Πριν τυχαία ανάψει φως

Για όση ώρα μου έσφιγγε το λαιμό, ήμουν γερμένη μπρούμυτα πάνω στα μαρμάρινα σκαλοπάτια, που οδηγούσαν στον δεύτερο όροφο του Ικαρία Inn. Εκεί ήταν το δωμάτιό του και όση ώρα με κρατούσε, εκεί μέσα κοιμόταν η φίλη του. Αλλά αυτό καθόλου δεν έδειξε να τον νοιάζει. Συνέχισε να μου σφίγγει το λαιμό με το ένα χέρι, ενώ η βρωμερή από τσιγάρα και αλκοόλ ανάσα του εισέβαλλε στα ρουθούνια μου με το ίδιο θράσος που μαρτυρούσαν οι κινήσεις του σώματός του.

Μέχρι εκείνη τη στιγμή, που με έριξε κάτω κι έσφιξε τη μέση μου με τόση βιαιότητα απέναντι στη δική του, δεν τον είχα ικανό να μου κάνει κακό. Μου είχε κάνει πολλά κομπλιμέντα στο παρελθόν, αλλά υπέθετα ότι τα ίδια έλεγε σε όλες κι ότι, όσο να ‘ναι, η δουλειά του μπάρμαν το επέβαλλε. Επιπλέον, ήμουν η μακροχρόνια σχέση του κολλητού του, κι ήταν κι ο ίδιος σε σχέση, οπότε θεώρησα ότι δεν ήταν δυνατό να τα εννοούσε. Τα έκανε με έναν τρόπο ύπουλο, όμως, τα κομπλιμέντα. Μου έλεγε ας πούμε, πόσο σέξι ήταν κάτι που φόραγα, σταματούσε απότομα να μιλά κι ύστερα άφηνε, με μία μακρόσυρτη παύση, όλα τα ενδεχόμενα να παίξουν μπροστά στα μάτια μου σαν χυδαίες προτάσεις, που έμεναν επίτηδες ανείπωτες μέσα σ’ εκείνη τη σιωπή.

Μέσα στα σκοτεινά, πάνω σ’ εκείνα τα παγωμένα σκαλοπάτια, σε απόσταση αναπνοής από τη φίλη του κι απ’ όλο τον κόσμο που θα μπορούσε να με βοηθήσει να του ξεφύγω, σκεφτόμουν αν εγώ του είχα δώσει αυτό το δικαίωμα. Έφερα στο μυαλό μου τη στιγμή που διάλεγα τα ρούχα που φόρεσα εκείνο το βράδυ. Σκέφτηκα όλα τα άλλα που θα μπορούσα να είχα βάλει αντί για εκείνο το στενό, λουλουδένιο φόρεμα, που μου είχε φέρει ο Μιχάλης από την Κωνσταντινούπολη. Με στένευε στο μπούστο, κι έλεγα από καιρό ότι ίσως έχει έρθει η ώρα να το ξεφορτωθώ. Σκέφτηκα όσες φορές με είχε δει με μαγιό, εκείνες τις ημέρες των διακοπών μας στην Ικαρία. Μήπως τον είχα προσκαλέσει εγώ η ίδια σ’ ένα παιχνίδι “catch me if you can” χωρίς να το έχω καταλάβει; Μήπως έπρεπε να το είχα σκεφτεί δυο και τρεις φορές προτού ξεκινήσω πρώτη ν’ ανεβαίνω τα σκαλιά, αφήνοντάς τον πίσω, με τη θέα του πισινού μου μες τα μάτια του; Μήπως εγώ η ίδια έβαλα τον εαυτό μου σ’ αυτή τη θέση, μπρούμυτα πάνω στα παγωμένα μαρμάρινα σκαλοπάτια του Ικαρία Inn, ανίκανη να πάρει ούτε ανάσα από την πίεση πέντε τριχωτών δακτύλων, που είχαν την απαίτηση να πάψω να τους αντιστέκομαι;

