Χωστόν

Προχτές εσάσαμέν σου το δωμάτιον σου. Εκάμαμεν το μιαν σωστήν όαση μόνον για ‘σένα. Τζαι τζειμέσα, εννα παίζουμεν χωστόν.

Εννα σου κρύφκω την κατζίαν του κόσμου, για να πιστέψεις σ’ έναν καλλύττερον.

Εννα σου χώσω το ότι εγεννήθηκες γυναίκα, αλλά για να ζήσεις σαν άθθρωπος εννα θέλει κόπον παραπάνω. Εννα το κάμω για να πιστέψεις εις το δίκαιον.

Εννα σου το χώσω πως για να γίνεις ό,τι ονειρεύκεσαι στη ζωήν εν αρκεί το όνειρον. Τζι εννα το κάμω για να μεν καταλάβεις ακόμα τι σημαίνει ματαιότητα.

Εννα σου κρύψω τον θάνατον, για να εστιάσεις στην ζωήν.

Εννα σου χώννουμαι άμαν νιώθω ότι εν τα φκάλλω πέρα σαν μάμμα, για να μεν υποψιαστείς τι μπορεί να σημαίνει αποτυχία.

Τζι εννα σου κρύψω ότι τα happy endings μπορούν να σου γαμήσουν τη ζωήν, για να μεν νιώσεις ακόμα τι σημαίνει δυστυχία.

Τζι ύστερα εννα φκείς να με γυρέψεις, γιατί εννα έσιεις καταλάβει που μόνη σου ότι εν κρύφκεται τίποτε που τούτα ούλλα.

Ότι ο κόσμος έσιει τζαι κατζίαν, τζαι αδικίαν, τζαι εν μάταιος, τζαι θανατερός, τζαι γεμάτος αποτυχίες τζαι άλλες τόσες δυστυχίες. 

Αλλά τουλάχιστον ως τότε εννα έσιεις προλάβει να φανταστείς τον κόσμον που μέσα του εννα θέλεις να ζήσεις.

Τζαι, αν επήρες που το γινάτιν μου, εθθα σταματήσεις ώσπου να τον φέρεις εις τα μέτρα σου*.

Τζαι τότες, εννα μπορώ να καμμίσω άνενοιας, για να μπορείς εσύ να μου χώννεσαι τζαι να μου χώννεις, για να πιστέψω ότι κάτι έκαμα τζι εγώ για ν’ αλλάξει ο κόσμος τούτος.

*Τελικά επήρεν που το γινάτι μου.

Αναρχία στην Πλατεία Ελευθερίας

Στην πιο πάνω φωτογραφία παρατηρούμε ένα θρασύ αναρχικό στοιχείο που τολμά να σπιλώνει την ομορφιά, την καθαριότητα τζαι την πρακτικότητα της νέας πλατείας Ελευθερίας.

Το εν λόγω στοιχείο όταν άκουσε τες σφυρκές που τον σεκκιουριτά εθωρούσεν γυρών του όπως την χαντή ώσπου να καταλάβει ποιος έκαμνεν κάτι λάθος στον χώρο. Εκατάλαβεν σύντομα ότι εν τζείνης που σφυρά τζαι μετά επήρεν της αλλό 2-3 δευτερόλεπτα ώσπου να καταλάβει το γιατί. Εγύρισεν πάνω της να δει τι πάει χι τζαι το μόνο που εμπορούσε να σκεφτεί που εν εσυμβάδιζε με την τάξην που επικρατούσε κατάγυρα ήταν τα πόθκια της. Ήταν σταυροπόδιν πάνω στο παγκάκι. Τζαι οι σφυρκές δώστου.

