Αυτή είναι η ιστορία του Αναξαγόρα, ίσως του πιο πρόσχαρου αστυνομικού της περιοχής της Πλάκας στην Αθήνα, όπου μεγάλωσε και ζει σήμερα, δυο στενά μακριά από τη μάνα του. Είναι στρουμπουλός και πολύ ψηλός, πολύ ανοιχτόχρωμος και γαλανομάτης και φορά μεγάλα γυαλιά μυωπίας που κάνουν τα μάτια του να φαντάζουν γλυκά σαν παιδικά και πιο μεγάλα από το κανονικό. Όταν δεν φοράει τη στολή του, φοράει φλοράλ πουκάμισα με ανασηκωμένο τον γιακά και λινά παντελόνια.
Αν και μεσήλικας πια, δεν έχει χάσει ίχνος παιδικότητας και ρομαντισμού. Από μικρό παιδί αγαπούσε τον παλιό, ελληνικό κινηματογράφο και παρακολουθούσε με τις ώρες τις ταινίες του αγαπημένου του ζευγαριού: της Αλίκης και του Δημήτρη. Έτσι τους ονόμαζε κάθε φορά που παραλλήλιζε τη ζωή με τις κινηματογραφικές τους περιπέτειες. Με το μικρό τους, σαν να ήταν οι καλύτεροι φίλοι του. Οι γείτονες τον ακούν πολλές φορές μέσα στην ημέρα να καλεί την Αλίκη και τον Δημήτρη. Λίγοι γνωρίζουν ότι έτσι ονόμασε τα δύο άσπρα παχουλά γατιά που έχει εσώκλειστα στο σπίτι αλλά κανείς τους δεν απορεί για το παράδοξο γεγονός.
Η μάνα του, «η εύθυμη χήρα της Πλάκας», όπως χαϊδευτικά την αποκαλούν οι της περιοχής, με καμάρι αφηγείται μέχρι σήμερα τον ενθουσιασμό με τον οποίο ο γιος της παρακολούθησε για πρώτη φορά την ταινία «Η Αλίκη στο ναυτικό». Ήταν τότε που, παρασυρόμενη και η ίδια από τον πυρετό του κινηματογραφικού ρομαντισμού, και ελλείψει ρομάντζου στη ζωή της, τον έντυνε άλλοτε Αλίκη κι άλλοτε Δημήτρη και τον έβγαζε αμέτρητες φωτογραφίες.
Η ίδια δεν το ξέρει, αλλά κάθε φορά που η υπηρεσιακή νυχτερινή του βάρδια οδεύει προς το τέλος της, επιλέγει ένα απόμερο στενό, βεβαιώνεται ότι κανείς δεν τον βλέπει και αναπαριστά την αγαπημένη του σκηνή από την ταινία: αυτήν που η Αλίκη βγαίνει με τη στολή ναύτη από το μπαούλο και συστήνεται στο Δημήτρη τραγουδώντας «Τράβα μπρος και μη σε νοιάζει…».
Κάθε βράδυ, ο Αναξαγόρας αράζει στον άσπρο καναπέ του σαλονιού του περιτριγυρισμένος από αμέτρητα μαξιλάρια κάθε μεγέθους και χρώματος και την Αλίκη και τον Δημήτρη στο προσκέφαλό του. Στο δεξί τραπεζάκι με το φωτιστικό έχει πάντοτε ένα κουτί από χαρτομάντηλα και μια στοίβα από άρλεκιν που απολαμβάνει να διαβάζει όταν δεν παρακολουθεί τις αγαπημένες του ταινίες και σειρές. Έχει μεγάλη συλλογή από άρλεκιν, περίπου 407, τα οποία έχει τοποθετήσει κατά αλφαβητική σειρά στη μεγάλη βιβλιοθήκη του διαδρόμου του.
Κάθε πρωί μιλά με τη «μανούλα» του στο τηλέφωνο για μια ανασκόπηση των νέων της γειτονιάς και των εξελίξεων στις τηλεοπτικές σειρές που παρακολουθούν και οι δύο ανελλιπώς. Όλες ιστορίες έρωτα και πάθους. Και κάθε φορά, λίγο πριν κλείσουν, του πετά το διαχρονικό ερώτημα: «Εσύ πότε θα βρεις ένα καλό κορίτσι να φτιάξεις οικογένεια αγορίνα μου;» Αυτός απαντά γελώντας τρανταχτά: «Α ρε μανούλα, εγώ έχω εσένα, τι άλλο θέλω;».
Κάθε χρόνο στα γενέθλιά του, τού παραδίδεται κατ’ οίκον μια γλάστρα με ορχιδέα. Κάθε χρόνο άλλο χρώμα. Είναι η μοναδική φορά τον χρόνο που μιλάει στο τηλέφωνο με τον αδερφό του, που ζει στην Αυστραλία με την οικογένειά του μόνιμα, χρόνια τώρα, για να τον ευχαριστήσει για την αποστολή. Κάθε χρόνο γελάει που ο αδερφός του επιμένει να κάνει τον ανήξερο γι’ αυτό και περιγράφει στη μάνα του πως «νιώθει την αγάπη του από μακριά, έστω κι αν πρέπει πάντα να κλείσει βιαστικά γιατί ‘πνίγεται στη δουλειά’». Είναι από τις λίγες ημέρες που η μάνα του αντί να γιορτάζει χαρωπά μαζί του τον κοιτάει, θα έλεγε κανείς με οίκτο. Δεν γνωρίζει βλέπετε, ο Αναξαγόρας, ότι η κυρία Ρούλα είναι αυτή που του στέλνει κάθε χρόνο την ορχιδέα γιατί ο αδερφός του προτιμά να αγνοεί την ύπαρξή του.