Τα φταίει το σώμα μου, σκεφτόμουν, όσο τα μάτια μου γέμιζαν με δάκρυα. Δεν γεννήθηκα ψηλόλιγνη οπως η μανα μου. Ούτε πήρα από το γεροδεμένο σώμα του πατέρα μου, θεός μακαρίσει τον. Πολύ νωρίς στην εφηβεία άρχισαν τα στήθη μου να μεγαλώνουν απότομα και, για αρκετό καιρό, χωρίς σταματημό. Η μέση μου παρέμεινε εξαιρετικά στενή σε αντίθεση με την λεκάνη και την περιφέρειά μου, που βγήκαν, μέχρι το τέλος της εφηβείας, πολύ καμπυλωτά. Το αγάπησα όμως το σώμα μου. Έμαθα από νωρίς να το προσέχω και το έντυνα πάντοτε ομορφα. Μου άρεσε να φοράω εκείνα τα κοντά φανελάκια, κάτω από τα οποία φαινόταν η κοιλιά μου, που ήταν σταθερά επίπεδη εξαιτίας του σκαριού μου. Τα φορούσα με κάθε λογής χρώματος κολάν, που έσφιγγαν ψηλά στη μέση και μου ήταν άνετα για βόλτες και χαλαρά απογεύματα για καφέ. Μου άρεσαν όμως και τα φορέματα με έντονα χρώματα και μοτίβα. Ντεκολτέ δεν φόραγα και πολύ, γιατί μου φαίνονταν υπερβολικά πάνω στο σώμα μου. Αλλά ακόμα κι έτσι, το έβλεπα στα μάτια των άλλων, ανδρών και γυναικών, ότι το στήθος μου, όπως και ο πισινός μου, τους προκαλούσε περιέργεια. Μήπως το σώμα μου τα έφταιγε που εκείνη τη στιγμή, στις τρεις τα ξημερώματα, πάνω στα κρύα πλατύσκαλα του Ικαρία Inn, μία αηδιαστικά θρασεία στύση μού πίεζε τον κώλο ζητώντας να εισβάλει μέσα μου σαν κεκτημένο της δικαίωμα;

Λίγο πριν ανάψει το φως στον διάδρομο από μια τυχαία κίνηση κάποιου περαστικού, σκέφτηκα όλες εκείνες τις περιπτώσεις ομοίων του, που θα έπρεπε να είχα πάρει περισσότερο στα σοβαρά. Τους πελάτες στο καφενείο, που έψαχναν αφορμή να ‘ρθουν να με βρουν πίσω από τον πάγκο όπου έφτιαχνα τις λεμονάδες, τους καφέδες και τα άλλα ποτά τους. Μ’ έπιαναν στην κουβέντα και ενόσω εγώ πάλευα μέσα μου να αξιολογήσω την προθεσή τους, εκείνοι έπαιρναν θάρρος και με στρίμωχναν στο τέρμα του πάγκου, μπροστά από τη βρύση, κολλώντας το σώμα τους πάνω στο δικό μου, χωρίς τίποτε πάνω τους να προδίδει την παραμικρή υπόνοια ηθικής αναστολής. Ακόμα και τότε, όμως, σκεφτόμουν πως ίσως να τους ειχα παρεξηγήσει, ίσως να τους έλειπε μια αγκαλιά ή ίσως να βρέθηκα στο δρόμο τους για να τους ξεθάψω, κάτω από την πολλή βρωμιά, το καλό που κρύβεται μέσα τους. Μήπως τελικά το μέσα το δικό μου ήταν που έφταιγε που βρισκόμουν εκεί, πάνω στα κρύα σκαλοπάτια του Ικαρία Inn, μπρούμυτα, στα χέρια κάποιου τύπου που ένας θεός ξέρει μέχρι πού μπορούσε να φτάσει;

