Ωδή στον καφέ

Ο καφές του πρωινού κι ο καφές του απογεύματος: εκείνος που πίνω μόνη στην κουζίνα αφότου την έχω αφήσει στο σχολείο, κι ο άλλος. Ο στο πόδι, ο «σταμάτα αγάπη μου», ο «άφησ’ με να πιω τον καφέ μου τζαι μετά να παίξουμεν ό,τι θέλεις». Ο καφές που με γειώνει, με ξυπνά, και ο καφές μετ’ εμποδίων.

Οι καφέδες στο πρώτο μου διαμέρισμα τις Κυριακές, όταν θα είχα βάλει σε τάξη την αταξία που έπεται άλλο ένα εργένικο βράδυ Σαββάτου. Ο μοναχικός εκείνος καφές, ο πικρός, ο «ούτε αυτός είναι τελικά ο ένας».

Κι ύστερα θα είναι πάντα ο δικός σου ο καφές: ο νέσκαφε με γάλα, ν’ αχνίζει στη δροσιά του Φθινοπώρου, πάντα ζεστός, καθώς τον πίνεις με ανοιχτή την εξώπορτα για να κοιτάς τον κήπο – λουλούδι και γουλιά – πριν αφήσεις εμένα στο σχολείο.

Uninspired

Πότε εν’ που ξεκίνησεν

τούτον το καλοτζ̆αίριν,

ούτε που αθθυμούμαι.

Ήταν Απρίλης άραγε;

Πάντως φέτος Άννοιξην

με ένωσα με είδα.

Τα άνθη του γιασεμιού μου

ίσ̆ια που τα μυρίστηκα

πριν να τα κάψει η πυρά.

Άμπα τζ̆ι εν’ το περσινόν ακόμα;

Εν ετέλειωσεν ποττέ,

θαρκούμαι, τζ̆είνον το καλοτζ̆αίριν.

Φκαίννεις έξω, κρούζει σε·

μεινίσκεις μέσα, μαρανίσκεις.

Εν έσ̆ει γοητείαν πκιον.

Ποθώ να νιώσω την δροσ̆ιάν,

τζ̆είνην που φέρνει έμπνευσην,

που σε αναστατώννει.

Είπες μου πριν χρόνια

«Εν θα μπορούμεν να ζούμεν

δαμέσα δα σε λλίον, να με θυμηθείς».

Εγέλασα, ήβρα το χαζό.

Το ‘δαμέσα δα’ ουδέποτε μου

το θεώρησα μεταβλητή.

Με τα λάθη του τζ̆αι τα σωστά,

δαμέσα δα έθελα πάντα

να τη ζήσω τη ζωήν μου.

Φέτος σκέφτουμαι τα λόγια σου,

τζ̆αι εν μπορώ, ανατρισ̆ιάζω.

Το ‘σε λλίον’ εν’ το τωρά.

Τζ̆ι εν είμαι έτοιμη, ακόμα.

Στο εδώλιο της κατηγορουμένης

Μια απόπειρα συγγραφής άρλεκιν

Η αίθουσα του Δικαστηρίου γέμιζε σιγά-σιγά, καθώς ξεκινούσε άλλη μια μέρα εκδίκασης υποθέσεων οικογενειακού δικαίου. Για να καταλήξει στις σωστές αποφάσεις, ο δικαστής Διονύσης Παπαευαγόρου, γνωστός για την τελειομανία του, είχε ξενυχτίσει τις προηγούμενες ημέρες μελετώντας κάθε σχετική λεπτομέρεια, κατάθεση, στοιχείο. 

Οι τέσσερις ανεμιστήρες στις γωνιές της αίθουσας κι ένας πέμπτος ακριβώς μπροστά από το δικαστικό έδρανο, ίσα που κατάφερναν να απαλύνουν κάπως την αφόρητη λευκωσιάτικη ζέστη του Ιουλίου. Σε λίγο, ο χώρος θα μύριζε απ΄ άκρη σ’ άκρη ιδρώτα και ανθρώπινο δράμα. 

«Πώς πάμεν κύριε Παπαευαγόρου μου;» φώναξε ο Κόκος ο messenger καθώς άφηνε μια στοίβα φάκελους πάνω στο έδρανο του δικαστή. «Έσ̆εις τίποτε να πάρω κύριε δικαστή μου σήμερα;» ρώτησε κι έβαλε την τσίχλα του στην άκρη.

«Κύριε δικαστά», του αποκρίθηκε εκείνος χωρίς να σηκώσει το βλέμμα από τους κίτρινους φακέλους της κάθε υπόθεσης, που τοποθετούσε με αδιάλειπτη προσοχή σε τρεις απολύτως ευθυγραμμισμένες στοίβες στο κέντρο του εδράνου. 

