Μια κάποια Μαίρη, ούτε καν η Παναγιωταρά

Κοιμάται στην άκρη του κρεβατιού για να αφήνει χώρο στην κόρη της, που θέλει να τη νιώθει δίπλα της για να κοιμηθεί. Είναι γυρισμένη πάντα στα δεξιά, για να έχει τη μούρη της κολλημένη στη μούρη τη δική της. Θέλει να τη μυρίζεται για να κοιμηθεί. Όποτε ασυναίσθητα γυρίζει από την άλλη πλευρά, της το θυμίζει τραβώντας της τα μαλλιά σχεδόν αντανακλαστικά. Κάθε φορά που κινείται την πονά η μέση της κι όταν τελικά καταφέρνει να γυρίσει την ενοχλεί ο πάντοτε μουδιασμένος ώμος της. Είναι όμως σημαντικό να κοιμηθεί το μωρό. Αν χρειαστεί τη θηλάζει ξαπλωμένη στην ίδια πάντα πλευρά, για να ξαπλώνει η κόρη της με ασφάλεια ανάμεσά τους χωρίς τον κίνδυνο να πέσει κάτω. 

Όποτε τη βλέπει να κοντεύει πολύ στον άντρα της, την τραβά απαλά κοντά της. Είναι σημαντικό κι εκείνος να κοιμηθεί γιατί ξυπνάει νωρίς για τη δουλειά του. Προσπαθεί να την έχει υπό έλεγχο χωρίς να προκαλεί το μυαλό της να ξυπνήσει. Πρέπει κι αυτό να κοιμηθεί. Το υπόλοιπο της ημέρας, το ταλαιπωρεί η αγωνία. Η σκέψη ότι δεν πρέπει να ξυπνήσει την ξυπνά για τα καλά και τώρα αγωνιά για το ότι πρέπει κι εκείνη να κοιμηθεί πριν την προλάβει η μέρα. Αναγκάζει το μυαλό της να μετρήσει τους λόγους για τους οποίους είναι ευγνώμων. Συνήθως αυτό τη βοηθά να χαλαρώσει. Η κόρη της, ο άντρας της, ο γιος του, η στέγη πάνω απ’ το κεφάλι τους, η υγεία τους, ο καφές του πρωινού αν και πάνε μήνες να τον πιει σε ησυχία, ο μισθός στο τέλος του μήνα, οι γονείς της, οι αδερφές της, οι διακοπές στη Γαλλία, ο ήλιος της Άνοιξης, τα λουλούδια. Αποκοιμιέται στη μέση κάποιων νοερών δρόμων που μυρίζουν γιασεμί και λεμονανθούς με τα χέρια της μικρής γύρω από το λαιμό της και τη ζεστή της ανάσα να πέφτει ρυθμικά ανάμεσα στα μάτια της. Είναι το τελευταίο πράγμα που θυμάται πριν ξανακοιμηθεί και το πρώτο μόλις ξυπνήσει. 

Κάθε πρωί πριν φύγει για τη δουλειά ο άντρας της, την ξυπνά για να τη φιλήσει, να της πει πως την αγαπάει και να της ευχηθεί να πάει καλά η μέρα της. Συνήθως του ανταποδίδει το φιλί κοιμισμένη ακόμα, και συνεχίζει τον ύπνο της με τη θολούρα της απορίας αν του είναι καλή σύντροφος, αν είναι μοιραίο να γίνουν σαν όλα τα άλλα ζευγάρια με μωρά που ξέρουν κι αν όχι, αν κάνει όσα πρέπει προς αποφυγή του.

Προλαβαίνει να μείνει ξαπλωμένη για ακόμα λίγο. Πότε ήταν η τελευταία φορά που έμεινε ξαπλωμένη έτσι χωρίς σκοπό και χωρίς τίποτε να της καταλαμβάνει το νου, ούτε που θυμάται. Προγραμματίζει στο μυαλό της τα επόμενα βήματα της ημέρας. Μόλις ξυπνήσει το μωρό θα πρέπει να το αλλάξει, να το περιορίσει κάπου για να προλάβει να πάει στα γρήγορα τουαλέτα. Ύστερα να της φτιάξει πρωινό, να την ταΐσει, να της τραγουδήσει, να βγουν έξω να μυρίσουν τα κρινάκια τους, να την αφήσει να μπουσουλήσει για να βάλει σε μια τάξη το σπίτι, χωρίς να την αφήνει στιγμή από το βλέμμα της. Να την αφήσει να παίζει με τα ρούχα της όσο θα ντύνεται. Δεν θα έχει χρόνο να σκεφτεί τι να βάλει – θα πρέπει να αφοσιωθεί στα πιο σημαντικά. Θα δει το κοκκινάδι της. Δεν θα το βάλει όσο και να της λείπει γιατί προτιμά να μπορεί να τη φιλάει με καθαρά χείλη. Πριν το καταλάβει θα είναι ώρα για δουλειά. Συναντήσεις, ημέηλς, άγχος, όλα από το σπίτι ενώ το μωρό θα το προσέχει κάποιος άλλος στο διπλανό δωμάτιο κι αυτή θα δουλεύει με την απορία αν είναι καλή επαγγελματίας και ως μητέρα. Θα θυμώνει με τα της δουλειάς και θα σκέφτεται μήπως αντιδρά έτσι επειδή η μητρότητα μετρίασε τις αντοχές της ή απλά επειδή έχει δίκαιο, ενώ θα ακούει την κόρη της πίσω από την πόρτα να γελάει με τα γαργαλίσματα κάποιας υποκατάστατης μάνας.