Απ’ όταν ένιωσα τα χέρια του να με αφήνουν απότομα, μέχρι τη στιγμή που έκλεισε βιαστικά την πόρτα πίσω του, πρέπει να μεσολάβησαν ελάχιστα δευτερόλεπτα. Μια τυχαία κίνηση στον διάδρομο και ένας αυτόματος φωτιστικός μηχανισμός ανίχνευσης κίνησης ήταν αρκετά για να τον τρέψουν σε φυγή. Ήταν ο μοναδικός τρόπος να φανερωθεί στη συμπεριφορά του εκείνο το αναγκαίο ίχνος ενοχής, που τον έκανε να με αφήσει εκεί  μπρούμυτα, πάνω στα κρύα σκαλοπάτια του Ικαρία Inn, περνώντας από δίπλα και ποδοπατώντας το φουστάνι μου χωρίς δεύτερη σκέψη, για να προλάβει να κρυφτεί. Εκείνη η υποψία κοινωνικής κατακραυγής ή ίσως απλά το ενδεχόμενο να τον τσάκωνε η φίλη του ήταν πιο δυνατά από τα δάκρυά μου που του έλουζαν τα δάκτυλα του δεξιού του χεριού. Ήταν πιο ισχυρά αντικίνητρα από τα πνιγμένα βογκητά και τα δάκρυά μου, εκείνη η τυχαία κίνηση, το φως που άναψε στον διάδρομο και η πιθανότητα να γίνει τσακωτός. Μήπως έφταιγε η αδυναμία του γυναικείου μου σώματος απέναντι σ’ ένα ανδρικό, που εκείνα τα ξημερώματα Σαββάτου, μεταξύ του πρώτου και του δεύτερου ορόφου του Ικαρία Inn, γινόμουν, χωρίς τη θέλησή μου, έρμαιο των ορέξεων κάποιου τύπου με καταπιεσμένα απωθημένα;

Την ώρα που με έλουζε εκείνο το φως, δεν σκέφτηκα ότι ίσως από τύχη να γλίτωσα απ’ τα χέρια του κι ότι τα πράγματα θα μπορούσε να εξελίσσονταν πολύ διαφορετικά. Θυμήθηκα μόνο ένα σωρό άλλα περιστατικά που έκαναν τις ενοχές μου να φαντάζουν θεόρατες κάτω απ’ εκείνο το προσωρινά σωτήριο φως του διαδρόμου. Μήπως εγώ έφταιγα που στα δεκαεπτά μου, στο πρώτο μόλις ραντεβού, κι ενώ ανέμενα με έναν εφηβικό ρομαντισμό ένα μακρόσυρτο φιλί, εκείνος ο τύπος με έσυρε σ’ ένα εγκαταλελειμμένο σπίτι και, προτού καλά – καλά με φιλήσει, έχωσε το χέρι του μέσα στο βρακί μου; Εγώ έφταιγα που ο πρώην μου με κλείδωνε στο σπίτι για να μην “δίνω δικαιώματα”, ενώ με απατούσε με τόσες άλλες και μοιραζόταν προσωπικές μας στιγμές με φίλους του; Μήπως ήταν και πάλι από τύχη που γλίτωσα από του λόγου του, επειδή πρόλαβε εκείνος να με χωρίσει κι όχι εγώ; 

Πόσες φορές αλήθεια πέσαμε θύματα βιασμού ή παραλίγο θύματα γυναικοκτονίας χωρίς να το έχουμε καν παραδεχτεί οι ίδιες στον εαυτό μας, σκεφτόμενες ότι ίσως να φταίμε εμείς γι’ αυτό;

Για τις μάνες που φεύγουν

Της άρεσε εκείνη η ψύχρα του πρωινού που έκανε τα καλοκαίρια στο χωριό. Είχε χίλιους λόγους να μην το επισκέπτεται, αλλά η ψύχρα εκείνη, ειδικά όταν ξυπνούσε πριν απ’ όλους, ήταν σαν να έφερνε το χωριό στα μέτρα της. Για πολύ λίγο, τόσο όσο να πάρει δύναμη μέχρι την ώρα της επιστροφής. Εκείνο το πρωινό, που έπινε τον καφέ της στο σκαλοπάτι της βεράντας ανάμεσα στις γλάστρες από δυόσμο και βασιλικό, κοίταζε τον κήπο της μάνας της και σκεφτόταν. Αν, όπως λένε, οι ψυχές μένουν σ’ αυτό τον κόσμο ως ενέργεια, θα τον βλέπει άραγε σε λίγο που θα φύγει; Θα μπορεί να μυρίσει τα μοσχομυριστά της γαρύφαλλα και τις αγαπημένες της τριανταφυλλιές; Θα νιώθει απογοήτευση, λύπη, νοσταλγία όταν θα βλέπει κάποιον άλλον να τα ποτίζει;

Έπιασε με το μάτι της τα φύλλα του βασιλικού που ήταν μαραζωμένα, γερμένα προς τα κάτω και ζαρωμένα από τη ζέστη της προηγούμενης ημέρας. Σκέφτηκε ότι καλά θα έκανε να συνηθίσει αυτό τον ρόλο, έτρεξε στην κουζίνα σκουπίζοντας πάνω της την υγρασία από το ποτήρι του κρύου καφέ, γέμισε μία κανάτα με τρεχούμενο νερό και το έγειρε με προσοχή μέσα στην πήλινη γλάστρα. Με πόσο μεράκι και συνέπεια είχε κρατήσει εκείνο τον κήπο τόσο πράσινο και ζωντανό η μητέρα της! Την φαντάστηκε μεμιάς να σηκώνεται με ταχείς κινήσεις από το κρεβάτι που την κρατούσε δέσμιά του τους τελευταίους δυο μήνες, να φοράει το κλαδωτό φουστάνι μέχρι τα γόνατα, που έβαζε μόνο για τις δουλειές του σπιτιού, να δένει πίσω όπως-όπως τα λεπτά της μαύρα μαλλιά και να περιφέρεται μεθοδικά μέσα στο ήρεμο φως του πρωινού. 

Πρώτα τον βασιλικό, γιατί ήταν πιο ευαίσθητος από τ΄άλλα. “Έτσι, θώρε; πρέπει να τα ξέρεις τούτα, εν βασικά”, μονολογούσε όταν ήξερε πως βρισκόταν κάπου κοντά της, έστω κι αν δεν της έδινε σημασία. Άφηνε το νερό να ξεχειλίζει, δεν τα πότιζε απλώς, τα έκανε “μπάνιο”, έλεγε. Ποτέ δεν σκέφτηκε να την πάρει στα σοβαρά. Μέχρι εκείνη την ημέρα, που ήταν ξεκάθαρο πως την έχανε. Ύστερα τα χρυσάνθεμα -“μα εν γεμάτα κορούες!”, το γιασεμί στην είσοδο μπροστά -“ου, μάνα μου, μα αρρώστησεν πάλε, να φέρουμεν τον άθρωπον να μας το κλαδέψει”, το φούλι παραδίπλα που της θύμιζε, έλεγε, τον μακαρίτη τον πατέρα της -“έλα να δεις, μα μουσκομυρίζει!”. Τον φίκο, τον “γιαννή”, τις τριανταφυλλιές -“τζαι να κόφκεις τα μαραμένα τριαντάφυλλα για να συνεχίσει να φκάλλει άλλα”. Τα κυπαρισσάκια, τα παχύφυτα, το αγιόκλιμα -“εν σάννα τζαι μυρίζω ελληνικά νησιά!”, που είχε φτάσει μέχρι το παράθυρο του παιδικού της δωματίου. 