«Εν σου άκουσα;» ρώτησε ξανά ο Κόκος.

«Λέω», συνέχισε ο δικαστής Παπαευαγόρου, «όταν απευθύνεστε σε έναν δικαστή, ο σωστός τρόπος απεύθυνσης είναι ‘κύριε Δικαστά’».

«Εγιώ ίντα ‘μπου είπα;» απόρησε ο Κόκος κι έξυσε την αραιή του μελαχρινή κόμη. 

Ο Παπαευαγόρου τον αγνόησε. «Δεν έχω τίποτε για ‘σας σήμερα κύριε Κόκο, μπορείτε να πηγαίνετε», είπε κι ανέμισε την παλάμη του συνεχίζοντας να μην τον κοιτά. «Δεσποινίς Ερμιόνη;»

Η Ερμιόνη Γεωργίου καθόταν στο μικρό τετράγωνο γραφείο της, στο πλάι του δικαστικού εδράνου. Τα μάτια της δεν έχαναν τον δικαστή ούτε στιγμή από το οπτικό τους πεδίο και τ’ αυτιά της, ως συνήθως, ήταν τεντωμένα·  ένα προσόν που αποδείχθηκε απαραίτητο για την αποτελεσματικότητά της ως στενογράφου.

«Μάλιστα κύριε Δικαστά;» απάντησε ευθύς αμέσως καθώς καθάριζε με σπίρτο τα πλήκτρα του στενογράφου της, όπως έκανε κάθε πρωί στα τριάντα-τέσσερα χρόνια υπηρεσίας της. Τα ορθογώνια γυαλιά της κρέμονταν σχεδόν από τη μύτη της και δάγκωνε με μανία τα χείλη, όση ώρα έτριβε τη μηχανή. 

«Δεν ξέρω πού είναι το μυαλό σας, αλλά σήμερα δεν θέλω να σας ξεφύγει ούτε σημείο στίξης. Διαφορετικά αυτή η δίκη θα συνεχιστεί στο γραφείο μου και θα είστε εσείς η κατηγορουμένη.»

Χριστούλη μου, σκέφτηκε η Ερμιόνη κι έμεινε να τον κοιτάζει. Αυτό το παιχνίδι γίνεται ολοένα και πιο επικίνδυνο. Ένιωσε τους πόρους του δέρματός της να διαστέλλονται. 

«Θα εκτεθούμε.» Τα χείλη της σχημάτισαν τις δυο λέξεις χωρίς να ακούγεται ήχος, ενώ κοίταξε βιαστικά τριγύρω για να δει αν τυχόν είχε υποψιαστεί κανείς το παραμικρό. 

Μέλλοντες πρώην σύζυγοι που αλληλοκοιτάζονταν με μίσος ή με την απελπισία που γεννά η μονομερής συζυγική αφοσίωση, παιδιά που κρέμονταν από τα φουστάνια των μανάδων τους χωρίς να δείχνουν να κατανοούν ότι σήμερα κρίνεται το μέλλον της ανατροφής τους, κουστουμαρισμένοι δικηγόροι να παλεύουν με τη χαρτούρα τους, βεντάλιες ν’ ανεμίζουν εδώ κι εκεί κι όλων τα μέτωπα ιδρωμένα. Τίποτε το διαφορετικό απ’ ό,τι συνήθως.

Ο δικαστής Παπαευαγόρου, όμως, είχε ήδη στρέψει την προσοχή του αλλού.

«Κυρία Φωτούλα, σας είπα πάμπολλες φορές ότι δεν θέλω να εξυπηρετείτε κόσμο στη δικαστική αίθουσα. Ο χώρος αυτός είναι ιερός.» 

Τα είχε βάλει με την υπεύθυνη της καντίνας, που είχε εισβάλει, ως συνήθως, στην αίθουσα του δικαστηρίου σαν μητέρα που αγωνιά μη μείνουν τα παιδιά της νηστικά από το διάβασμα. 

«Κύριοι», φώναξε αυστηρά στα άτομα που ήταν συνωστισμένα στους πάγκους της αίθουσας και σηκώθηκαν όρθια για να παραλάβουν τα τρία ζεστά σάντουιτς ρόστο – χαλλούμι που κουβαλούσε μέσα στον μεταλλικό της δίσκο η κυρία Φωτούλα. «Επαναλαμβάνω ότι η αίθουσα του δικαστηρίου δεν είναι καφετέρια». 

