Ιστορίες του περιθωρίου, με πρωταγωνίστριες κυρίως γυναίκες. Μικρές, κακές ιστορίες, που – αυστηρά μιλώντας – δεν προορίζονται για γράψιμο, και, σίγουρα, δεν γράφονται με την προσδοκία να αρέσουν.
Η σύγκλιση δύο πρόσφατων εξελίξεων σηματοδοτεί έναν βαθύτατο μετασχηματισμό στον τρόπο λειτουργίας της δημοκρατίας. Καθώς ο Έλον Μασκ μετατρέπεται από ιδιοκτήτης πλατφόρμας σε υπουργός του Τραμπ, ενώ υποστηρίζει ανοιχτά το ακροδεξιό AfD της Γερμανίας και φημολογείται ότι συμμετέχει σε συζητήσεις για εξεύρεση τρόπων να πέσει ο Στάρμερ, ο Μαρκ Ζούκερμπεργκ ανακοινώνει την εγκατάλειψη του fact checking στις πλατφόρμες Meta, αγκαλιάζοντας την «ελεύθερη αγορά ιδεών». Δεν πρόκειται για ξεχωριστά φαινόμενα, αλλά για συμπληρωματικές πτυχές της νέας μορφής της δημοκρατίας – όπου η πολιτική εξουσία και ο έλεγχος της πληροφορίας συγχωνεύονται υπό τη σημαία του ψηφιακού καπιταλισμού.
Το 1776, ο Άνταμ Σμιθ υποστήριξε ότι το «αόρατο χέρι» της ελεύθερης αγοράς θα ρύθμιζε με φυσικό τρόπο το εμπόριο και θα δημιουργούσε βέλτιστα αποτελέσματα. Οι σημερινοί ιδιοκτήτες των πλατφορμών επικαλούνται παρόμοια ρητορική για την «ελεύθερη ροή της πληροφορίας» – αφήνουν τους χρήστες να αποφασίζουν, το περιεχόμενο να ανταγωνίζεται ελεύθερα, την εμπλοκή να καθορίζει την ορατότητα. Αλλά όπως ακριβώς η ελεύθερη αγορά του Σμιθ οδήγησε αναπόφευκτα σε συγκεντρωμένο πλούτο, αυτή η νέα αγορά πληροφοριών συγκεντρώνει τη δύναμη στα χέρια των ιδιοκτητών των πλατφορμών – και των ευνοημένων τους. Όταν ο Ζούκερμπεργκ εξαλείφει τους fact checkers υπέρ των «κοινοτικών σημειώσεων», δεν εκδημοκρατίζει την αλήθεια – δημιουργεί μια αγορά όπου ο αλγόριθμός του, όπως το αόρατο χέρι του Σμιθ, φαίνεται να είναι ένας αμερόληπτος κριτής, ενώ ευνοεί συστηματικά εκείνους που έχουν τα μέσα να «παίζουν» με το σύστημα.
Η ιδιοφυΐα αυτής της μεταμόρφωσης έγκειται στη λεπτότητά της. Ακριβώς όπως ο βιομηχανικός καπιταλισμός διατήρησε τη θεωρητική δυνατότητα ότι ο καθένας μπορούσε να γίνει πλούσιος μέσω σκληρής εργασίας, ο ψηφιακός καπιταλισμός διατηρεί τη φαντασίωση ότι οποιαδήποτε φωνή μπορεί να φτάσει σε εκατομμύρια ανθρώπους. Στην πραγματικότητα, και τα δύο συστήματα ενισχύουν τις υφιστάμενες δομές εξουσίας, ενώ φαινομενικά λειτουργούν μέσω των ουδέτερων δυνάμεων της αγοράς.
Αυτός ο μετασχηματισμός δεν περιορίζεται στις παγκόσμιες υπερδυνάμεις. Στην Κύπρο, η εκλογή του Φειδία, ενός TikToker, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο με αξιοσημείωτη υποστήριξη από τους ψηφοφόρους δείχνει πώς λειτουργεί αυτό το σύστημα. Η επιτυχία του, όπως και η επιστροφή του Τραμπ στην εξουσία, δεν αποτελεί αποτυχία των δημοκρατικών διαδικασιών, αλλά μάλλον δείχνει πώς λειτουργεί πλέον η δημοκρατία: μέσω της αλγοριθμικής ενίσχυσης, του σχηματισμού ψηφιακών φυλών και της συγχώνευσης της ψυχαγωγίας με την πολιτική εξουσία.