Θυμήθηκε που της φώναζε από κάτω να κατεβεί, να την βοηθήσει να φυτέψουν, να ποτίσουν, κι εκείνη θύμωνε που της ζητούσε να σπαταλήσει τόσο φθηνά τον χρόνο της, πολλές φορές δεν της απαντούσε καν. Αν γινόταν ξανά παιδί, θα της αριθμούσε πίσω από το παράθυρο, χωρίς να τη βλέπει για να μπορεί να παίρνει θάρρος, όσα θα της λείψουν όταν θα έχει φύγει. Τα ροδαλά της μάγουλα, τα μελισσιά της μάτια. Η ζωή που έφερνε μέσα στο σπίτι πριν αρρωστήσει. Η αγάπη που της έδειχνε ακόμα κι όταν καταλάβαινε ότι ντρεπόταν για ‘κείνην. Τα σάντουιτς που μόνο εκείνη έφτιαχνε τόσο ωραία -ποτέ δεν είχε προσδιορίσει το γιατί. Τα καλοκαιριάτικα πρωινά ξυπνήματα από τα χάχανα με τις φιλενάδες της, την ώρα του καφέ στη βεράντα. Η μυρωδιά των φρεσκοψημένων κέικ της. Θα της έλειπαν ακόμα και οι βραδιές που την έπιανε να κλαίει δήθεν στα κρυφά, τα χουμίσματα που έκανε στους χωριανούς για τα κατορθώματά της και που, υπό κανονικές συνθήκες τα μισούσε. 

Οι τελευταίες σταγόνες έπεφταν στο βασιλικό, όταν άκουσε άλλο ένα βογκητό της. Ήταν το πρώτο του πρωινού και, ποιος ξέρει, ίσως ένα από τα τελευταία της. Ακόμα κι εκείνο θα της έλειπε. 

Κάν’ το όπως εκείνη

Την άκουγε που μιλούσε με τα μάτια γουρλωμένα για τα επιχειρηματικά της σχέδια. Έλεγε, με έναν τρόπο, που δεν χωρούσε αμφισβήτηση, ότι θα έκανε αυτό και θα έβγαζε τόσα. Κι ύστερα σήκωνε τους ώμους γυρνώντας στο πλάι το κεφάλι με ένα νάζι που υπονοούσε ότι ήξερε ακριβώς τι έλεγε και πώς να το καταφέρει, ότι αναγνώριζε τη δύναμη που είχε να το πράξει, αλλά ακόμα περισσότερο τη δύναμη που είχε να σε πείσει πως θα το έπραττε.

Περισσότερο παρατηρούσε όμως τους γύρω της, που την άκουγαν με προσοχή και θαυμασμό, σιγοντάροντας κάθε της πρόταση με επιφωνήματα τύπου «ουάου» και «μπράβο» και «μα ναι, είναι ιδιοφυές». Κρέμονταν όλοι από τις λέξεις της, έβλεπαν εκείνα τα σαρκώδη της χείλη να κινούνται σαν να έδιναν παράσταση μπροστά από μπορντώ σουέτ κουρτίνες, και ταυτόχρονα την παρατηρούσαν, όσο τους έκανε τη χάρη να στέκεται τόσο πολύ κοντά τους. Πράσινα μάτια, δέρμα τσιτωμένο και μαυρισμένο όσο πρέπει, μαλλί καστανόξανθο μακρύ πιασμένο σε πλεξίδα ριγμένη στον αριστερό της ώμο, μακιγιάζ έντονο, βλεφαρίδες ανασηκωμένες και επιβλητικές, στήθος μεγάλο και στητό, κάτω από ένα φόρεμα αέρινο που άφηνε τους σμιλευμένους ώμους της εκτεθειμένους.

Στεκόταν ακριβώς απέναντι της κι έκανε, καθώς την άκουγε, τους υπολογισμούς της. Ήταν πάνω από πενήντα και το έλεγε με περηφάνεια, ίσως γιατί ήξερε ότι θα προκαλούσε ακόμα πιο έντονο θαυμασμό απέναντι στο δυσανάλογο για την ηλικία της κάλλος. Εκείνη ήταν μόλις τριάντα-τρία αν και δεν ήταν σίγουρη ότι φαινόταν τόσο. Πώς είχε γεράσει έτσι μέσα σε λίγα χρόνια; Ήταν σίγουρα πολύ πιο όμορφη από την ίδια. Άραγε να την έφτανε αν προσπαθούσε λίγο παραπάνω κάθε πρωί; Εκείνη η αντηλιακή της με χρώμα είχε μείνει ξεχασμένη κάπου στο κομοδίνο της. Ίσως να είχε λήξει. Να θυμηθεί να την ξεθάψει όταν πάει σπίτι. Κάποτε της χρειαζόταν μόνο εκείνη η ανεπαίσθητη κρέμα για να φαίνεται φρέσκια κι όμορφη. Ήταν έξυπνη γυναίκα, αλλά όχι περισσότερο από του λόγου της. Σίγουρα πιο επιχειρηματικό μυαλό, ναι. Αλλά όχι πιο έξυπνη. Πολύ πιο γυμνασμένη, ναι. Της λείπει εκείνο το αίσθημα του σώματος που ξυπνάει μετά από άσκηση, αλλά πότε να βρει τον χρόνο; Σάμπως κι εκείνη τον είχε, με τέσσερα παιδιά και φουλ επιτυχημένη καριέρα; Είχε βέβαια και λίγη κοιλίτσα, αλλά κάπως τα κατάφερνε και έκανε τους άλλους είτε να μην την προσέχουν είτε να την εκλαμβάνουν ως χαριτωμένη. Αν έκανε την ίδια γυμναστική, σίγουρα το σώμα της θα φαινόταν χίλιες φορές πιο ελκυστικό. Πώς να είναι άραγε η επαφή με τον άντρα της; Η δικιά τους είχε ήδη περάσει σ΄εκείνο το επίπεδο που επιβάλλονται πρωτοβουλίες και αυτοσχεδιασμοί για να κρατηθεί σε ένα ελάχιστο επίπεδο ο ενθουσιασμός. Σίγουρα εκείνη θα ήξερε τι είχε ανάγκη σεξουαλικά και δεν θα ντρεπόταν να το ζητήσει. Δεν θα ένιωθε την ίδια ανασφάλεια που νιώθει η ίδια κάθε φορά που βλέπει την χαλαρή της κοιλιά να κυματίζει πέρα δώθε με κάθε κίνηση μπρος πίσω, πάνω κάτω.

Έγραφε όμως βιβλίο. Σίγουρα εκείνη όχι. Δεν το ήξερε σχεδόν κανένας ακόμα και δεν ήθελε να ακούει αυτή τη λέξη ούτε καν μέσα στο ίδιο της το μυαλό. Ακούς’ εκεί βιβλίο! Από πού κι ως πού; Αλλά το έγραφε κι ας μην γινόταν ποτέ βιβλίο όπως αυτά που θαύμαζε. Σκεφτόταν πώς θα ήταν να συστήνεται κι αυτή με την ίδια αυτοπεποίθηση ως «συγγραφέας». Όταν την ρωτούσαν με τι ασχολείται, θα άρχιζε οπωσδήποτε μ’ αυτό. Θα έλεγε «αυτή τη στιγμή γράφω το βιβλίο μου, θα το τελειώσω σε έναν μήνα ακριβώς, στις τάδε του Σεπτέμβρη, θα το παραδώσω στον τάδε εκδοτικό οίκο και μπορώ να σας εγγυηθώ πως θα εκδοθεί μέχρι το τέλος του χρόνου. Την επόμενη φορά που θα βρεθούμε ευχαρίστως να σας φέρω ένα αντίγραφο με ειδική αφιέρωση». Αν την ρωτούσαν το θέμα του βιβλίου θα απαντούσε με ένα συνωμοτικό μειδίαμα πως «δεν μου επιτρέπεται να αποκαλύψω λεπτομέρειες της ιστορίας, αλλά να είστε σίγουροι πως θα σας συνεπάρει». Θα είχε πιο ελαφρύ μακιγιάζ πάνω της από την περσόνα που είχε εκείνη τη στιγμή απέναντι της, αλλά θα ήταν αρκετή η λάμψη των ματιών της για να κρύψει τις ατέλειες του δέρματος της και θα φόραγε εκείνη την ξώπλατη πράσινη παντελόνα της χωρίς σουτιέν, με κρεμαστά σκουλαρίκια και τα μαλλιά πάνω, με μία ατίθαση φράντζα να πέφτει στο μέτωπο. Θα την ρωτούσαν «μα πώς είναι δυνατό; είστε τόσο νέα, και με ένα παιδί να κρέμεται απ’ το φουστάνι σας, μπράβο!» και θα τους απαντούσε με ταπεινότητα «μα, δεν είναι τίποτα, ο καθένας μπορεί να γίνει αυτό που θέλει, φτάνει να υπάρχει θέληση». Καθώς θα μιλούσε θα έπιανε με την άκρη του ματιού της τον άντρα της να την κοιτάζει δαγκώνοντας το κάτω χείλος και κουνώντας το κεφάλι δεξιά-αριστερά από περηφάνεια. Σίγουρα θα σκεφτόταν «είμαι τόσο τυχερός που βρήκα μια τέτοια γυναίκα» και δεν θα άντεχε μέχρι να πάνε σπίτι για να της δείξει στην πράξη πόσο σαγηνευτική την βρίσκει. Παραδίπλα το παιδί τους θα άκουγε κάθε της λέξη με θρησκευτική προσήλωση και όταν το ρωτούσαν τι θέλει να γίνει όταν μεγαλώσει θα απαντούσε φουσκώνοντας τα στήθια «συγκαλέας», προκαλώντας τα γέλια όλων και ένα μοναδικό αίσθημα πληρότητας στη μητέρα του.

Να θυμηθεί να βρει εκείνο το άρθρο που είχε διαβάσει κάποτε περί αυτοπεποίθησης.

Μάνα ή μη, η οκκά εν τετρακόshια

(Υπενθύμιση στον εαυτό μου)

Πάνε μέρες να γράψω. Ψάχνω θέματα, ιστορίες που να μην σχετίζονται με τη μητρότητα αλλά δεν βρίσκω κανένα. Είναι σαν ο ρόλος αυτός να έχει επισκιάσει κάθε πτυχή της ζωής μου πια. Προσπαθώ, από τότε που έγινα μάνα, να βρω τον εαυτό μου, αλλά μάταια. Τον παλιό μου εαυτό, τον χαλαρό, τον γεμάτο ενσυνείδηση και συνειδητότητα, χιούμορ, εύστοχες συμβουλές για τις φίλες μου, όρεξη για περιπέτεια και ατέλειωτες βόλτες, ώρα για διαλογισμό, διάβασμα και γράψιμο. Ψάχνω να μου συμβούν παθήματα που σχετίζονται με τον έξω κόσμο, με ένα ευρύτερο σύμπαν και μια πανανθρώπινη οικογένεια. Παθήματα που θα με οδηγήσουν σε σκέψεις για τη ζωή, για τις ενέργειες, για τον τρόπο που αλληλοσυνδέονται όλα, μαζί κι εγώ, και θα με ωθήσουν στο γράψιμο. 

Αντί αυτού, οι σκέψεις μου περιορίζονται στα καθημερινά. Στο φαγητό που θα μαγειρέψω, στις ανάγκες του σπιτιού, της δουλειάς, σε όλες τις λογιστικές λεπτομέρειες που κάνουν τη ζωή μου πεζή. Προσπαθώ να μιλήσω με τη φίλη που κάθεται απέναντί μου και το μόνο που μπορώ να σκεφτώ είναι ότι η κόρη μου μού αδειάζει την τσάντα κάνοντας και την τελευταία τσαλακωμένη απόδειξη που είναι ριγμένη μέσα παιχνίδι της, κι ότι σύντομα θα πεινάσει και δεν έχω προνοήσει για φαγητό, κάτι που σημαίνει ότι θα πρέπει να φύγω πιο νωρίς από τον καφέ μας κι ότι στο αυτοκίνητο θα πρέπει να κάνω damage control μέχρι να βρω λύση στο πρόβλημα. 