Φωνάζει του σεκκιουριτά που μακριά:
-Αστειεύκεσαι.
-Κατέβαστα πόθκια σου κυρία μου που το παγκάκι, λαλεί της με σπασμένα ελληνικά.
-Σίουρα αστειεύκεσαι, λαλεί του. Τζαι εν τα κατεβάζει.
Σηκώνεται ο σεκκιουριτάς τζαι έρκεται προς το μέρος της.
-Συγγνώμη, λαλεί του σεκκιουριτά, άμαν τζαι εκόντεψεν. Έσιει κάποιον κανόνα που λαλεί ότι απαγορεύται να καθούμαστεν έτσι σκέδιο πάνω στα παγκάκια της πλατείας;
Τζείνος γυρίζει στον σύντροφόν της τζαι λαλεί του:
-Μιλώ σου εσένα γιατί είσαι άντρας τζαι εν δικαιούμαι να της απευθύνω τον λόγο τούτης, εν γυναίκα.
-Περιπαίζεις με; λαλούν του τζαι οι θκυό ταυτόχρονα.
-Μάνα μου θέλεις να καλέσω την αστυνομία; λαλεί. Αν έρτουν τζαι έβρουν το παγκάκι ξιμαρισμένο εννα μπλέξεις!
-Σοβαρά; λαλεί του. Κάλεσ’ την αστυνομία.
-Πιάννω την, λαλεί της, αλλά όι να φύεις τωρά που εννα έρτουν!
-Σε παρακαλώ πκιάστην, λαλεί του, να μου εξηγήσουν τι κανόνας εν τούτος τζαι εν τον ιξέρω.
Πιάννει τηλέφωνον κάπου. Τάχα στην αστυνομία. Προσπαθεί να τους εξηγήσει με τα σπασμένα ελληνικά του ότι έσιει κάπκοιαν που έσιει τα πόθκια της πάνω στο παγκάκι τζαι εν τα κατεβάζει. Εν καταλάβει η γυναίκα στην γραμμή. Διά της το τηλέφωνο να της εξηγήσει η ίδια.
-Ναι γεια σας, μπορείτε να μου εξηγήσετε τι συμβαίνει; λαλεί.
-Γεια σας, να σας ρωτήσω κάτι πρώτα; απαντά το αναρχικό στοιχείο. Υπάρχει κάποιος κανόνας που λέει ότι εν μπορούμε να καθούμαστε σταυροπόδι στα παγκάκια της πλατείας;
-Όι. Λαλεί της. Ήταν σε ανοικτήν ακρόαση.

Ευχαρίστησεν την τζαι έδωσεν του πίσω το τηλέφωνον. Σε λίον εμφανίσηκε μια γυναίκα με τα κιτάπκια τζαι τα χαρκιά της τζαι εμιλούσαν μαζί με τον σεκκιουριτά πάρατζει ενώ την εθωρούσαν σαν πραγματικήν απειλήν. Σε κάπκοιαν φάσην άκουσεν τους που ελαλούσεν η γυναίκα στον σεκκιουριτά «άειστην τζι εν έγκυος, μεν κάμεις τίποτε».

Τζαι διερωτάται που τζείντην ώρα το αναρχικό στοιχείο της φωτογραφίας:

-Υπάρχει τελικά κανένας κανόνας τέθκοιος; Θα είσιεν χάζι αν υπήρχε, θέλω πολλά να τον δω κάπου γραπτώς.
-Αν κάτσει πεζούνι πάνω στα παγκάκια τζαι χέσει τι εννα του κάμουν;
-Η πλατεία σαν δημόσιος χώρος σε τι κανόνες υπάγεται/πρέπει να υπάγεται τζαι πού σταματά η προσπάθεια για διατηρηση της δημόσιας εικόνας της;
-Φταιν οι πολίτες που η πλατεία εν άσπρη τζαι μαυρίζει με την ώρα τζαι με το παραμικρό; How sustainable is this?
-Πόθθεν εις τα πόθθεν ο σεκκιουριτάς της πλατείας έννεν τζιαμέ για να προστατεύκει τους πολίτες/χρήστες της αλλά για να «προστατεύκει» την πλατεία που τζείνους/ες;
-Ώσπου θα το ετραβούσαν το θέμα αν το αναρχικό στοιχείο της φωτογραφίας εν ήταν έγκυος;
-Με πόσα άλλα ρεζιλλίκια εννα ανεχτεί ο δήμαρχος να ταυτίζεται χωρίς να έσιει χιτch αντροπή πάνω του τζαι χωρίς αντίληψην της πολιτικής του ευθύνης;

Ιππότης δίχως πανοπλία

Πιο πολύ την ανησυχούσε που ανησυχούσε. Ήτανε περισσότερα από δυο χρόνια μόνη της και το ‘χε συνηθίσει τόσο, που δεν ήταν πρόθυμη να το θυσιάσει για τον οποιονδήποτε. Αυτός όμως ήταν διαφορετικός. Τον είχε ερωτευτεί. Κι αυτός το ίδιο. Και δεν ήταν μαλάκας. Ακόμα (;). Και ήθελε να είναι μαζί χωρίς υπεκφυγές, φοβίες και άλυτα ζητήματα. Για πάντα. Και ήξερε να χειριστεί τον… βαθμό δυσκολίας της. Αυτός δεν ήταν σαν τους άλλους. Είχε έρθει για να μείνει. Και της το έλεγε. Με πάσα αυτογνωσία και ειλικρίνεια. Ήθελε να κάνουν ακόμα και οικογένεια! Ναι, αυτό το δαιμονοποιημένο σενάριο που υπήρξε άλλοτε αιτία χωρισμού από αυτόν που θεωρούσε, τότε, έρωτα της ζωής της.

Ανησυχούσε όμως. Ανησυχούσε που άρχιζε να της γίνεται απαραίτητος. Ποιος; Ένας άνθρωπος που ήταν δεν ήταν στη ζωή της τρεις μήνες όλους κι όλους. Ένας άνθρωπος, που, στη σκέψη μην και την πληγώσει της προκαλούσε αγωνία και… πόνο. Και φοβόταν. Φοβόταν μην γίνει αυτό που κατέκρινε τόσο καιρό. Φοβόταν μην χάσει την ανεξαρτησία της, την αυτονομία της. 

Πώς γίνεται να φοβάται μην τυχόν και χάσει τη δύναμή της ενώ ταυτόχρονα να νιώθει αδύναμη μπροστά στην ανάγκη της να τον δει, να του μιλήσει; Και πώς εξηγείται αυτό το άτιμο το συναίσθημα της ζήλιας, της ανάγκης για την προσοχή και την επιβεβαίωσή του;

Κι ύστερα, αν το καταλάβαινε όλο αυτό και την περνούσε για αδύναμη; Κι αν υποψιαζόταν, έστω για μια στιγμή, ότι τον έχει ανάγκη; Θα ήταν η απόλυτη ήττα της γυναικείας χειραφέτησής της ή η απόλυτη μορφή δοσίματος, μέσα από την αποκάλυψη της ευαλωτότητάς της; Πώς γίνεται να είναι κανείς ερωτευμένος και να πονάει ταυτόχρονα τόσο πολύ;

Μια σχέση μαγική

Με την Κατερίνα βρεθήκαμε στη ζωή όταν ήμασταν μόλις τεσσάρων ή πέντε, στο ίδιο νηπιαγωγείο. Τη θυμάμαι πάντα χαμογελαστή, λίγο ντροπαλή αλλά με ήρεμη δυναμικότητα. Δύο πράγματα ξεχώριζα πάνω της. Τα χρωματιστά της γυαλάκια που έκαναν τα μάτια της στρογγυλά και μεγέθυναν την παιδική εκφραστικότητά τους και το ρολόι της, κι αυτό χρωματιστό…

Με την Κατερίνα βρεθήκαμε στη ζωή όταν ήμασταν μόλις τεσσάρων ή πέντε, στο ίδιο νηπιαγωγείο. Τη θυμάμαι πάντα χαμογελαστή, λίγο ντροπαλή αλλά με ήρεμη δυναμικότητα. Δύο πράγματα ξεχώριζα πάνω της. Τα χρωματιστά της γυαλάκια που έκαναν τα μάτια της στρογγυλά και μεγέθυναν την παιδική εκφραστικότητά τους και το ρολόι της, κι αυτό χρωματιστό. Δεν ήταν από τα παιδάκια που ξεχώριζαν κάνοντας θόρυβο. Διακρινόταν όμως στα δικά μου μάτια γιατί έμοιαζε από τότε να έχει το πάνω χέρι στη ζωή. Χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια. Μικρό παιδάκι ήταν άλλωστε, αλλά υπολόγιζες ότι θα είχε πολλή αγάπη στη ζωή της.