Ύστερα θα πρέπει να βρει χρόνο να την κοιμίσει γιατί μόνο πάνω της κοιμάται, να συνεχίσει με τη δουλειά, να προλάβει να κάνει ένα διάλειμμα για να την ταΐσει μεσημεριανό όχι γιατί πρέπει αλλά γιατί θα της έχει λείψει και θα νιώθει ότι δεν περνάει αρκετό χρόνο μαζί της. Θα την κάνει μπάνιο με τον άντρα της όταν θα έχει τελειώσει τη δουλειά αλλά ακόμα το μυαλό της θα είναι εκεί γιατί η κούρσα της ημέρας της θα συνεχίζεται με κεκτημένη ταχύτητα, θα τη χαζέψει να πλατσουρίζει και θα τον αφήσει να τη ντύσει μέχρι να προλάβει να πάει να κάνει ένα ντους. 

Θα τρέχει το ζεστό νερό από πάνω της κι αυτή μάταια θα φαντάζεται ότι συμπαρασύρει στο πέρασμά του όλη την ένταση. Θα την ακούει έξω από την πόρτα να της φωνάζει “γεια” και θα αισθάνεται τύψεις που το βρίσκει αξιολάτρευτο μεν αλλά θα προτιμούσε να ήταν μόνη έστω και για τόσο λίγο, όσο διαρκεί ένα ντους. Θα την ταΐζει και θα σκέφτεται ότι θέλει να σταματήσει να τη θηλάζει κι ότι έχει ήδη παραπάει το πράγμα, αλλά όχι σύμφωνα με τη γιατρό της. Την κάνει να αισθάνεται κακή μητέρα, κι ας της εξηγεί ότι της λείπει το σώμα της. Θα υπενθυμίσει στον εαυτό της ότι πρέπει πάνω απ’ όλα να είναι εκείνη καλά για να μπορεί να είναι καλή μητέρα. Θα κοιμηθεί το μωρό ενόσω τη θηλάζει, θα τη βάλει στο κρεβατάκι της και θα εύχεται να μην ξυπνήσει μέχρι να προλάβει να φάει και να ξεκουραστεί στον καναπέ, να πει δυο κουβέντες με τον άντρα της, να ανασυγκροτήσει το μυαλό της, να πιει ένα ποτήρι κρασί με την αγωνία ότι μπορεί να χρειαστεί να θηλάσει μέσα στη νύχτα και τότε θα νιώθει τύψεις που το ήπιε. Περνάει από το μυαλό της να γράψει λίγο, αλλά δεν έχει τη δύναμη. Κλείνοντας τα μάτια μπροστά σε κάποια σειρά του netflix που δεν θα καταφέρει ποτέ να δει ολοκληρωμένη θα σκέφτεται ότι η μητρότητα δεν μπορεί να είναι η φυσική εξέλιξη των πραγμάτων για μια γυναίκα αλλά κατόρθωμα, και διερωτάται πώς τα έβγαλε πέρα η μάνα της με τρία και χωρίς καμιά βοήθεια. Ξαφνικά την καταλαβαίνει όσο ποτέ.  

Κι όταν θα έχει πια κοιμηθεί για τα καλά, θα συνεχίσει να έχει στο πίσω μέρος του μισοκοιμισμένου της μυαλού την έγνοια της. Θα ξυπνά όταν εκείνη καθυστερεί να αναζητήσει την παρηγοριά της, θα την ψάχνει μέσα στο σκοτάδι για να σιγουρευτεί πως είναι καλά και θα σκέφτεται πόσο αναπόσπαστο κομμάτι τής είναι και πόσο αδιανόητα πολύ την αγαπά.

Αξίζει; Όσο τίποτε άλλο στον κόσμο.

Συντάκτης: Χαρά Ζυμαρά

Γράφω τις ιστορίες μου, τις διαβάζω και τις ξαναδιαβάζω, τις αφήνω, τις ξεχνώ, γράφω άλλες, κι όταν μου στερέψει η έμπνευση πάω πίσω και τις ξαναδιαβάζω απ’ την αρχή. Μου θυμίζουν ποια ήμουν όταν τις έγραφα, τι έμαθα από αυτές και τι να βελτιώσω στις επόμενες, αλλά πάνω απ’ όλα τι να βελτιώσω στον εαυτό μου. Πολλές φορές με κρατούν δέσμιά τους μέχρι να μπορέσω να τις αφήσω πίσω μου ξανά για να εφεύρω άλλες, και μαζί, τον ίδιο μου τον εαυτό. Γράφω τις σκέψεις μου για να ελαφρύνω το μυαλό μου και να ανακτήσω τις ισορροπίες μου ξανά. Σαν μικρές ιστορίες, αλλά χωρίς την προσδοκία να είναι καλές. Συνεχίζω να γράφω τις μικρές, κακές μου ιστορίες, για να μπορώ να υπάρχω εν ειρήνη. Κι όσο γράφω σημαίνει ότι ακόμα την ψάχνω, και δεν είμαι καν σίγουρη πως θέλω να τη βρω.

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Αρέσει σε %d bloggers: