Κάνω come-back

Δεν μ’ αναγνωρίζετε γιατί έλειπα καιρό,
τα δάκρυα μου δεν σας λένε κάτι.
Θ.Π.

Έσ̆ει παραπάνω που εξάμηνο να γράψω κάτι. Έστω κακό. 

Σε ορισμένες περιπτώσεις, μέσα σε τούτον το διάστημαν τα διάφορα που εσυμβήκαν ήταν τόσον έντονα, που εν μου εδώσαν περιθώριο να τα αναστοχαστώ τζ̆αι να τα αποδώσω στο χαρτί. Όπως ο γάμος μου, τον περασμένο Μάη ή η εμφάνιση μας με την Amalgamation στο Αββαείο του Γουεστμινστερ, πιο πριν, τον περασμένο Μάρτη. Εμπειρίες που απαιτούν τον χρόνον τους για να αποκρυσταλλωθούν τζ̆αι να αρθρωθούν σε λόγο. Εμπειρίες που επέλεξα να τες ζήσω με πλήρην ενσυνείδηση τζ̆αι ας μεν έφκαινεν καμιά ιστορία ύστερα.

Σε άλλες περιπτώσεις έτυχεν να μου γεννηθούν τόσον έντονα συναισθήματα, που ακόμα βρίσκουμαι τυλιμένη μέσα στον καπνόν της φωθκιάς που μου ανάψαν. Εν μπορώ ακόμα να δω το φως, τζ̆αι έτσι εν μπορώ να καταπιαστώ που κάπου για να αρκέψω να ξετυλίω το κουβάριν τους. Συναισθήματα αδικίας τζ̆αι απογοήτευσης, κυρίως.

«Ίσως να αντιδράς υπερβολικά», είπεν μου ένας φίλος. Μα έσ̆ει έτσι πράμαν; Για μέναν τούτη η αντίδραση, μέσα στην υπερβολήν της, εν ένδειξη πως κάτι μέσα μου παραμένει άλυτον σε σχέσην με το συγκεκριμένον θέμαν. Ακόμα τζ̆αι τες σκέψεις μου σε ημερολογιακήν μορφήν δυσκολεύκουμαι να τες αρθρώσω για τούτον το ζήτημαν. Κάθε φοράν ξεκινώ:

«Εν αλλοπρόσαλλη τούτη η συμπεριφορά», λαλεί μου… τζ̆αι σταματώ ως τζ̆ει̮αμαί. 

Ξαναρκέφκω. Την επόμενην φοράν προσπαθώ το στο τρίτον πρόσωπον. Να αποστασιοποιηθώ, πέρκει τζ̆αι γίνει κάτι. 

«Εν αλλοπρόσαλλη τούτη η συμπεριφορά», λαλεί της, τζ̆αι ανακατώννει τον χυμόν του με το καλαμάκι. Τα παγάκια χτυπούν αναμεταξύν τους τζ̆αι τίποτε άλλον εν ακούεται. Ακόμα εν εδιαλυθήκαν με τόσην πυράν τζ̆αι η συζήτηση τους έφτασεν τζ̆αι επήρεν μάνι μάνι φώκον.

Πάλε σταματώ. Εννα τον εκθέσω, σκέφτουμαι. Ακόμα ένας λόγος να με λαλεί αλλοπρόσαλλην. Επροσπάθησα το άλλο μιάν φοράν σε στυλ παραλληλισμού. Αν τον κάμω να φανεί καταπιεστικός σύντροφος, μπορεί να μεν καταλάβει, εσκέφτηκα τζ̆αι εσυνέχισα:

«Καλάν ρε Γιώργο», λαλεί του τζ̆είνη. Οι παλάμες της εν ανοιχτές μπροστά στα σ̆έρκα του. Τζ̆είνος τραβά λλίον πίσω το ποτήριν του τζ̆αι εξακολουθεί να μεν τη θωρεί στα μμάθκια. «Εν αλλοπρόσαλλον να θέλω να χωρίσουμεν αλλά να εξακολουθούμεν να είμαστεν φίλοι;»

Πιο κλισ̆έ πεθαίνεις, είπα που μέσα μου τζ̆αι εσταμάτησα τζ̆ει̮αμαί. Εξάλλου εν περνά καθόλου τούτον που πραγματικά θέλω να αποδώσω. Με σύντροφος ένει, με φίλος (πκιόν). Τζ̆αι όσον παραπάνω το επροσπαθούσα τζ̆αι ένιωθα πως εν εμπορούσα να γράψω την αλήθκειαν για τούτα ούλλα που με εσ̆οκκάραν, παραπάνω εβραχυκυκλώννουμουν τζ̆αι εν έθελα να γράψω τίποτε.

Σε μιαν άλλην περίπτωσην εκράτησεν με πίσω η απελπισία. Έσ̆ει πάνω που χρόνον που ετέλιωσα το βιβλίον μου τζ̆αι ακόμα περιμένω το να εκδοθεί. Μόνον ο εκδοτικός οίκος ξέρει το πότε εννα γίνει τούτον, τζ̆αι για τούτον πάλε εν είμαι τζ̆αι τέλεια σίουρη. «Εντάξει, καλέ, όποτε φκει», λαλώ του κόσμου. Στο μεταξύν όμως, απελπίζουμαι. Νιώθω το να ξωμακρύζει, ενώ η επιθυμία μου να το φωνάξω του κόσμου εν δυσανάλογα έντονη. 

Σε άλλες περιπτώσεις έτυχεν μου τούτον που πολλά εύστοχα ένας άνθρωπος που θεωρώ πολλά ξεχωριστόν αποκάλεσεν «μούθκιασμαν». Παθθαίννεις το άμαν περάσει πολλύς τζ̆αιρός τζ̆αι μεινίσκεις άπραγος. Καλομαθθαίνεις στην κατάστασην απραξίας σου, ειδικά άμαν καταλάβεις ότι εν έσ̆ει τίμημαν. Θέλω να πω, εν θα σε γυρέψει κανένας να σου ζητήσει τον λόγον. «Γιατί κύριε εν κάμνεις τίποτε, με γράφεις, με τραγουδάς; Το τρένον της Δημιουργίας αποχώρησεν, τζ̆αι εσύ ακόμα στέκεις τζ̆αι περιμένεις το». Τζ̆αι έτσι εν σε κόφτει, εν έσ̆εις κίνητρον να ξεβολευτείς. 

Εν προσπαθείς να ξεφύγεις που κάπου, που μιαν καταπιεστικήν συνθήκην που σε τυρανά, ας πούμεν (πάντα δουλεύκει δημιουργικά στην περίπτωσην μου), ώσπου τζ̆αι καταλάβεις πως τούτη η αδράνεια στην οποίαν εσυνήθισεν ο νους σου εν σ̆ειρόττερον βασανιστήριον που κάθε έξωθεν επιβεβλημένην τυραννίαν. 

Παίρνει σου όμως χρόνον να το δεις. Τζ̆αι άπαξ τζ̆αι είδες το, μετά γίνεσαι όπως τον πελλόν. Γυρίζει το δειν σου. Γίνεσαι κάττος που προσπαθεί να ξεφύγει που ξεκινημένην μηχανήν αυτοκινήτου. Εν ξέρεις προς τα πού θέλεις να πάεις, μόνον ότι θέλεις πάσει θυσία να αποδράσεις που μιαν συνθήκη που ξέρεις πως εννα σε σκοτώσει. 

Γράφω τα τούτα σήμερα για να φυτέψω έναν σπορούιν. Έννεν κάποια μικρή, κακή ιστορία – εννα ήθελα όμως να γίνει η ιστορία του πώς εξεκίνησα πάλε να γράφω. Να κάμνω χώρον μέσα μου για να εντοπίζω τες ιστορίες γύρω μου τζ̆αι ύστερα να έχω την διαύγειαν να τες ξαναζωντανέψω με λέξεις.

Άγνωστο's avatar

Συντάκτης: Χαρά Ζυμαρά

Γράφω τις ιστορίες μου, τις διαβάζω και τις ξαναδιαβάζω, τις αφήνω, τις ξεχνώ, γράφω άλλες, κι όταν μου στερέψει η έμπνευση πάω πίσω και τις ξαναδιαβάζω απ’ την αρχή. Μου θυμίζουν ποια ήμουν όταν τις έγραφα, τι έμαθα από αυτές και τι να βελτιώσω στις επόμενες, αλλά πάνω απ’ όλα τι να βελτιώσω στον εαυτό μου. Πολλές φορές με κρατούν δέσμιά τους μέχρι να μπορέσω να τις αφήσω πίσω μου ξανά για να εφεύρω άλλες, και μαζί, τον ίδιο μου τον εαυτό. Γράφω τις σκέψεις μου για να ελαφρύνω το μυαλό μου και να ανακτήσω τις ισορροπίες μου ξανά. Σαν μικρές ιστορίες, αλλά χωρίς την προσδοκία να είναι καλές. Συνεχίζω να γράφω τις μικρές, κακές μου ιστορίες, για να μπορώ να υπάρχω εν ειρήνη. Κι όσο γράφω σημαίνει ότι ακόμα την ψάχνω, και δεν είμαι καν σίγουρη πως θέλω να τη βρω.

4 σκέψεις σχετικά με το “Κάνω come-back”

  1. Να γράφεις, όποτε μπορείς, όποτε γουστάρεις, όποτε σου φκαίνει, γιατί εσύ το θέλεις όι γιατί πρέπει. Τζαι να γράφεις για εμάς που απολαμβάνουμε τις ιστορίες σου, που καρτερούνε το βιβλίο σου να το πιάμε στα σιέρκα μας αν τζαι εδκιαβάσαμε το ήδη, που ξέρουμε ότι γράφεις που την καρδκιά σου, που γεμώνεις το χαρτί με λέξεις που μας ταξιδεύκουν! Μα πρωτίστως Να γράφεις για να δίνεις Χαρά στην Χαρά!

    Μου αρέσει!

Αφήστε απάντηση στον/στην Kyriakos Kyriakou Ακύρωση απάντησης