Ύστερα πήγαμε δημοτικό, η κάθε μια σε άλλο και χαθήκαμε. Μεγαλώναμε μακριά, κάνοντας νέους φίλους, μαζεύοντας εμπειρίες και γνώση. Η ζωή έμελλε να μας φέρει ξανά μαζί μόλις μπήκαμε στα εφηβικά μας χρόνια, πίσω από κάτι πλατιά, άσπρα θρανία, σε ένα ημι-υπόγειο ωδείο, όπου βαλτήκαμε, κάθε απόγευμα Τετάρτης, να μάθουμε τους κανόνες της θεωρίας της Μουσικής. Εκείνη έπαιζε πιάνο κι εγώ βιολί. Φορούσε ακόμα τα γυαλάκια της, μέχρι τότε είχα βάλει κι εγώ, και ήμασταν κι οι δυο οι καλύτερες στην τάξη. Σπασικλάκια, δηλαδή. Εκείνη πάντα με τις εργασίες της καμωμένες από πριν, εγώ πάντα να κρύβομαι πριν το μάθημα πίσω από κάποιον τοίχο για να τις κάνω βιαστικά. Εκείνη συνεπής και μεθοδική, εγώ φυγόπονη και παρορμητική.

Κάπως έτσι πέρασαν πέντε εφηβικά χρόνια, πήραμε το πτυχίο της θεωρίας και χαθήκαμε ξανά. Μπήκαμε στο λύκειο, εκείνη σε ιδιωτικό εγώ σε δημόσιο, γεμίσαμε σπυριά, φορούσαμε ακόμα τα ίδια γυαλάκια, ήμασταν ακόμα σπασικλάκια, παλεύαμε η κάθε μια με τους εφηβικούς μας δαίμονες και μεγαλώναμε χώρια. Και μεγαλώσαμε η κάθε μια χωρίς την έγνοια της άλλης, τελειώσαμε το σχολείο, πήγαμε πανεπιστήμιο. Εκείνη κάπου στην Αμερική κι εγώ στην Ελλάδα. Τα πήγαμε κι οι δυο άριστα γιατί γουστάραμε πολύ αυτό που κάναμε και τελειώσαμε. Δεν το ξέραμε τότε, αλλά σπουδάζαμε παρόμοια πράματα.

Όταν ήρθε ο καιρός να το μάθουμε, ήμασταν κι οι δυο έτοιμες για το επόμενο βήμα, για το μεταπτυχιακό. Βρεθήκαμε σε μια σύναξη για τους φοιτητές που θα φοιτούσαν σε ένα πανεπιστήμιο του Λονδίνου. Σε αυτό, που τυχαία κι οι δυο μας κάναμε αίτηση και γίναμε δεκτές. Την είδα από μακριά να μιλάει σε κόσμο με αυτοπεποίθηση και το ίδιο, γνώριμο χαμόγελο. Δεν φόραγε πια γυαλιά, ούτε κι εγώ. Ήμασταν σχεδόν γυναίκες, είχαμε σχέδιο να διαπρέψουμε σε αυτό που ακολουθούσαμε και κανείς δεν μπορούσε να μας σταματήσει. Το ίδιο συνεπής και μεθοδική εκείνη και εξίσου φυγόπονη και παρορμητική εγώ, περάσαμε έναν χρόνο στο Λονδίνο γεμάτο άγχος, έλλειψη ήλιου και διάβασμα.

Κι ύστερα τελειώσαμε μαζί, ήρθαμε πίσω στην πόλη μας και συνεχίσαμε να χωράμε η μια στη ζωή της άλλης. Εκείνη προχώρησε κάνοντας διδακτορικό σε αυτό που αγαπά κι εγώ βρήκα την καριέρα που αποζητούσα. Και κάπου στο ενδιάμεσο, έμελλε να της γνωρίσω τον άντρα της ζωής της.

Κι έχουν περάσει από τότε χρόνια. Χωρίς γυαλάκια και σπυράκια, αλλά το ίδιο σπασικλάκια, η Κατερίνα κι εγώ ξεζουμίζουμε τη ζωή σαν οι καλύτερες μαθήτριες στην τάξη. Όταν ξεχνώ να μάθω από τα παθήματά μου είναι εκεί για να μου τα διδάσκει ξανά, κι όταν ξεχνά πόσο δυνατή και θαρραλέα είναι, είμαι εκεί για να της το θυμίζω.

Κι αυτό, είναι μαγεία.