Κάν’ το όπως εκείνη

Την άκουγε που μιλούσε με τα μάτια γουρλωμένα για τα επιχειρηματικά της σχέδια. Έλεγε, με έναν τρόπο, που δεν χωρούσε αμφισβήτηση, ότι θα έκανε αυτό και θα έβγαζε τόσα. Κι ύστερα σήκωνε τους ώμους γυρνώντας στο πλάι το κεφάλι με ένα νάζι που υπονοούσε ότι ήξερε ακριβώς τι έλεγε και πώς να το καταφέρει, ότι αναγνώριζε τη δύναμη που είχε να το πράξει, αλλά ακόμα περισσότερο τη δύναμη που είχε να σε πείσει πως θα το έπραττε.

Περισσότερο παρατηρούσε όμως τους γύρω της, που την άκουγαν με προσοχή και θαυμασμό, σιγοντάροντας κάθε της πρόταση με επιφωνήματα τύπου «ουάου» και «μπράβο» και «μα ναι, είναι ιδιοφυές». Κρέμονταν όλοι από τις λέξεις της, έβλεπαν εκείνα τα σαρκώδη της χείλη να κινούνται σαν να έδιναν παράσταση μπροστά από μπορντώ σουέτ κουρτίνες, και ταυτόχρονα την παρατηρούσαν, όσο τους έκανε τη χάρη να στέκεται τόσο πολύ κοντά τους. Πράσινα μάτια, δέρμα τσιτωμένο και μαυρισμένο όσο πρέπει, μαλλί καστανόξανθο μακρύ πιασμένο σε πλεξίδα ριγμένη στον αριστερό της ώμο, μακιγιάζ έντονο, βλεφαρίδες ανασηκωμένες και επιβλητικές, στήθος μεγάλο και στητό, κάτω από ένα φόρεμα αέρινο που άφηνε τους σμιλευμένους ώμους της εκτεθειμένους.

Στεκόταν ακριβώς απέναντι της κι έκανε, καθώς την άκουγε, τους υπολογισμούς της. Ήταν πάνω από πενήντα και το έλεγε με περηφάνεια, ίσως γιατί ήξερε ότι θα προκαλούσε ακόμα πιο έντονο θαυμασμό απέναντι στο δυσανάλογο για την ηλικία της κάλλος. Εκείνη ήταν μόλις τριάντα-τρία αν και δεν ήταν σίγουρη ότι φαινόταν τόσο. Πώς είχε γεράσει έτσι μέσα σε λίγα χρόνια; Ήταν σίγουρα πολύ πιο όμορφη από την ίδια. Άραγε να την έφτανε αν προσπαθούσε λίγο παραπάνω κάθε πρωί; Εκείνη η αντηλιακή της με χρώμα είχε μείνει ξεχασμένη κάπου στο κομοδίνο της. Ίσως να είχε λήξει. Να θυμηθεί να την ξεθάψει όταν πάει σπίτι. Κάποτε της χρειαζόταν μόνο εκείνη η ανεπαίσθητη κρέμα για να φαίνεται φρέσκια κι όμορφη. Ήταν έξυπνη γυναίκα, αλλά όχι περισσότερο από του λόγου της. Σίγουρα πιο επιχειρηματικό μυαλό, ναι. Αλλά όχι πιο έξυπνη. Πολύ πιο γυμνασμένη, ναι. Της λείπει εκείνο το αίσθημα του σώματος που ξυπνάει μετά από άσκηση, αλλά πότε να βρει τον χρόνο; Σάμπως κι εκείνη τον είχε, με τέσσερα παιδιά και φουλ επιτυχημένη καριέρα; Είχε βέβαια και λίγη κοιλίτσα, αλλά κάπως τα κατάφερνε και έκανε τους άλλους είτε να μην την προσέχουν είτε να την εκλαμβάνουν ως χαριτωμένη. Αν έκανε την ίδια γυμναστική, σίγουρα το σώμα της θα φαινόταν χίλιες φορές πιο ελκυστικό. Πώς να είναι άραγε η επαφή με τον άντρα της; Η δικιά τους είχε ήδη περάσει σ΄εκείνο το επίπεδο που επιβάλλονται πρωτοβουλίες και αυτοσχεδιασμοί για να κρατηθεί σε ένα ελάχιστο επίπεδο ο ενθουσιασμός. Σίγουρα εκείνη θα ήξερε τι είχε ανάγκη σεξουαλικά και δεν θα ντρεπόταν να το ζητήσει. Δεν θα ένιωθε την ίδια ανασφάλεια που νιώθει η ίδια κάθε φορά που βλέπει την χαλαρή της κοιλιά να κυματίζει πέρα δώθε με κάθε κίνηση μπρος πίσω, πάνω κάτω.