Το σύστημα διατηρεί τη δημοκρατική αισθητική, ενώ αλλάζει ριζικά τον τρόπο με τον οποίο λαμβάνονται οι αποφάσεις και ασκείται η εξουσία. Οι άνθρωποι επιλέγουν να συμμετέχουν, να μοιράζονται και να εμπλέκονται, ασκώντας δημοκρατικά δικαιώματα μέσα σε μια αρχιτεκτονική όπου οι επιλογές τους διαμορφώνονται από την αλγοριθμική επιμέλεια και την ψηφιακή επιρροή που λειτουργούν με ταχύτητες που οι παραδοσιακοί δημοκρατικοί θεσμοί δεν μπορούν να φτάσουν.
Ίσως η πιο έξυπνη πτυχή αυτού του συστήματος είναι ο τρόπος με τον οποίο εξουδετερώνει τη δημοκρατική αντίσταση. Οποιαδήποτε προσπάθεια ρύθμισης της επιρροής της πλατφόρμας ή ελέγχου της αλγοριθμικής χειραγώγησης μπορεί αμέσως να επαναπροσδιοριστεί ως επίθεση στην «ελευθερία του λόγου». Οι ψηφιακές ρυθμίσεις της ΕΕ δεν παρουσιάζονται ως διασφαλίσεις για τον δημοκρατικό λόγο, αλλά καταγγέλλονται ως λογοκρισία – ένα αφήγημα που βρίσκει απήχηση ακριβώς επειδή απευθύνεται στις δημοκρατικές αξίες.
Η τεχνητή νοημοσύνη προσθέτει ένα ακόμη επίπεδο σε αυτόν τον μετασχηματισμό. Καθώς τα συστήματα τεχνητής νοημοσύνης γίνονται πιο εξελιγμένα, ενισχύουν αυτές τις δυναμικές, παράγοντας πιο πειστική παραπληροφόρηση και καθιστώντας την αλγοριθμική επιρροή ακόμη πιο ακριβή. Ο αντίκτυπος της ΤΝ, ωστόσο, εξαρτάται από το ποιος την ελέγχει και πώς χρησιμοποιείται. Για του λόγου το αληθές, αυτή ακριβώς η ανάλυση δημιουργήθηκε με τη βοήθεια της ΤΝ, αποδεικνύοντας πώς αυτά τα εργαλεία μπορούν να συμβάλουν σε έναν κριτικό διάλογο για την εξέλιξη της δημοκρατίας.
Η πρόκληση για τις δημοκρατικές κοινωνίες δεν είναι να αποτρέψουν αυτόν τον μετασχηματισμό – ήδη συμβαίνει – αλλά να κατανοήσουν τις συνέπειές του. Όταν οι ιδιοκτήτες των πλατφορμών γίνονται κυβερνητικοί αξιωματούχοι, όταν οι TikTokers γίνονται ευρωβουλευτές και όταν οι αλγόριθμοι διαμορφώνουν τα εκλογικά αποτελέσματα, γινόμαστε μάρτυρες της εξέλιξης της Δημοκρατίας στη νέα της μορφή: σε ένα σύστημα όπου οι δημοκρατικοί θεσμοί παραμένουν αλλά λειτουργούν μέσω αλγοριθμικής ενίσχυσης και ψηφιακής χειραγώγησης σε κλίμακα και ταχύτητα που δεν ήταν προηγουμένως νοητές.
Όταν το Claude με ρώτησε τι πιστεύω ότι είναι το κλειδί για τη διατήρηση της ουσίας της Δημοκρατίας, απάντησα ότι δεν είμαι σίγουρη. Η απάντηση πιθανώς βρίσκεται στην πολιτική βούληση, είτε οργανικά εμφανιζόμενη είτε «εξαναγκασμένη» λόγω κοινωνικής πίεσης. Αλλά πόσο αισιόδοξος μπορεί να είναι κανείς για μια τέτοια προοπτική όταν η πολιτική βούληση ευθυγραμμίζεται με εκείνους που κατέχουν τη δύναμη να διαμορφώνουν τις επιθυμίες και τις ανάγκες της κοινωνίας σε επίπεδο ατομικής συνείδησης; Και ίσως ακόμα πιο απαισιόδοξα – δεν ήταν ούτως ή άλλως πάντα αυτοί που ελέγχουν τα μέσα, που έκαναν κουμάντο;
Πρώτη δημοσίευση στην εφημερίδα «Η Καθημερινή», 12 Ιανουαρίου 2025.
Ένας πρώην κάποτε είπεν μου «είσαι όπως το τρένον υψηλής ταχύτητας. Μπορείς να πηαίννεις σούππερ γλήορα, αλλά για να καταφέρεις να μεν φάεις τα μούτρα σου έσ̆εις ανάγκην που ράγες για να κατευθύνουν την πορείαν σου».
Όταν επρωτοάκουσα τούτην την κουβέντα ένιωσα ότι τόσα χρόνια εζούσα μες τα σκοτεινά τζ̆αι ξαφνικά είδα το φως το αληθινόν. Πώς εν το είχα σκεφτεί ποττέ;
Πράγματι, (λαλούσιν πως) είμαι έξυπνον πλάσμαν, έχω γνώσεις επί του αντικειμένου μου, είμαι ικανή σε τούτον που κάμνω, έχω καλλιτεχνικές δεξιότητες τζ̆αι αρκετά ανεπτυγμένην συναισθηματικήν νοημοσύνην.
Ωστόσο ως τα τριάντα μου αν με ερωτούσες τι θέλω να κάμω στη ζωή μου εν θα μπορούσα να σου απαντήσω. Θα μπορούσα να σου πω τι δεν θα ήθελα να κάμω τζ̆αι συνήθως ήταν πράματα που είχα ήδη δοκιμάσει πιστεύκοντας ότι μπορεί να τα θελήσω, μόνον τζ̆αι μόνον για να διαψευστώ στο τέλος. Το μόνον σίουρον συμπέρασμαν που μου εμείνισκεν που τούτον το επαναλαμβαννόμενον μοτίβον ήταν το πολλά απλόν: για να μεν βρίσκω τι θέλω, σημαίνει κάτι εν πηαίννει καλά με την περίπτωσην μου.
Ήταν τέλη καλοκαιριού του ‘12 όταν άκουσα τούτην την κουβένταν. Εκαθούμασταν με τούτον τον γκόμενον στα Χαλαρά κάτω στην πλατείαν της Φανερωμένης τζ̆αι επροσπαθούσεν να με βοηθήσει να αξιολογήσω τες επιλογές που είχα για να αλλάξω δουλειάν.
Οι δουλειές μου, τότε, ήταν όπως τες σχέσεις που έκαμνα. Εβασίζουνταν τζ̆αι τούτες πάνω στην ίδιαν αφαιρετικήν προσέγγισην: δοκιμάζω για να δω αν τελικά ούτε τούτην την θέλω, για να φτάσω, σκαρτάροντας, πιο κοντά σε τζ̆είνην που θέλω πραγματικά.
Τελικά τζ̆αι τον γκόμενο – όπως τζ̆αι την δουλειάν – εσκάρταρα τον γιατί εκατάλαβα ότι τελικά εν τον ήθελα τζ̆αι απλώς επιβεβαίωσα για άλλην μιαν φοράν ότι εν’ εγώ που έχω το πρόβλημαν. Τόσοι τζ̆αι τόσοι σιδηρόδρομοι απλώννουνται μπροστά μου, καλώντας με να ξεδιπλώσω τα προσόντα μου τζ̆ι εγώ επιμένω να πηαίννω off road. Μάλλον έχω αλλεργίαν στην μονιμότηταν ή εν είμαι προγραμματισμένη να αγαπώ πραγματικά τζ̆αι να αφοσιώννουμαι σε κάτι ή σε κάποιον, εσυμπέρανα.
Αλλά την κουβένταν τούτην που μου είπεν εκράτησα την τζ̆αι επίστεψα την ευλαβικά για παραπάνω που μιαν δεκαετίαν. Πράγματι, ένιωθα ότι ευδοκιμούσα μέσα σε συνθήκες πλήρους σταθερότητας, γενικά εν είμαι καθόλου risk taker τζ̆αι η ιδέα του ρίσκου που μόνη της, μαζίν με την αβεβαιότηταν που εμπεριέχει εν’ ικανή να με «παγώσει».
Τες προάλλες εκαθούμασταν με τον άντραν τζ̆αι την κόρην μου τζ̆αι ετρώαμεν. Κάτι εσυζητούσαμεν για δουλειές. Στήννει δικήν του επιχείρησην τζ̆αι γενικά λατρεύκει να πειραματίζεται, συχνά καταλήγοντας σε νέες εφευρέσεις τζ̆αι μεθόδους που δικαίως τον καθιστούν top σε τούτον που κάμνει, δηλαδή στην παραγωγήν φαρμακευτικού ελαιολάδου (που εχρίστηκεν μάλιστα το πιο υγιεινόν στον κόσμον, true story).
Πάνω στην κουβένταν κάτι επήεν να μου πει, πάνω-κάτω ότι τζ̆ι εγώ αν έκαμνα κάτι δικόν μου θα επετούσα. Κάποτε είχα μιαν ιδέαν να στήσω έναν agency για προώθησην της ηθικής επικοινωνίας τζ̆αι της επικοινωνίας που στόχον έσ̆ει την θετικήν επίδρασην στην κοινωνίαν. Θα ήταν ΜΚΟ τζ̆αι βασικός της στόχος θα ήταν να προσφέρει αφιλοκερδώς expertise τζ̆αι υπηρεσίες επικοινωνίας σε άλλες ΜΚΟ, που συμβάλλουν στην κοινωνική αλλαγή. Βέβαια έμεινεν στα χαρτιά.
Τζ̆αι είπα του τούτην την ίδιαν κουβένταν: «ξέρεις, κάποτε ένας πρώην μου είπεν μου…» το και το.
“This if freaking bullshit”, λαλεί μου. Χαζίριν να μεν καταφέρω να καταπιώ τη μπουκιά μου.
«Τι εννοείς;», ερώτησα με ψυχραιμίαν. Τούτη η μικρή σοφία που εθεωρούσα κεχτημένην εν’ ο λόγος που τόσα χρόνια έπαιξα το συντηρητικά στες δουλειές μου τζ̆αι εν έγινα ποττέ, για παράδειγμαν, αυτοεργοδούμενη. Αλλά τζ̆αι στην προσωπικήν μου ζωήν τούτον επίστευκα: αφού εγώ εν ξέρω ποιον θέλω, ας αφήσω τζ̆είνον τον κάποιον να με επιλέξει. Ως την στιγμήν που αποφάσισα να μείνω μόνη μου απλώς ακολουθούσα μιαν πορείαν που επίστευκα ότι κάποιος άλλος πρέπει να μου προτείνει.
“I believe you are the smartest person I know”, συνεχίζει, “without any railways needed to define your path. I mean, did you have a boss who assigned you with the task to write your book?”
«Όι», απαντώ του αποσβολωμένη. «Όι, εν είχα.» Τζ̆αι θεωρώ το το μεγαλλύττερον μου κατόρθωμαν.
Κκιάορκασσου, έσ̆ει δίκαιον ο Γάλλος, εσκέφτηκα. Τούτος εν’ τζ̆αι ο μοναδικός άντρας που εν εθκιάλεξα αφαιρετικά, εντωμεταξύν, αν λαλεί κάτι. Ήρτεν στην ζωήν μου τζ̆αι με απόλυτη συνειδητότηταν άννοιξα του να μπει όταν έμαθα καλά την αξίαν μου τζ̆αι όταν ένιωσα – επιτέλους – ότι προτιμώ να ζήσω μόνη μου ευτυχισμένη παρά να συμβιβαστώ με κάποιαν σχέσην που εν με γεμώννει.
“The person who told you that, was just another person who wanted you to move on a path they so badly wanted to build for you”, λαλεί. “But, once again, you chose your own.”
Ακούοντας το τούτον το τελευταίον, τα μμάθκια μου εγεμώσαν. Το πώς εν εκατέληξα με εναν που τούτους που εθέλαν σ̆σ̆ιου τζ̆αι καλά να προσδιορίσουν την πορείαν μου, τζ̆αι που εν τέλει αποδειχτήκασιν πιο τοξικοί τζ̆αι που τοξικά απόβλητα, ένας θεός το ξέρει, αλήθκεια.
Έπια του το σέριν του. “You are the best-case scenario that my life could have turned into”, είπα του. Τζαι το πιο ωραίον εν’ ότι εγώ το εθκιάλεξα. Έσ̆ει που τζ̆είνην την ώραν, νιώθω ότι μέσα μου κάτι άλλαξεν.
