Ιππότης δίχως πανοπλία

Πιο πολύ την ανησυχούσε που ανησυχούσε. Ήτανε περισσότερα από δυο χρόνια μόνη της και το ‘χε συνηθίσει τόσο, που δεν ήταν πρόθυμη να το θυσιάσει για τον οποιονδήποτε. Αυτός όμως ήταν διαφορετικός. Τον είχε ερωτευτεί. Κι αυτός το ίδιο. Και δεν ήταν μαλάκας. Ακόμα (;). Και ήθελε να είναι μαζί χωρίς υπεκφυγές, φοβίες και άλυτα ζητήματα. Για πάντα. Και ήξερε να χειριστεί τον… βαθμό δυσκολίας της. Αυτός δεν ήταν σαν τους άλλους. Είχε έρθει για να μείνει. Και της το έλεγε. Με πάσα αυτογνωσία και ειλικρίνεια. Ήθελε να κάνουν ακόμα και οικογένεια! Ναι, αυτό το δαιμονοποιημένο σενάριο που υπήρξε άλλοτε αιτία χωρισμού από αυτόν που θεωρούσε, τότε, έρωτα της ζωής της.

Ανησυχούσε όμως. Ανησυχούσε που άρχιζε να της γίνεται απαραίτητος. Ποιος; Ένας άνθρωπος που ήταν δεν ήταν στη ζωή της τρεις μήνες όλους κι όλους. Ένας άνθρωπος, που, στη σκέψη μην και την πληγώσει της προκαλούσε αγωνία και… πόνο. Και φοβόταν. Φοβόταν μην γίνει αυτό που κατέκρινε τόσο καιρό. Φοβόταν μην χάσει την ανεξαρτησία της, την αυτονομία της. 

Πώς γίνεται να φοβάται μην τυχόν και χάσει τη δύναμή της ενώ ταυτόχρονα να νιώθει αδύναμη μπροστά στην ανάγκη της να τον δει, να του μιλήσει; Και πώς εξηγείται αυτό το άτιμο το συναίσθημα της ζήλιας, της ανάγκης για την προσοχή και την επιβεβαίωσή του;

Κι ύστερα, αν το καταλάβαινε όλο αυτό και την περνούσε για αδύναμη; Κι αν υποψιαζόταν, έστω για μια στιγμή, ότι τον έχει ανάγκη; Θα ήταν η απόλυτη ήττα της γυναικείας χειραφέτησής της ή η απόλυτη μορφή δοσίματος, μέσα από την αποκάλυψη της ευαλωτότητάς της; Πώς γίνεται να είναι κανείς ερωτευμένος και να πονάει ταυτόχρονα τόσο πολύ;

Μια σχέση μαγική

Με την Κατερίνα βρεθήκαμε στη ζωή όταν ήμασταν μόλις τεσσάρων ή πέντε, στο ίδιο νηπιαγωγείο. Τη θυμάμαι πάντα χαμογελαστή, λίγο ντροπαλή αλλά με ήρεμη δυναμικότητα. Δύο πράγματα ξεχώριζα πάνω της. Τα χρωματιστά της γυαλάκια που έκαναν τα μάτια της στρογγυλά και μεγέθυναν την παιδική εκφραστικότητά τους και το ρολόι της, κι αυτό χρωματιστό…

Με την Κατερίνα βρεθήκαμε στη ζωή όταν ήμασταν μόλις τεσσάρων ή πέντε, στο ίδιο νηπιαγωγείο. Τη θυμάμαι πάντα χαμογελαστή, λίγο ντροπαλή αλλά με ήρεμη δυναμικότητα. Δύο πράγματα ξεχώριζα πάνω της. Τα χρωματιστά της γυαλάκια που έκαναν τα μάτια της στρογγυλά και μεγέθυναν την παιδική εκφραστικότητά τους και το ρολόι της, κι αυτό χρωματιστό. Δεν ήταν από τα παιδάκια που ξεχώριζαν κάνοντας θόρυβο. Διακρινόταν όμως στα δικά μου μάτια γιατί έμοιαζε από τότε να έχει το πάνω χέρι στη ζωή. Χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια. Μικρό παιδάκι ήταν άλλωστε, αλλά υπολόγιζες ότι θα είχε πολλή αγάπη στη ζωή της.