Πού πήγαν οι βαθιές, ουσιαστικές κουβέντες (ειδικά εκείνες του μεταμεσονυκτίου, οι αλκοολικές), που σε έφερναν ένα βήμα πιο κοντά στον άλλον και προέκυπταν έτσι αβίαστα, απλά επειδή κανόνισες να βρεθείς μαζί του σε ένα μπαρ και τα υπόλοιπα απλά ήρθαν από μόνα τους; Όταν γίνεσαι μάνα μένουν μόνο τα πεζά;

Μου έχει λείψει να βλέπω παντού γύρω μου ιστορίες έτοιμες να γραφτούν. Το ζευγάρι στο πισινό αυτοκίνητο, ένα φαινομενικά πρώτο ραντεβού στο διπλανό παγκάκι, μια μοναχική ύπαρξη στην άκρη του μπαρ που πίνει κοιτάζοντας το κενό. Ιστορίες που με προσκαλούν  να μπω μέσα τους σαν σκηνοθέτιδα, σαν συγγραφέας, σαν μια μικρή θεά που φτιάχνει κόσμους τέλειους μέσα στην ατελή φύση των πραγμάτων. Τώρα το μόνο που κοιτάζω είναι την αντανάκλασή της από το καθρευτάκι σαν οδηγάω, ελπίζοντας ότι θα έχει έχει κοιμηθεί, για να μπορέσω να ακούσω τις σκέψεις μου. Τις πεζές, λογιστικές σκέψεις μου. 

Νιώθω σαν να έχω ξαφνικά συσσωρεύσει χρέος απέναντι στις φίλες μου. Χρύστα, χρωστάμε η μια στην άλλη μια μπύρα και αμέτρητες ιστορίες μεταφυσικού περιεχομένου. Απ’ εκείνες που δεν θα καταλάβαινε κανείς άλλος αν μας άκουγε. Στέφανη, σου χρωστώ μια αλητεία στην παλιά πόλη απ΄εκείνες που κάναμε παλιά, να μου βγάζεις τα σώψυχά σου κι εγώ να σε ακούω με την προσοχή μου αμέριστη και χωρίς να κάνω “τυχαίες” αναφορές στην κόρη μου. Κατερίνα, σου χρωστώ μια εις βάθος πολιτική ανάλυση των εκλογικών αποτελεσμάτων παρακολουθώντας στα διαλείμματα sex and the city με ποπ κορν και κρασί. Έλενα, Nίκη, σας χρωστώ ατέλειωτα χαλαρά απογεύματα στο Χαράτσι με κακόγουστα αστεία και μεταξύ μας πειράγματα. 

Δεν είναι η μητρότητα μόνο ποιηματάκια, τραγουδάκια κι όμορφες στιγμές με τα παιδιά σου. Μητρότητα, υποθέτω, είναι να χάνεις και να βρίσκεις τον εαυτό σου κάθε αναθεματισμένη στιγμή για το υπόλοιπο της ζωής σου. Είναι να προσπαθείς να βρεις τις ισορροπίες σου ενώ οι λογιστικές ανάγκες τρέχουν και οι ρυθμοί της ζωής σου έχουν επιταχυνθεί απότομα. Σαν να ξανακάθεσαι εξετάσεις για άδεια αυτοκινήτου, μόνο που αυτή τη φορά οδηγείς νταλίκα, είναι γεμάτη κρύσταλλα βοημίας και ο εξεταστής σε βγάζει για 3 point σε κάποιον δρόμο της Ινδίας, όπου οι κόρνες βουίζουν αδιάκοπα στ’ αυτιά σου και καλείσαι να τα βγάλεις πέρα σε ένα οδικό δίκτυο όπου κανείς δεν υπακούει σε ένα προ-συμφωνημένο σύστημα κανόνων κυκλοφορίας. 

Μητέρα ή μη, όμως, το ζητούμενο εξακολουθεί να είναι το ίδιο: να καταφέρεις να γίνεις δεξιοτέχνης ή έστω απλά ικανή χειρίστρια του εσωτερικού σου κόσμου, απ’ όπου πηγάζει η ευτυχία σου, ανεξαρτήτως εξωτερικών συνθηκών. Το ότι δεν θα γίνεται πάντοτε κατορθωτό είναι κι αυτό μέσα στο παιχνίδι.