Χτύπησε δυνατά το σφυρί του, κοιτάζοντας στιγμιαία την Ερμιόνη. Κάθε φορά που χτυπούσε το σφυρί του, ανεξαρτήτως λόγου και αιτίας, εκείνην κοίταζε. Ακούγοντας τον χτύπο από το βαρύ, ξύλινο σφυρί, τα λεπτά δάκτυλα της Ερμιόνης πάγωσαν πάνω στα πλήκτρα του στενογράφου της και η καρδιά της άρχισε να χτυπάει πιο γρήγορα.

Ένας σαματάς απλώθηκε ανάμεσα στους παρευρισκομένους, κι ένα βρέφος άρχισε να κλαίει γοερά. 

«Σιωπή στην αίθουσα! Κυρία Φωτούλα σας προειδοποιώ», φώναξε ο Παπαευαγόρου και ξανακτύπησε το σφυρί. 

Η φωνή του ακούστηκε στην Ερμιόνη ίδια ακριβώς μ’ εκείνο το απόγευμα. Εκείνο το ανατρεπτικό απόγευμα, όταν ξεκίνησαν όλα.  

Άλλη μια δύσκολη μέρα με απανωτές δίκες είχε ολοκληρωθεί και ο δικαστής Παπαευαγόρου την είχε καλέσει στο γραφείο του προτού αποχωρήσει για το σπίτι. Εκείνος έφευγε πάντα τελευταίος, κι εκείνη έμενε να τον περιμένει, με την πρόφαση μήπως χρειαζόταν κάποια διευκρίνηση με τα πρακτικά, που συνήθιζε να διαβάζει απομονωμένος στο γραφείο του, στο τέλος κάθε δικαστικού μαραθωνίου. 

«Δεσποινίς Ερμιόνη, περάστε», της είχε πει κι έκλεισε την πόρτα πίσω της. Ήταν ντυμένος ακριβώς όπως κάθε μέρα, με το κοτλέ καφέ παντελόνι του, τη μαύρη ζώνη και το λευκό, κολλαριστό του κοντομάνικο πουκάμισο. 

«Τα πρακτικά σήμερα ήταν άμεμπτα, σας συγχαίρω.» Το πρόσωπό του, όπως πάντα, σοβαρό και αυστηρό.

Ένα πλατύ χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη της Ερμιόνης. Ήταν η πρώτη φορά που τον άκουγε να επιβραβεύει τη δουλειά της, κι ένας Θεός ξέρει πόσο σκληρά προσπαθούσε να τον εντυπωσιάσει, από τότε που άρχισαν να εργάζονται μαζί. «Δεν υπάρχει τίποτε πιο ερωτικό από έναν άντρα που εκπέμπει σεβασμό», είχε εκμυστηρευτεί στις γάτες της τη μέρα που τον γνώρισε.

«Σας… σας ευχαριστώ πολύ, κύριε Δικαστά», είπε και άρχισε να παίζει στα δάκτυλά της την άκρη της αλογοουράς που έπεφτε στον ώμο της.

Της έριξε ένα εξεταστικό βλέμμα από πάνω μέχρι κάτω, κι ύστερα πήρε το σφυρί στο δεξί του χέρι κι άρχισε να το χτυπά ρυθμικά στην αριστερή του παλάμη. 

«Εκτός από ένα μόνο σημείο», είπε αργά. 

Η Ερμιόνη σάστισε. Σβήστηκε το χαμόγελο από τα χείλη της και κατέβασε απότομα τα χέρια. Έσμιξε τα δάκτυλα μπροστά από τη φούστα της και χαμήλωσε το βλέμμα. 

«Ό,τι και να είναι… δηλώνω ένοχη, κύριε Δικαστά», τόλμησε να μουρμουρίσει.

«Σιωπή», είπε εκείνος το ίδιο ήρεμα και χτύπησε παιχνιδιάρικα το σφυρί στο γραφείο του. «Σιωπή… κατηγορουμένη.»

Η τρίχα της σηκώθηκε κάγκελο. Είχε ονειρευτεί από την πρώτη μέρα γνωριμίας τους αυτή τη στιγμή. Κανένας άντρας που βρέθηκε στο διάβα της δεν είχε ποτέ τέτοιο αντίκτυπο πάνω της. Εκείνη η συνεχής ένταση ανάμεσά τους, τελικά, ήταν πράγματι ερωτική, σκέφτηκε με ικανοποίηση και σφίχτηκε το στομάχι της.

«Πρέπει να επιβάλετε τον νόμο καθώς αρμόζει, κύριε Δικαστά», αποκρίθηκε δειλά εκείνη ξανά, καθώς τον παρακολουθούσε να έρχεται προς το μέρος της. Δεν υπήρχε λόγος να προσποιείται πια. Αυτή η συναναστροφή οδηγούσε σε μονόδρομο.

«Σεβασμός!», φώναξε τώρα ο Παπαευαγόρου και ξαναχτύπησε το σφυρί, αυτή τη φορά λίγα εκατοστά από το σώμα της, στην άκρη του γραφείου του. 

«Δεν θα ειπείς εσύ στον Δικαστή πώς να δικάσει σωστά το έγκλημαν», συνέχισε κι άρχισε να χαλαρώνει τη γραβάτα του. Στεκόταν τώρα τόσο κοντά της, που η μυρωδιά του, ένα μίγμα λεβάντας, ναφθαλίνης και ιδρώτα, γινόταν ένα με τον αέρα που γέμιζε με φόρα τους πνεύμονές της.

«Γιατί περί εγκλήματος πρόκειται» της ψιθύρισε στ’ αυτί. Τα χέρια του ψηλάφησαν το μαλλί της από το σβέρκο μέχρι τον κότσο που το κρατούσε δεμένο. 

«Το δικαστήριο σας κρίνει ένοχη δια το έγκλημαν της αποπλανήσεως νυμφευμένου ανδρός», πρόσθεσε μέσα απ΄ τα δόντια, και της έλυσε με μια κίνηση την αλογοουρά.

Το τελευταίο που θυμάται πριν τους τυλίξει η δίνη του πάθους ήταν ένας πρωτόγονος λυγμός, που βγήκε από τα ανοιγμένα της χείλη καθώς αναζητούσαν τα δικά του.

Ακούγεται σαν άρλεκιν, αλλά δεν είναι: «Η ατίθαση καρδιά της Ολίβα Ντενάρο»

Λίγες σκέψεις για το αν αξίζει να διαβαστεί το βιβλίο της Βιόλα Αρντόνε (εκδ. Πατάκη)

Θα αγόραζα ποτέ ένα βιβλίο με τίτλο «Η ατίθαση καρδιά της Ολίβα Ντενάρο»; Η απάντηση είναι «όχι». Είμαι, όμως, ευγνώμων που το διάβασα, χάρη στη φίλη μου Αναστασία, που μου το έκανε δώρο για τα γενέθλιά μου. 

Πέρασα από διάφορα στάδια διαβάζοντάς το. Η ενστικτώδης μου αντίδραση στον τίτλο και στην όψη του εξωφύλλου ήταν ότι πρόκειται για κάποιου τύπου άρλεκιν που δεν θα διάβαζα ποτέ (και να το παραδεχόμουν δημόσια). Η φίλη μου, όμως, που το είχε διαβάσει, με προειδοποίησε να μην το κρίνω ως τέτοιο. Εξάλλου, εδώ που τα λέμε, χίλιες φορές ένα καλογραμμένο άρλεκιν παρά ένα κακογραμμένο, σοβαροφανές μυθιστόρημα, έτσι δεν είναι;

Από τις πρώτες σελίδες δεν μπορούσα παρά να σκεφτώ ότι η γραφή της Ιταλίδας συγγραφέως μοιάζει με μια πρώιμη έκφανση εκείνης της Έλενα Φερράντε. Πιο απλοϊκή, πιο στρογγυλεμένη, πιο αφελής, ακόμα. Διάβασα το πρώτο μισό του βιβλίου κρίνοντας τη συγγραφέα για την προσπάθειά της να μιμηθεί κάτι. Λάθος μου, θα μου πείτε, και θα ‘χετε δίκιο. Θα ‘πρεπε να γνώριζα καλύτερα, σαν συγγραφέας που θέλω κι εγώ να κρίνομαι σαν αυτόφωτη οντότητα, με τις επιρροές και τις γνήσιες ιδέες μου.

Επιπλέον, σαν αναγνώστρια, στο τελευταίο κεφάλαιο με ξένισε η απότομη αλλαγή στην αφηγηματική σκοπιά. Ενώ όλη η αφήγηση είναι σε πρώτο πρόσωπο και γίνεται από την πρωταγωνίστρια, σε εκείνο το κεφάλαιο εναλλάσσεται μεταξύ των αφηγήσεων της πρωταγωνίστριας και του πατέρα της, σε μια προσπάθεια -εικάζω – κάλυψης των εξελίξεων είκοσι χρόνων μέσα σε λίγες σελίδες. 

Όταν κατάφερα να ξεπεράσω τα κολλήματά μου και να βυθιστώ στο σύμπαν της Αρντόνε, κάπου γύρω στο εικοστό κεφάλαιο (είναι μικρά), άρχισα να σχηματίζω μια κάπως πιο ουδέτερη γνώμη για το βιβλίο και να εκτιμώ την ιστορία γι’ αυτό που είναι: άλλη μια ιστορία που αξίζει να διαβαστεί, χωρίς προκατάληψη και πάθος.

Η Αρντόνε, μέσα από τη σκοπιά της ηρωίδας της, της έφηβης Ολίβας Ντενάρο, που πέφτει θύμα βιασμού από έναν φιλόδοξο γαμπρό, τον οποίο έχει απορρίψει, καταφέρνει με έναν μοναδικό τρόπο να θίξει τη θέση και την ψυχοσύνθεση της γυναίκας στον Ιταλικό νότο του ‘60, αλλά και τη σχέση μάνας-κόρης, πατέρα-κόρης, κόρης-συνομηλίκων και κοινωνίας. 

Βασισμένη σε πραγματικά γεγονότα, η ιστορία φέρνει στο προσκήνιο την αδικία ενός νομοθετικού πλαισίου της εποχής, που ήθελε αθώο όποιον άντρα «έπαιρνε» με το ζόρι μια γυναίκα (συχνά κοριτσάκι) βιάζοντάς την, με την προϋπόθεση ότι ύστερα θα την παντρευόταν.

Εκτίμησα χωρίς εμπάθεια πια την πειστικότητα της εφηβικής φωνής της ηρωίδας της, που καταλήγει να αλλάζει άποψη για τον κόσμο ένα μικρό και εμπειρικό συμπέρασμα τη φορά. Που έχει αποστηθίσει τους κανόνες της μητέρας της και τους αντιπαραβάλλει σε σχέση με αυτά που της αρέσουν ή δεν της αρέσουν, χωρίς ωστόσο να τους σπάζει, εσωτερικεύοντας από πολύ νωρίς μια μοιραία αντίληψη για τον ρόλο και τον προορισμό της γυναίκας στην κοινωνία.

Σε αυτό το πλαίσιο, η ηρωίδα που σμίλεψε η Αρντόνε, δεν έμαθε να ξέρει τι θέλει. Δεν διανοήθηκε ποτέ ότι θα μπορούσε να έχει άποψη, ακόμα και για το γλυκό που θα φάει, πόσο μάλλον για τον άντρα που θα της «δώσει μια θέση στην κοινωνία» ή για την ίδια τη θέση στην κοινωνία που η ίδια θα προόριζε για τον εαυτό της. 

Αλλά ακόμα και ο τρόπος με τον οποίο εμβαθύνει στην ψυχοσύνθεση του θύτη είναι πειστικός. Τον σκιαγραφεί ως κάποιον που «κι αυτός έχει χάσει, είναι κι αυτός θύμα – της άγνοιας, μιας απαρχαιωμένης νοοτροπίας, ενός ανδρισμού τον οποίο πρέπει ν’ αποδείξει σε όλους με κάθε τρόπο και με κάθε τίμημα…». Ως κάποιον που δεν έχει διανοηθεί «την πιθανότητα να πρέπει να δεχτεί την απόρριψη». 

«Η κοπέλα είναι μια στάμνα, όποιος τη σπάει την παίρνει, έτσι λέει η μάνα μου.», γράφει η Αρντόνε.

Ακόμα κι όταν έχει πληρώσει ακριβά το «όχι» της στον άντρα που τη βίασε με σκοπό να την κάνει γυναίκα του με το ζόρι, η ηρωίδα της παραδέχεται ότι θα έκανε τα πάντα για να μη διαφέρει σε τίποτα από τις συμμαθήτριές της. Από τις γυναίκες που παρέμειναν ατόφιες στάμνες και παντρεύτηκαν εκείνον που τις διάλεξε, ακολουθώντας τον δρόμο που εκείνος όρισε για του λόγου τους. Η ηρωίδα της εκφράζεται μέσα από μια αντι-ηρωική ειλικρίνεια, που την καθιστά πέρα για πέρα αληθοφανή.

Γιατί ποιος έφηβος ανεξαρτήτως της εποχής στην οποία του έλαχε να μεγαλώνει δεν επιθυμεί διακαώς απλώς να «ανήκει»;

Bonus info: Αν και δεν είναι αυτός λόγος να το διαβάσετε, σε περίπτωση που δεν σας έχουν πείσει οι πιο πάνω, όπως εντόπισε το αετίσιο μάτι της φίλης μου Αναστασίας, το όνομα της ηρωίδας, Ολίβα Ντενάρο, είναι αναγραμματισμός του ονόματος της συγγραφέως: Βιόλα Αρντόνε.