Ύστερα πήγαμε δημοτικό, η κάθε μια σε άλλο και χαθήκαμε. Μεγαλώναμε μακριά, κάνοντας νέους φίλους, μαζεύοντας εμπειρίες και γνώση. Η ζωή έμελλε να μας φέρει ξανά μαζί μόλις μπήκαμε στα εφηβικά μας χρόνια, πίσω από κάτι πλατιά, άσπρα θρανία, σε ένα ημι-υπόγειο ωδείο, όπου βαλτήκαμε, κάθε απόγευμα Τετάρτης, να μάθουμε τους κανόνες της θεωρίας της Μουσικής. Εκείνη έπαιζε πιάνο κι εγώ βιολί. Φορούσε ακόμα τα γυαλάκια της, μέχρι τότε είχα βάλει κι εγώ, και ήμασταν κι οι δυο οι καλύτερες στην τάξη. Σπασικλάκια, δηλαδή. Εκείνη πάντα με τις εργασίες της καμωμένες από πριν, εγώ πάντα να κρύβομαι πριν το μάθημα πίσω από κάποιον τοίχο για να τις κάνω βιαστικά. Εκείνη συνεπής και μεθοδική, εγώ φυγόπονη και παρορμητική.

Κάπως έτσι πέρασαν πέντε εφηβικά χρόνια, πήραμε το πτυχίο της θεωρίας και χαθήκαμε ξανά. Μπήκαμε στο λύκειο, εκείνη σε ιδιωτικό εγώ σε δημόσιο, γεμίσαμε σπυριά, φορούσαμε ακόμα τα ίδια γυαλάκια, ήμασταν ακόμα σπασικλάκια, παλεύαμε η κάθε μια με τους εφηβικούς μας δαίμονες και μεγαλώναμε χώρια. Και μεγαλώσαμε η κάθε μια χωρίς την έγνοια της άλλης, τελειώσαμε το σχολείο, πήγαμε πανεπιστήμιο. Εκείνη κάπου στην Αμερική κι εγώ στην Ελλάδα. Τα πήγαμε κι οι δυο άριστα γιατί γουστάραμε πολύ αυτό που κάναμε και τελειώσαμε. Δεν το ξέραμε τότε, αλλά σπουδάζαμε παρόμοια πράματα.

Όταν ήρθε ο καιρός να το μάθουμε, ήμασταν κι οι δυο έτοιμες για το επόμενο βήμα, για το μεταπτυχιακό. Βρεθήκαμε σε μια σύναξη για τους φοιτητές που θα φοιτούσαν σε ένα πανεπιστήμιο του Λονδίνου. Σε αυτό, που τυχαία κι οι δυο μας κάναμε αίτηση και γίναμε δεκτές. Την είδα από μακριά να μιλάει σε κόσμο με αυτοπεποίθηση και το ίδιο, γνώριμο χαμόγελο. Δεν φόραγε πια γυαλιά, ούτε κι εγώ. Ήμασταν σχεδόν γυναίκες, είχαμε σχέδιο να διαπρέψουμε σε αυτό που ακολουθούσαμε και κανείς δεν μπορούσε να μας σταματήσει. Το ίδιο συνεπής και μεθοδική εκείνη και εξίσου φυγόπονη και παρορμητική εγώ, περάσαμε έναν χρόνο στο Λονδίνο γεμάτο άγχος, έλλειψη ήλιου και διάβασμα.

Κι ύστερα τελειώσαμε μαζί, ήρθαμε πίσω στην πόλη μας και συνεχίσαμε να χωράμε η μια στη ζωή της άλλης. Εκείνη προχώρησε κάνοντας διδακτορικό σε αυτό που αγαπά κι εγώ βρήκα την καριέρα που αποζητούσα. Και κάπου στο ενδιάμεσο, έμελλε να της γνωρίσω τον άντρα της ζωής της.

Κι έχουν περάσει από τότε χρόνια. Χωρίς γυαλάκια και σπυράκια, αλλά το ίδιο σπασικλάκια, η Κατερίνα κι εγώ ξεζουμίζουμε τη ζωή σαν οι καλύτερες μαθήτριες στην τάξη. Όταν ξεχνώ να μάθω από τα παθήματά μου είναι εκεί για να μου τα διδάσκει ξανά, κι όταν ξεχνά πόσο δυνατή και θαρραλέα είναι, είμαι εκεί για να της το θυμίζω.

Κι αυτό, είναι μαγεία.

Έρωτας στο περίπου, γίνεται;

Πάντοτε πίστευα ότι στη ζωή μου θα ζούσα 2-3 μεγάλους έρωτες. Ότι θα έρχονταν ξαφνικά, απροσδόκητα και θα αναστάτωναν τη ζωή μου ο καθένας με έναν διαφορετικά όμορφο, αλλά εξίσου ολοκληρωτικό τρόπο.

