Έρωτας στο περίπου, γίνεται;

Πάντοτε πίστευα ότι στη ζωή μου θα ζούσα 2-3 μεγάλους έρωτες. Ότι θα έρχονταν ξαφνικά, απροσδόκητα και θα αναστάτωναν τη ζωή μου ο καθένας με έναν διαφορετικά όμορφο, αλλά εξίσου ολοκληρωτικό τρόπο.

Πίστευα ότι σίγουρα ο ένας τουλάχιστον θα με πλήγωνε πολύ βαθιά και θα είχε τραγικό τέλος. Ότι θα τα έφερνε έτσι η ζωή που δεν θα μπορούσαμε να είμαστε μαζί γιατί θα υπήρχαν ανυπέρβλητα εμπόδια. Κι έτσι θα έφευγε από τη ζωή μου με πόνο. Αλλά με εκείνον τον γλυκό πόνο που σε κάνει να πιστεύεις στα παραμύθια και να ελπίζεις ότι οι έρωτες «δεν πεθαίνουν μα κοιμούνται» και «τρυπώνουν στα προσεχώς του σινεμά».

Κι ύστερα, όταν θα κατάφερνα σιγά-σιγά να ξεπεράσω τον πόνο, θα ερχόταν ένας άλλος, μεγάλος έρωτας. Σίγουρα θα έπρεπε να είναι μεγάλος, γιατί πώς αλλιώς να ξεπεράσει τον προηγούμενο; Πίστευα ότι κι αυτός, ο δεύτερος μεγάλος έρωτας, θα μου έπαιρνε τα μυαλά. Θα τον ζούσα στο έπακρο και θα έκανα τρελά πράγματα γι’ αυτόν. Όπως κι εκείνος για ‘μένα. Αυτός ο έρωτας θα ήταν από αυτούς που δεν θέλουν να ξέρουν τι τους ξημερώνει. Γιατί γνωρίζουν την ματαιότητα του «για πάντα» και έχουν μάθει πια ότι τίποτα δεν μένει σταθερό, ότι τα πάντα αλλάζουν. Και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο τα δίνουν όλα άφοβα, πιο δυνατά και πιο παθιασμένα από κάθε άλλη φορά. Κι ύστερα θα έφευγε κι αυτός. Ίσως γιατί θα αλλάζαμε κι οι δυο και αυτή η ερωτική μυσταγωγία θα χανόταν μαζί με τους παλιούς μας εαυτούς.

Και θα μάθαινα επιτέλους να ζω μόνη.

Θα γινόμουν πιο κυνική, πιο ρεαλίστρια. «Τι πάει να πει έρωτας, δηλαδή; Τι την θέλω αυτή την κατάσταση εμμονής, ανασφάλειας, έντασης;», θα σκεφτόμουν. Δεν θα πίστευα στη μαγεία του πια. Ούτε «για πάντα», ούτε «σήμερα σαν να μην υπάρχει αύριο». Αλλά θα περίμενα. Θα περίμενα βαθιά μέσα μου αυτόν που θα με έκανε να πιστέψω ξανά.

Και όταν θα ερχόταν, με τρόπο εξίσου απρόσμενο και απογειωτικό, θα τα έκανα όλα. Δεν θα κρατούσα καμία πισινή, δεν θα σκεφτόμουνα τίποτα δυο φορές. Θα τα έκανα και θα τα έδινα όλα. Με αυτόν που θα κατάφερνε να με κάνει να ξανα-πιστέψω στο παραμύθι που λέγεται «έρωτας». Και με αυτόν θα ανακάλυπτα ξανά τη ζωή. Και ξανά, και ξανά, μέχρι που θα μου τελείωνε.

Αυτά σκεφτόμουνα πάντα. Γι’ αυτό, κάθε φορά που ο κάθε υποψήφιος μεγάλος έρωτας που έρχεται στη ζωή μου αποδεικνύεται πολύ μικρός για τα δεδομένα, σταματάω όλο και περισσότερο να πιστεύω στο παραμύθι. Και είναι πολύ πικρό να συνειδητοποιείς ότι αυτός που πέρναγες για έρωτα δεν είναι παρά άλλος ένας περαστικός στο δρόμο σου. Γιατί είναι πιο ουσιώδες να ερωτεύεσαι ολοκληρωτικά και να πληγώνεσαι, παρά να ζεις στο περίπου έρωτες και πάθη.

Γιατί, άμα στον έρωτα βάζεις όρια, φρένα και όρους, αναιρείς τη σημασία του αισθήματος. Σημαίνει δεν είναι έρωτας αυτό που αισθάνεσαι, φίλε. Γι΄ αυτό, μην παιδεύεις και σταμάτα επιτέλους να παιδεύεσαι κι εσύ με τα «περίπου» αισθήματά σου. Άμα δεν το θέλεις αρκετά για να το ζήσεις πλήρως, δεν το θέλεις καθόλου. Έρωτας στο περίπου δεν γίνεται, γίνεται;

Στο δρόμο για το μπαρ

Εκείνη την ημέρα σχόλασε στην ώρα της και θα συναντούσε της φίλες της στο στέκι τους στην εντός των τειχών πόλη. Για πρώτη φορά αποφάσισε ότι δεν θα έμενε στο γραφείο μέχρι τις οκτώ που θα τους συναντούσε αλλά θα τολμούσε να πάει για μια μπύρα μόνη της στο μπαρ μέχρι να φανούν. Την άγχωνε το ενδεχόμενο να είναι μόνη της αλλά τώρα ήταν η ώρα να το ξεπεράσει. 

«Και πού θα βάζω τα χέρια μου; Θα κρατώ το ποτήρι. Κι αν με ρωτήσουν τι κάνω εκεί μόνη μου τι θα πω; Κανείς δε θα ασχολείται μαζί μου. Το άρθρο που διάβαζα το πρωί έλεγε να μη μιλάω με απέχθεια στον εαυτό μου. Σχιζοφρενής είμαι; Κανείς δε μιλάει στον εαυτό του. Γιατί δε μπορώ να είμαι φυσιολογικός άνθρωπος όπως τους άλλους; Να ανανεώσω το κραγιόν μου πριν κατέβω απ’ τ’ αμάξι. Βρήκα εύκολα πάρκινγκ για Παρασκευή απόγευμα, ευτυχώς. Ωραία χείλη έχω αλλά πώς είναι έτσι το δέρμα μου; Σα να φιλοξενεί μυρμηγκοφωλιά είναι. Μήπως να έκανα εκείνη τη θεραπεία λέιζερ που έκανε εκείνη η γνωστή μου; Μπα, εγώ έτσι είμαι και σ’ όποιον αρέσω. Ναι καλά. Και τα μάτια μου βέβαια, ωραία είναι, το ‘χω με τις εκφράσεις. Αυτό θα δείχνω τώρα που θα πάω. Ότι είμαι επικοινωνιακή. Μην τρομάξω κανέναν που θα θέλει να μου μιλήσει. Ναι καλά μη θέλει να μου μιλήσει κανείς. I allow myself to be me. I allow myself to be me. I allow… Πάλι μιλάς στον εαυτό σου μωρέ βαρεμένη; Κλείδωσα καλά την πόρτα; Πάντως όπως περπατώ εμπνέω έναν αέρα αυτοπεποίθησης. Δε νομίζω να φαίνεται ότι σκέφτομαι περισσότερο από το κανονικό. Σκέφτομαι περισσότερο από το κανονικό; Να θυμηθώ να το ψάξω online. Μου πάνε αυτά τα παπούτσια, καλά έκανα και τα πήρα. Και το φόρεμα αυτό ωραίο είναι, αν και παλιό. Λες να μοιάζει παλιομοδίτικο; Το κόσμημα στο λαιμό πάντως καινούριο είναι. Ελπίζω να αντισταθμίζει το γεγονός. Καλά ντε, για μια μπύρα θα πάω, δεν θα κάνω επίδειξη κιόλας. Και τι περιμένω δηλαδή, να μου την πέσει κάποιος για να καταλάβω αν είμαι ωραία ή όχι; Από μέσα μας πηγάζει η ευτυχία. Από μέσα μας λέμε. Και που είμαι μόνη μου δηλαδή σημαίνει ότι δεν είμαι πλήρης; Νταξει μπορεί τώρα να μην αισθάνομαι έτσι αλλά είναι θέμα καλλιέργειας δεν είναι; Θα το καταφέρω κι αυτό πού θα μου πάει. Αχ τι όμορφη πόρτα σ΄ αυτό το αρχοντικό. Κάθε φορά που περνάω μου κάνει κάτι. Τι να κρύβει άραγε από πίσω; Κοίτα μπροστά σου, θα πέσεις κάτω όπως πας έτσι ανέμελη και θα γίνεις ρεζίλι. Κούνα και λίγο το γοφό, γυναίκα είσαι. Όχι τόσο. Ετοιμάσου, ανοίγεις την πόρτα, έφτασες».

Σκάσε και βούτα επιτέλους!

12 Ιουλίου 2016, Ελλάδα, Θάσος, παραλία «ο Παράδεισος»Το κύμα σκάει ελαφρά στη λευκή άμμο, τα πεύκα αναδύονται μέσα από τα τιρκουάζ, κρυστάλλινα νερά και τα mojitos ρέουν άφθονα πίσω από το ξύλινο, άσπρο μπαρ που δένει αρμονικά με το σχεδόν μεταφυσικό τοπίο.

Ο dj– απαραίτητο στοιχείο κάθε χιπστερικής παραλίας που σέβεται τον χαρακτήρα της- δένει με έναν μαγικό τρόπο ήχους, ελληνικούς και ξένους, pop και soft rock, έθνικ και «έντεχνους», σμίγοντάς τους περίτεχνα κάτω από έναν κοινό παρονομαστή: έναν ηλεκτρονικό, ανάλαφρο ρυθμό. «Πολύ ρετρό κατάσταση», σκέφτομαι καθώς παλεύω με την άμμο για να φτάσω στην ξαπλώστρα και να επιδοθώ σε άλλη μια μέρα ατέλειωτης χαλάρωσης.

Πριν προλάβω να προσεγγίσω τον προορισμό μου, ο dj το γυρίζει στα έθνικ, Ιμάμ μπαιλντί και τα συναφή. Αναφωνώ με χαρά μικρού παιδιού ότι θα ταίριαζε πολύ να έπαιζε και το ρεμίξ του «Θα σπάσω κούπες». Του γνωστού χιτ με το οποίο έχω πάθει εμμονή αυτό το καλοκαίρι. Τόσο πολύ ταίριαζε, που μια αόρατη δύναμη με έσπρωχνε να πάω να του το εισηγηθώ.

«Αλλά αν με παρεξηγήσει;» κοντοστάθηκα. «Είναι και λίγο ευαίσθητοι με τη μουσική τους αυτοί οι τύποι», είπα μετανιωμένα στη φίλη μου, που είχε μέχρι εκείνη τη στιγμή συμπαρασυρθεί από τον ενθουσιασμό μου. «Αφού όμως ταιριάζει πάάάρα πολύ!», συνέχισα τον διάλογο με τον εαυτό μου. Η φίλη μου με κοίταζε απορημένη, έτσι που σταμάτησα ό,τι έκανα, επιδιδόμενη σε ένα αέναο εσωτερικό ντιμπέιτ:

«Ανοίγεται μια ευκαιρία. Την θέλω. Το σκηνικό την ευνοεί. Κάνω ό,τι περνάει από το χέρι μου για να την κάνω πραγματικότητα ή το αφήνω στην τύχη; Κι άμα δεν γίνει όπως το περιμένω; Θα περάσει η μέρα κι εγώ θα συνεχίσω να σκέφτομαι αν πρέπει να πάω να την αρπάξω; Κι αν πάω και μου το αρνηθεί; Ή ακόμα χειρότερα αν πάω και το παίξει αλλά το αποτέλεσμα είναι λιγότερο μαγικό γιατί θα ξέρω ότι ήταν επιτηδευμένο;»

Story of my life.

Η παρέα γύρω ετοιμαζόταν να βουτήξει. Είχαν ήδη απλώσει τις πετσέτες τους, είχαν μείνει με τα μαγιό τους, είχαν πασαλειφτεί με τα αντηλιακά, λαδάκια μαυρίσματος, είχαν παραγγείλει τα mojitos και τις μπύρες τους κι εγώ εκεί. Να κοντοστέκομαι με το σακίδιο στον ώμο, με το ένα πόδι λυγισμένο και τον δείκτη του δεξιού μου χεριού στα χείλη, κοιτάζοντας στο άπειρο και να αναλογίζομαι.

Σαν να έπρεπε να λύσω πρώτα τον γρίφο για να μπορώ να τους ακολουθήσω. Για να μπορώ να αφεθώ στην κανονική ροή της ημέρας. Μεγάλο βάσανο η υπερ-αναλυτική πάθηση. Μπορεί να σε τρελάνει. Σαν να είσαι σε συνεχές «ταξιδάκι αναψυχής μ’ ένα κρυμμένο τραύμα» ένα πράμα. Δεν βρίσκεις τη σωτηρία της ψυχής σου με τίποτα!

Κι όπως κοίταξα τη φίλη μου μες τα απορημένα της μάτια (την καημένη, θα σκεφτόταν, τι να πήγε λάθος στην παιδική της ηλικία που να την έχει κάνει έτσι;), μου ήρθε αναλαμπή.

«Άκου να δεις», της λέω, αλλά στην πραγματικότητα μιλούσα στον (άλλο) εαυτό μου. «Κάποιες φορές στη ζωή ‘you j-u-s-t need to let go’. Μπορεί εγώ τώρα να νομίζω ότι θέλω να ακούσω το συγκεκριμένο άσμα για να απογειωθώ αλλά ποιος ξέρει; Μπορεί μετά ο dj να αποφασίσει να παίξει κάτι άλλο που δεν είχα σκεφτεί και που θα με κάνει να νιώσω δέκα φορές πιο ανεβασμένη. Δεν ξέρουμε πάντα τι είναι αυτό που θέλουμε από τη ζωή μας. Κι εκεί που νομίζουμε πως το βρήκαμε, η ζωή μας ξαφνιάζει».

Διατηρώντας το απορημένο της ύφος, η φίλη μου σούφρωσε τα φρύδια, μισάνοιξε το στόμα και κοίταζε μια εμένα και μια την υπόλοιπη παρέα, που κι αυτή είχε κάνει παύση για μια στιγμή, σαν να τους έκανε νόημα ότι δεν μπορεί μόνη της πια να με σώσει.

«Και πού ξέρεις;» τη ρωτώ χωρίς να τη ρωτώ στ’ αλήθεια. «Μπορεί να είναι και η τυχερή μου μέρα και να μην το ξέρω. Μπορεί να το παίξει κι από μόνος του!», αποφάνθηκα παίρνοντας μια βαθιά, αποφασιστική ανάσα. Το μάτι μου γυάλιζε και σίγουρα δεν ήταν ο καθρεφτισμός της αντανάκλασης από τις ηλιαχτίδες που έπεφταν στο νερό, μέρα μεσημέρι.

Κι εκεί που αφέθηκα, εκεί που είπα στον εαυτό μου «γάμησέ τα, αφού δεν το πολύ-έχεις με τα θέλω σου, άσε τη ζωή να σε πάει εκεί που σχεδιάζει κι αποφασίζεις μετά», άρχισαν να παίζουν τα πρώτα μπιτ.

Σαν ο dj να ήταν ένας μικρός θεούλης, η παραλία μια μικρογραφία της ζωής κι εγώ το αρχέτυπο ενός χαμένου ανθρώπου που δεν βλέπει πέρα από τις νευρώσεις του, άρχισε να παίζει το κομμάτι που τόσο πολύ ποθούσα να ακούσω.

Το τραγούδι που δεν θα είχε τόση βαρύτητα στ’ αυτιά και την ψυχή μου, αν δεν αφηνόμουνα. Αν δεν άφηνα να το παίξει ο dj -η ζωή- όταν αυτή έκρινε ότι είχε έρθει πια η ώρα.