Αυτοεργοδοτούμενη μπορεί να μεν γίνω – εξακολουθεί να με φοβίζει η αβεβαιότητα- αλλά, τα γέριμα, τούτον ακριβώς θέλω να κρατήσω για τον νέον χρόνον:
Ότι εγώ τρένον εν ήμουν ποττέ. Ήμουν αέρας πάντα. Τζ̆αι εν’ εγώ – άτε τζ̆αι οι κανόνες της φύσης που εν ελέγχω – που ορίζω την ταχύτηταν τζ̆αι την πορείαν που θέλω να ακολουθήσω σε τούτην τη ζωήν.
Κάτι μέρες σαν τούτες πριν εφτά χρόνια αρρώστησεν ο παππούς ο Χαμπής.
Αρρώστησεν την ίδιαν μέραν που εγώ τζ̆αι η Νίκη, η αρφή μου, εθάφκαμεν με τα σ̆έρκα μας τον Μπένυ στην αυλή του πατρικού μας, στη Λακατάμεια. Μετά που τον επήραμε στον κτηνίατρο για ευθανασία, να γλιτώσει που τον πόνον του καρκίνου.
Έκαμνεν καταιγίδες τζ̆αι εθάφκαμεν τον μες τες λάσπες, τυλιμένον με τους ττόρους μας. Εν θα ξιάσω τα μματούθκια του, την ώραν που τον εξαπλώνναμεν στο κρύον σ̆ιόνιν χειρουργικόν τραπέζιν, τζ̆αι μετά: γεμάτα φως τζ̆αι πρόθεση – «σώσε με» – τζ̆αι μετά κενό. Η ψυσ̆ή τούτου του πλάσματος πόσα γρμμάρια να ζυγίζει, άραγε;
Τζ̆ι ύστερα, την ίδιαν μέραν, να βουρούμεν στην Εντατική για τον παππού. Μαυρίλα έξω, μαυρίλα στο σπίτι, μαυρίλα παντού. Να μεν μπορείς να της ξεφύγεις. Ούλλη η οικογένεια μαζεμένη έξω που τον θάλαμον τζ̆αι η γιαγιά η Ελπινίκη να κλαίει. Ήξερεν πολλά καλά πόσον εμισούσεν τα νοσοκομεία ο παππούς. Τι της λαλείς; Εν της λαλείς τίποτε. Ξέρει τζ̆αι ξέρεις τζ̆ι εσύ πολλά καλά τι έπεται.
Για κάποιες μέρες, ο παππούς ο Χαμπής, ο συνονόματος, ήταν σε καταστολή τζ̆αι εψυχομαχούσε. Ίντα λέξη τζ̆αι τούτη: όταν παύεις, φαντάζουμαι, να είσαι σε θέση να παλέψεις με το σώμα σου τζ̆αι παλεύκεις, πκιον, μόνον με την ψυσ̆ήν σου. Ό,τι σου έσ̆ει απομείνει.
Αρρώστησεν λλίες μέρες μετά που είδα το όνειρον: το σπίτιν του ήταν φωτεινό, λαμπίκκον, ανοιχτόν που άκρην σ’ άκρην – σε αντίθεση απ’ ό,τι συνήθως – τζ̆αι ο παππούς να λείπει. Όταν με επιάσαν να μου ανακοινώσουν ότι «έφυεν», ήμουν Αθήναν. Τζ̆ι ήμουν εγώ τζ̆είνη που έπρεπε να το πω της μάμμας μου, της κόρης του.
Ευτυχώς εταξίδευκα πίσω την μέραν της κηδείας του τζ̆αι επήα απευθείας που το αεροδρόμιον πρώτα στην εκκλησίαν, ύστερα στο κοιμητήριον τζ̆αι μετά σπίτιν του. Τζ̆ι όταν έφτασα τζ̆ειαμαί, κύριε μου, ήταν ακριβώς όπως στο όνειρον. Με την διαφοράν ότι ήμασταν ούλλον το σόιν μαζεμένον ξανά μετά που χρόνια – δεκαετίες ίσως – εξαιτίας του. Όπως τότε, κάθε Σάββατον νύχταν, με τον κουγκάν, τον Ηρακλήν τζ̆αι την Ζήναν, τα χάχχανα τζ̆αι την αφκολέμονην της γιαγιάς μας.
Η τελευταία ατάκα του που θυμούμαι ήταν «γέλα, Ερπινίκη μου, τζ̆ι εν’ το γέλιον π’ όν’ να μας μείνει σ’ τούν’ την ζωήν».