Πίστευα ότι σίγουρα ο ένας τουλάχιστον θα με πλήγωνε πολύ βαθιά και θα είχε τραγικό τέλος. Ότι θα τα έφερνε έτσι η ζωή που δεν θα μπορούσαμε να είμαστε μαζί γιατί θα υπήρχαν ανυπέρβλητα εμπόδια. Κι έτσι θα έφευγε από τη ζωή μου με πόνο. Αλλά με εκείνον τον γλυκό πόνο που σε κάνει να πιστεύεις στα παραμύθια και να ελπίζεις ότι οι έρωτες «δεν πεθαίνουν μα κοιμούνται» και «τρυπώνουν στα προσεχώς του σινεμά».

Κι ύστερα, όταν θα κατάφερνα σιγά-σιγά να ξεπεράσω τον πόνο, θα ερχόταν ένας άλλος, μεγάλος έρωτας. Σίγουρα θα έπρεπε να είναι μεγάλος, γιατί πώς αλλιώς να ξεπεράσει τον προηγούμενο; Πίστευα ότι κι αυτός, ο δεύτερος μεγάλος έρωτας, θα μου έπαιρνε τα μυαλά. Θα τον ζούσα στο έπακρο και θα έκανα τρελά πράγματα γι’ αυτόν. Όπως κι εκείνος για ‘μένα. Αυτός ο έρωτας θα ήταν από αυτούς που δεν θέλουν να ξέρουν τι τους ξημερώνει. Γιατί γνωρίζουν την ματαιότητα του «για πάντα» και έχουν μάθει πια ότι τίποτα δεν μένει σταθερό, ότι τα πάντα αλλάζουν. Και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο τα δίνουν όλα άφοβα, πιο δυνατά και πιο παθιασμένα από κάθε άλλη φορά. Κι ύστερα θα έφευγε κι αυτός. Ίσως γιατί θα αλλάζαμε κι οι δυο και αυτή η ερωτική μυσταγωγία θα χανόταν μαζί με τους παλιούς μας εαυτούς.

Και θα μάθαινα επιτέλους να ζω μόνη.

Θα γινόμουν πιο κυνική, πιο ρεαλίστρια. «Τι πάει να πει έρωτας, δηλαδή; Τι την θέλω αυτή την κατάσταση εμμονής, ανασφάλειας, έντασης;», θα σκεφτόμουν. Δεν θα πίστευα στη μαγεία του πια. Ούτε «για πάντα», ούτε «σήμερα σαν να μην υπάρχει αύριο». Αλλά θα περίμενα. Θα περίμενα βαθιά μέσα μου αυτόν που θα με έκανε να πιστέψω ξανά.

Και όταν θα ερχόταν, με τρόπο εξίσου απρόσμενο και απογειωτικό, θα τα έκανα όλα. Δεν θα κρατούσα καμία πισινή, δεν θα σκεφτόμουνα τίποτα δυο φορές. Θα τα έκανα και θα τα έδινα όλα. Με αυτόν που θα κατάφερνε να με κάνει να ξανα-πιστέψω στο παραμύθι που λέγεται «έρωτας». Και με αυτόν θα ανακάλυπτα ξανά τη ζωή. Και ξανά, και ξανά, μέχρι που θα μου τελείωνε.

Αυτά σκεφτόμουνα πάντα. Γι’ αυτό, κάθε φορά που ο κάθε υποψήφιος μεγάλος έρωτας που έρχεται στη ζωή μου αποδεικνύεται πολύ μικρός για τα δεδομένα, σταματάω όλο και περισσότερο να πιστεύω στο παραμύθι. Και είναι πολύ πικρό να συνειδητοποιείς ότι αυτός που πέρναγες για έρωτα δεν είναι παρά άλλος ένας περαστικός στο δρόμο σου. Γιατί είναι πιο ουσιώδες να ερωτεύεσαι ολοκληρωτικά και να πληγώνεσαι, παρά να ζεις στο περίπου έρωτες και πάθη.

Γιατί, άμα στον έρωτα βάζεις όρια, φρένα και όρους, αναιρείς τη σημασία του αισθήματος. Σημαίνει δεν είναι έρωτας αυτό που αισθάνεσαι, φίλε. Γι΄ αυτό, μην παιδεύεις και σταμάτα επιτέλους να παιδεύεσαι κι εσύ με τα «περίπου» αισθήματά σου. Άμα δεν το θέλεις αρκετά για να το ζήσεις πλήρως, δεν το θέλεις καθόλου. Έρωτας στο περίπου δεν γίνεται, γίνεται;