Επικήδειος, 8 Απριλίου 2022

Όποτε μας διηγούνταν την ιστορία της προσφυγοποίησής του, μας έλεγε με παράπονο ότι έφυγε από το Βαρώσι χωρίς να προλάβει να πάρει τίποτα απολύτως μαζί του. Τόσες φωτογραφίες, οικογενειακά κειμήλια, έπιπλα, ένα σπίτι χτισμένο με τον ιδρώτα του, ένα βιβλιοπωλείο καμωμένο με εργατιά και επιμονή, ένα σαράβαλο για να χωρεί και τα οκτώ του παιδιά, έμειναν όλα εκεί.
Για εμάς, όμως, που δεν είχαμε την τύχη να ζήσουμε την πόλη εκείνη, ο Μήτσιος έφερε μαζί του κάτι πολυτιμότερο απ’ όλα αυτά. Έφερε μαζί του ένα κομμάτι από την ψυχή της. Σήμερα δεν κηδεύουμε μόνο τον παππού και τον πρόπαππου μας. Δεν ήταν μόνο ένας άνθρωπος εργατικός, δίκαιος, πνευματώδης και τίμιος ο Μήτσιος. Ήταν η προσωποποίηση όλων όσων ανιπροσωπεύει η πόλη του. Σήμερα κηδεύουμε ένα κομμάτι από την ψυχή του Βαρωσιού, που ο παππούς μου κουβαλούσε μέσα του σαν φως και σαν πυξίδα.
«Οι επισκέψεις μας στο σπίτι του στη Σωτήρα δεν ήταν απλά επισκέψεις σ’ ένα χωριό», μου γράφει η Ελένη του Νίκου του. «Το χωριό ήταν, βασικά, εκείνος». Οι επισκέψεις μας κοντά του ήταν πράγματι κάτι σαν προσκυνήματα σε μνήμες και θύμησες, ήταν μυσταγωγία σε κοσμοπολίτικες συμπεριφορές και προοδευτικές στάσεις ζωής, που έμελλε να μας σημαδέψουν στην ενήλικη ζωή μας.
Όλες οι παιδικές μας αναμνήσεις στο χωριό είχαν επίκεντρο εκείνον. Να πηγαινοέρχεται από την κουζίνα στον ξυλόφουρνο με το ταψί του ψητού στο χέρι, να λειαίνει, να σκαλίζει, να λουστράρει ακούραστα τα ξύλα στην παράγκα, να πίνει τον καφέ του στη βεράντα ακούγοντας ειδήσεις, να πετάγεται μέχρι τον μπακάλη με την πράσινη «τσιαλούα» του, να παίζει τάβλι με τους γιους του, να οδηγά – πολύ αργά – το κόκκινο αγαπημένο του διπλοκάμπινο, να μας διηγείται ιστορίες. Μέσα σ’ εκείνο το ψηλόμεσο τζιν της εργατιάς και τα λευκά του κοντομάνικα πουκάμισα, στα εγγόνια του φάνταζε σαν μια φιγούρα θρυλική. Ακόμα κι όταν ήταν απλά θεατής, όταν τα εγγόνια του έκαναν στα κρυφά πελλάρες στον πάνω όροφο, όταν μας έλουζε με νερό ο Φάνος του από την ταράτσα, όταν ο Λούκας και ο Νίκος του πείραζαν ασταμάτητα ο ένας τον άλλο, όταν η Παναγιώτα του γελούσε δυνατά, όταν η Άντρη, η Μάρθα, η Ευθυμία και η Μαρία του έστρωναν το κυριακάτικο τραπέζι, όταν κοιμόταν ξέγνοιαστος τα καλοκαίρια στη βεράντα, ακόμα και τότε είχε πάντοτε πρωταγωνιστικό ρόλο στις ζωές μας. «Σαν όλα αυτά να του έδιναν ικανοποίηση και στη θέαση των αγαπημένων του προσώπων να κοιμόταν ήσυχος», μου γράφει η Ελένη της Μαρίας του. Όλα διαδραματίζονταν εκεί, δίπλα του, γύρω του, εξαιτίας του.
Ήταν ακούραστος, ήταν γεμάτος ενέργεια και ζωή κι είχε, μέχρι την τελευταία ώρα, την έγνοια όλων μας. Αντλούσε αστείρευτη περηφάνια από τα επιτεύγματά μας και τίποτα δεν τον χαροποιούσε περισσότερο από την παρουσία μας εκεί, κοντά του. «Μου ανακοίνωνε ότι θα έρχόταν ο Διονύσης, και τα άλλα ξαδέρφια που ζούσαν μακριά και έλαμπαν τα μάτια του», μου γράφει η Ελένη της Παναγιώτας του.
«Θα τον βρίσκω μες στο αερούιν της λεύκας στο σπίτι που τον εγνωρίσαμε (εκεί που επερίμενε να μας δει να φτάνουμε) — ίσως κάποτε και μιας κάποιας λεύκας κοντά στο σπίτι στο Βαρώσι του καημού του», μου γράφει η Μαρία μας.
«Είναι σαν να έχει γραφτεί ο επίλογος στον πρώτο τόμο της ζωής μας», μου γράφει η Άντρια μας.
Τούτο το φως του Μήτσιου μας, που είχαμε την τύχη να μας λούζει μέχρι τα ενήλικα μας χρόνια, ας παραμείνει για πάντα η δική μας πυξίδα. Παππου μου, σε αποχαιρετούμε όλοι μαζί, με την ύστερη ευχή της γιαγιάς μας: «τριαντάφυλλα τζαι ροδοπέταλα στο πέρασμά σου».
