η Ερμιόνη σάστισε. Σβήστηκε το χαμόγελο από τα χείλη της και κατέβασε απότομα τα χέρια. Έσμιξε τα δάκτυλα μπροστά από τη φούστα της και χαμήλωσε το βλέμμα. 

«Ό,τι και να είναι… δηλώνω ένοχη, κύριε Δικαστά», τόλμησε να μουρμουρίσει.

«Σιωπή», είπε εκείνος το ίδιο ήρεμα και χτύπησε παιχνιδιάρικα το σφυρί στο γραφείο του. «Σιωπή… κατηγορουμένη.»

Η τρίχα της σηκώθηκε κάγκελο. Είχε ονειρευτεί από την πρώτη μέρα γνωριμίας τους αυτή τη στιγμή. Κανένας άντρας που βρέθηκε στο διάβα της δεν είχε ποτέ τέτοιο αντίκτυπο πάνω της. Εκείνη η συνεχής ένταση ανάμεσά τους, τελικά, ήταν πράγματι ερωτική, σκέφτηκε με ικανοποίηση και σφίχτηκε το στομάχι της.

«Πρέπει να επιβάλετε τον νόμο καθώς αρμόζει, κύριε Δικαστά», αποκρίθηκε δειλά εκείνη ξανά, καθώς τον παρακολουθούσε να έρχεται προς το μέρος της. Δεν υπήρχε λόγος να προσποιείται πια. Αυτή η συναναστροφή οδηγούσε σε μονόδρομο.

«Σεβασμός!», φώναξε τώρα ο Παπαευαγόρου και ξαναχτύπησε το σφυρί, αυτή τη φορά λίγα εκατοστά από το σώμα της, στην άκρη του γραφείου του. 

«Δεν θα ειπείς εσύ στον Δικαστή πώς να δικάσει σωστά το έγκλημαν», συνέχισε κι άρχισε να χαλαρώνει τη γραβάτα του. Στεκόταν τώρα τόσο κοντά της, που η μυρωδιά του, ένα μίγμα λεβάντας, ναφθαλίνης και ιδρώτα, γινόταν ένα με τον αέρα που γέμιζε με φόρα τους πνεύμονές της.

«Γιατί περί εγκλήματος πρόκειται» της ψιθύρισε στ’ αυτί. Τα χέρια του ψηλάφησαν το μαλλί της από το σβέρκο μέχρι τον κότσο που το κρατούσε δεμένο. 

«Το δικαστήριο σας κρίνει ένοχη δια το έγκλημαν της αποπλανήσεως νυμφευμένου ανδρός», πρόσθεσε μέσα απ΄ τα δόντια, και της έλυσε με μια κίνηση την αλογοουρά.

Το τελευταίο που θυμάται πριν τους τυλίξει η δίνη του πάθους ήταν ένας πρωτόγονος λυγμός, που βγήκε από τα ανοιγμένα της χείλη καθώς αναζητούσαν τα δικά του.

Άγνωστο's avatar

Συντάκτης: Χαρά Ζυμαρά

Γράφω τις ιστορίες μου, τις διαβάζω και τις ξαναδιαβάζω, τις αφήνω, τις ξεχνώ, γράφω άλλες, κι όταν μου στερέψει η έμπνευση πάω πίσω και τις ξαναδιαβάζω απ’ την αρχή. Μου θυμίζουν ποια ήμουν όταν τις έγραφα, τι έμαθα από αυτές και τι να βελτιώσω στις επόμενες, αλλά πάνω απ’ όλα τι να βελτιώσω στον εαυτό μου. Πολλές φορές με κρατούν δέσμιά τους μέχρι να μπορέσω να τις αφήσω πίσω μου ξανά για να εφεύρω άλλες, και μαζί, τον ίδιο μου τον εαυτό. Γράφω τις σκέψεις μου για να ελαφρύνω το μυαλό μου και να ανακτήσω τις ισορροπίες μου ξανά. Σαν μικρές ιστορίες, αλλά χωρίς την προσδοκία να είναι καλές. Συνεχίζω να γράφω τις μικρές, κακές μου ιστορίες, για να μπορώ να υπάρχω εν ειρήνη. Κι όσο γράφω σημαίνει ότι ακόμα την ψάχνω, και δεν είμαι καν σίγουρη πως θέλω να τη βρω.

Σχολιάστε