Εν’ το γέλιον που μας μεινίσκει

Κάτι μέρες σαν τούτες πριν εφτά χρόνια αρρώστησεν ο παππούς ο Χαμπής. 

Αρρώστησεν την ίδιαν μέραν που εγώ τζ̆αι η Νίκη, η αρφή μου, εθάφκαμεν με τα σ̆έρκα μας τον Μπένυ στην αυλή του πατρικού μας, στη Λακατάμεια. Μετά που τον επήραμε στον κτηνίατρο για ευθανασία, να γλιτώσει που τον πόνον του καρκίνου. 

Έκαμνεν καταιγίδες τζ̆αι εθάφκαμεν τον μες τες λάσπες, τυλιμένον με τους ττόρους μας. Εν θα ξιάσω τα μματούθκια του, την ώραν που τον εξαπλώνναμεν στο κρύον σ̆ιόνιν χειρουργικόν τραπέζιν, τζ̆αι μετά: γεμάτα φως τζ̆αι πρόθεση – «σώσε με» – τζ̆αι μετά κενό. Η ψυσ̆ή τούτου του πλάσματος πόσα γρμμάρια να ζυγίζει, άραγε;

Τζ̆ι ύστερα, την ίδιαν μέραν, να βουρούμεν στην Εντατική για τον παππού. Μαυρίλα έξω, μαυρίλα στο σπίτι, μαυρίλα παντού. Να μεν μπορείς να της ξεφύγεις. Ούλλη η οικογένεια μαζεμένη έξω που τον θάλαμον τζ̆αι η γιαγιά η Ελπινίκη να κλαίει. Ήξερεν πολλά καλά πόσον εμισούσεν τα νοσοκομεία ο παππούς. Τι της λαλείς; Εν της λαλείς τίποτε. Ξέρει τζ̆αι ξέρεις τζ̆ι εσύ πολλά καλά τι έπεται.  

Για κάποιες μέρες, ο παππούς ο Χαμπής, ο συνονόματος, ήταν σε καταστολή τζ̆αι εψυχομαχούσε. Ίντα λέξη τζ̆αι τούτη: όταν παύεις, φαντάζουμαι, να είσαι σε θέση να παλέψεις με το σώμα σου τζ̆αι παλεύκεις, πκιον, μόνον με την ψυσ̆ήν σου. Ό,τι σου έσ̆ει απομείνει.

Αρρώστησεν λλίες μέρες μετά που είδα το όνειρον: το σπίτιν του ήταν φωτεινό, λαμπίκκον, ανοιχτόν που άκρην σ’ άκρην – σε αντίθεση απ’ ό,τι συνήθως – τζ̆αι ο παππούς να λείπει. Όταν με επιάσαν να μου ανακοινώσουν ότι «έφυεν», ήμουν Αθήναν. Τζ̆ι ήμουν εγώ τζ̆είνη που έπρεπε να το πω της μάμμας μου, της κόρης του.

Ευτυχώς εταξίδευκα πίσω την μέραν της κηδείας του τζ̆αι επήα απευθείας που το αεροδρόμιον πρώτα στην εκκλησίαν, ύστερα στο κοιμητήριον τζ̆αι μετά σπίτιν του. Τζ̆ι όταν έφτασα τζ̆ειαμαί, κύριε μου, ήταν ακριβώς όπως στο όνειρον. Με την διαφοράν ότι ήμασταν ούλλον το σόιν μαζεμένον ξανά μετά που χρόνια – δεκαετίες ίσως – εξαιτίας του. Όπως τότε, κάθε Σάββατον νύχταν, με τον κουγκάν, τον Ηρακλήν τζ̆αι την Ζήναν, τα χάχχανα τζ̆αι την αφκολέμονην της γιαγιάς μας. 

Η τελευταία ατάκα του που θυμούμαι ήταν «γέλα, Ερπινίκη μου, τζ̆ι εν’ το γέλιον π’ όν’ να μας μείνει σ’ τούν’ την ζωήν».  

Άγνωστο's avatar

Συντάκτης: Χαρά Ζυμαρά

Γράφω τις ιστορίες μου, τις διαβάζω και τις ξαναδιαβάζω, τις αφήνω, τις ξεχνώ, γράφω άλλες, κι όταν μου στερέψει η έμπνευση πάω πίσω και τις ξαναδιαβάζω απ’ την αρχή. Μου θυμίζουν ποια ήμουν όταν τις έγραφα, τι έμαθα από αυτές και τι να βελτιώσω στις επόμενες, αλλά πάνω απ’ όλα τι να βελτιώσω στον εαυτό μου. Πολλές φορές με κρατούν δέσμιά τους μέχρι να μπορέσω να τις αφήσω πίσω μου ξανά για να εφεύρω άλλες, και μαζί, τον ίδιο μου τον εαυτό. Γράφω τις σκέψεις μου για να ελαφρύνω το μυαλό μου και να ανακτήσω τις ισορροπίες μου ξανά. Σαν μικρές ιστορίες, αλλά χωρίς την προσδοκία να είναι καλές. Συνεχίζω να γράφω τις μικρές, κακές μου ιστορίες, για να μπορώ να υπάρχω εν ειρήνη. Κι όσο γράφω σημαίνει ότι ακόμα την ψάχνω, και δεν είμαι καν σίγουρη πως θέλω να τη βρω.

Σχολιάστε