Έγραφε όμως βιβλίο. Σίγουρα εκείνη όχι. Δεν το ήξερε σχεδόν κανένας ακόμα και δεν ήθελε να ακούει αυτή τη λέξη ούτε καν μέσα στο ίδιο της το μυαλό. Ακούς’ εκεί βιβλίο! Από πού κι ως πού; Αλλά το έγραφε κι ας μην γινόταν ποτέ βιβλίο όπως αυτά που θαύμαζε. Σκεφτόταν πώς θα ήταν να συστήνεται κι αυτή με την ίδια αυτοπεποίθηση ως «συγγραφέας». Όταν την ρωτούσαν με τι ασχολείται, θα άρχιζε οπωσδήποτε μ’ αυτό. Θα έλεγε «αυτή τη στιγμή γράφω το βιβλίο μου, θα το τελειώσω σε έναν μήνα ακριβώς, στις τάδε του Σεπτέμβρη, θα το παραδώσω στον τάδε εκδοτικό οίκο και μπορώ να σας εγγυηθώ πως θα εκδοθεί μέχρι το τέλος του χρόνου. Την επόμενη φορά που θα βρεθούμε ευχαρίστως να σας φέρω ένα αντίγραφο με ειδική αφιέρωση». Αν την ρωτούσαν το θέμα του βιβλίου θα απαντούσε με ένα συνωμοτικό μειδίαμα πως «δεν μου επιτρέπεται να αποκαλύψω λεπτομέρειες της ιστορίας, αλλά να είστε σίγουροι πως θα σας συνεπάρει». Θα είχε πιο ελαφρύ μακιγιάζ πάνω της από την περσόνα που είχε εκείνη τη στιγμή απέναντι της, αλλά θα ήταν αρκετή η λάμψη των ματιών της για να κρύψει τις ατέλειες του δέρματος της και θα φόραγε εκείνη την ξώπλατη πράσινη παντελόνα της χωρίς σουτιέν, με κρεμαστά σκουλαρίκια και τα μαλλιά πάνω, με μία ατίθαση φράντζα να πέφτει στο μέτωπο. Θα την ρωτούσαν «μα πώς είναι δυνατό; είστε τόσο νέα, και με ένα παιδί να κρέμεται απ’ το φουστάνι σας, μπράβο!» και θα τους απαντούσε με ταπεινότητα «μα, δεν είναι τίποτα, ο καθένας μπορεί να γίνει αυτό που θέλει, φτάνει να υπάρχει θέληση». Καθώς θα μιλούσε θα έπιανε με την άκρη του ματιού της τον άντρα της να την κοιτάζει δαγκώνοντας το κάτω χείλος και κουνώντας το κεφάλι δεξιά-αριστερά από περηφάνεια. Σίγουρα θα σκεφτόταν «είμαι τόσο τυχερός που βρήκα μια τέτοια γυναίκα» και δεν θα άντεχε μέχρι να πάνε σπίτι για να της δείξει στην πράξη πόσο σαγηνευτική την βρίσκει. Παραδίπλα το παιδί τους θα άκουγε κάθε της λέξη με θρησκευτική προσήλωση και όταν το ρωτούσαν τι θέλει να γίνει όταν μεγαλώσει θα απαντούσε φουσκώνοντας τα στήθια «συγκαλέας», προκαλώντας τα γέλια όλων και ένα μοναδικό αίσθημα πληρότητας στη μητέρα του.

Να θυμηθεί να βρει εκείνο το άρθρο που είχε διαβάσει κάποτε περί αυτοπεποίθησης.

Συντάκτης: Χαρά Ζυμαρά

Γράφω τις ιστορίες μου, τις διαβάζω και τις ξαναδιαβάζω, τις αφήνω, τις ξεχνώ, γράφω άλλες, κι όταν μου στερέψει η έμπνευση πάω πίσω και τις ξαναδιαβάζω απ’ την αρχή. Μου θυμίζουν ποια ήμουν όταν τις έγραφα, τι έμαθα από αυτές και τι να βελτιώσω στις επόμενες, αλλά πάνω απ’ όλα τι να βελτιώσω στον εαυτό μου. Πολλές φορές με κρατούν δέσμιά τους μέχρι να μπορέσω να τις αφήσω πίσω μου ξανά για να εφεύρω άλλες, και μαζί, τον ίδιο μου τον εαυτό. Γράφω τις σκέψεις μου για να ελαφρύνω το μυαλό μου και να ανακτήσω τις ισορροπίες μου ξανά. Σαν μικρές ιστορίες, αλλά χωρίς την προσδοκία να είναι καλές. Συνεχίζω να γράφω τις μικρές, κακές μου ιστορίες, για να μπορώ να υπάρχω εν ειρήνη. Κι όσο γράφω σημαίνει ότι ακόμα την ψάχνω, και δεν είμαι καν σίγουρη πως θέλω να τη βρω.

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Αρέσει σε %d bloggers: