Μικρές, κακές ιστορίες with a twist: Συνεντεύξεις πίνοντας Brandy sour

Μέσα στο πλαίσιον τούτης της ενότητας, που θα ονομάζεται «Brandy sour με τον [όνομα προσκεκλημένου/ης]», θα προσκαλώ έναν άτομον κάθε εβδομάδαν για brandy sour στο καφενείον Χαράτσι, στην παλιάν πόλην της Λευκωσίας.

Έτυχεν σας ξανά να θκιεβάσετε ή να παρακολουθήσετε μιαν συνέντευξην ενός πολιτικού τζ̆αι να σκεφτείτε «αντί για τες απόψεις του πάνω στην οικονομία εννα ήθελα να ήξερα ποιος εν ο μεγαλλύτερος φόβος του τζαι ποια ήταν η τελευταία φορά που έκλαψεν»;. Ή έτυχεν σας ξανά να κάμνετε chit chat με φίλην ή γνωστόν που σας λαλεί «τα ίδια ρε», τζ̆αι εσείς να πρέπει να συγκρατηθείτε για να μεν της/του πείτε «τα μμάθκια σου άλλα μου λαλούν, φωνάζουν πως είσαι ερωτευμένος»;

Αν μου αρέσκει έναν πράμαν παραπάνω που οτιδήποτε, εν οι ιστορίες. Όι τα επίσημα αφηγήματα. Σαν επικοινωνιολόγος ξέρω πολλά καλά πώς προκύπτουν τζαι πόσον επεξεργασμένα μπορεί να ένουν ή επιτηδευμένα. Ενδιαφέρουν με οι ιστορίες που εν λέγουνται. Ή τελοσπάντων που εν λέγουνται εύκολα. Τζ̆είνες οι λεπτομέρειες που εν θα ελέουνταν ποττέ σε συνέντευξην στην τηλεόρασην, για παράδειγμαν ή που εν θα έγραφα ποττέ ως επικοινωνιολόγος σε άρθρον πελάτη μου. 

Αρέσκει μου να τες ακούω τούτες τες ιστορίες του περιθωρίου – γιατί περί τέθκοιες πρόκειται –  να τες θκιεβάζω, να τες γράφω. Πιστεύκω πως ο καθένας μας έσ̆ει πολλές ιστορίες μέσα του, ελάχιστες που τες οποίες αφήννει να φκουν προς τα έξω. Μπορεί να μεν ξέρει πώς να τες πει, μπορεί να μεν θέλει να τες πει, αλλά εν τζειαμαί, εν εγγεγραμμένες μέσα στο είναι του, εν τζ̆είνες που τον εδιαμορφώσαν. Μπορεί – τζ̆αι δαμέ θέλω να καταλήξω – να μεν εβρέθηκεν ποττέ κανένας να ρωτήσει να τες μάθει.

Η νέα θεματική ενότητα του μπλογκ μου, λοιπόν, εν βασισμένη πάλε πάνω στες ιστορίες του περιθωρίου αλλά με έναν twist: τούτην την φοράν διά βήμα σε ιστορίες άλλων. Στες περιθωριακές ιστορίες ανθρώπων της διπλανής πόρτας, αλλά τζ̆αι δημόσιων προσώπων, προσώπων που απασχολούν ή απασχολήσαν κάποτε την επικαιρότηταν. 

Μέσα στο πλαίσιον τούτης της ενότητας, που θα ονομάζεται «Brandy sour με τον/την [όνομα προσκεκλημένου/ης]», θα προσκαλώ έναν άτομον για brandy sour στο καφενείον Χαράτσι- ή όπου αλλού λάχει, στην παλιάν πόλην της Λευκωσίας. 

Τζ̆ειαμαί, θα κάμνουμεν μιαν συζήτησην εφ’ όλης της ύλης, η οποία θα έσ̆ει ως σκοπόν της να αναδέιξει εκφάνσεις της ζωής τους που ενδεχομένως να μεν εξανασυζητήσαν σε έτσι context. Μέσα που την προβολήν τούτης της «αθέατης» ή λλιόττερον ορατής/εκτεθειμένης πλευράς της ζωής τζ̆αι της προσωπικότητας τους, εννα επιχειρηθεί η αποδόμηση, η κατανόηση τζ̆αι η παρουσίαση της ψυχοσύνθεσης του ατόμου σαν να ήταν ήρωας ή ηρωίδα του βιβλίου της ζωής του, πάντοτε με ενσυναίσθησην τζ̆αι σεβασμόν. 

Τούτον που θα παρουσιάζεται στην συνέχειαν στο μπλογκ, θα είναι η ιστορία του πώς εγνώρισα εγώ η ίδια καλλύττερα, βαθύτερα τζ̆αι πιο αληθινά το κάθε άτομον που θα φιλοξενείται.

Αρχήν φιλοδοξούμε να κάμουμεν με γνωστήν δημόσιαν προσωπικότηταν, που υπήρξεν τζ̆αι Υπουργός, με πολλές… πρωτιές. Stay tuned!

Όταν το Tinder πάει (παιδικό) ππάρτι

Τι συμβαίνει όταν συναντιούνται θκυό πρώην εργένηδες του tinder ως νυν γονιοί σε παιδικό ππάρτι γενεθλίων

…ή πώς να συνθλίψεις μια γκόμενα που εν σου έκατσε πριν σ̆ίλια χρόνια (τζ̆αι να αποτύχεις παταγωδώς)

«Ποιον εν το δικόν σου;» ρωτά με τζ̆αι διά με τα μμάθκια του έναν γυρόν, τάχα να δει ούλλα τα μωρά που κυκλοφορούν στο παιδικό ππάρτι για να μαντέψει ποιον μπορεί να εν το δικόν μου. Στο μεταξύν η κόρη μου, ούτε δέκα εκατοστά μπροστά του, αγκαλιάζει μου το πόιν μου τζ̆αι κάτι μουρμουρά. Τζ̆αι καλά εν την είδεν.

«Τούτον», απαντώ του τζ̆αι γυρίζω το βλέμμαν μου πάνω της. 

«Αα…», λαλεί. «Εν με επήρες στα σοβαρά…» συνεχίζει τζ̆αι κάτι πάει να μου διαμηνύσει με ύφος συνωμοτικόν, αλλά εν μπορώ να τον ακούσω. Η μουρμούρα της κόρης μου τζ̆αι η βαβούρα του ππάρτι καλύτπουν την καχεκτικήν του φωνήν. Εξάλλου εν επίστευκα ότι μπορεί όντως να άκουα τζ̆είνον που ενόμισα ότι έφκαιννεν που το στόμαν του.

«Συγγνώμην, εν σε άκουσα» είπα τζ̆αι εκόντεψα του λλίον. 

Επαρατήρησα για μια στιγμήν το πρόσωπον του τζ̆αι εθθυμήθηκα ακριβώς γιατί εν μου άρεσεν σε τζ̆είνον το πρώτον – τζ̆αι το μόνον – ραντεβού που εφκήκαμεν. Εν έσ̆ει νόημαν να εξηγήσω το γιατί. Εν έσ̆ει να κάμει μαζίν του, έσ̆ει να κάμει με τα δικά μου ένστικτα, το social conditioning που υπέστηκα, τα πρότυπα που ενσωμάτωσα μεγαλώνοντας. Ας πούμεν, πως απλώς εν μου έκαμεν κλικ.

Τα μμάθκια του ελάμπαν τζ̆αι το χαμόγελον του εν εκολλούσεν με τζ̆είνον που επανέλαβεν, τζ̆αι που τελικά καλά είχα ακούσει την πρώτην φοράν:

«Λαλώ», λαλεί μου, «εν με επήρες στα σοβαρά τότε που σου είχα πει ότι εν ολοκληρώννεσαι με το να κάμεις μωρόν». Έμεινα σέκκος. 

Περίμενε μισόν λεπτόν ρε κύριε. Πρώτον, ποιος στ’ ανάθθεμαν πετάσσει έτσι κουβένταν με το «χαίρεται», δεύτερον, τι σε κάμνει να νομίζεις πως έκαμα μωρόν για να καλύψω κάποιον κενόν μέσα μου, τρίτον, πόσον πικραμένος μπορεί να είσαι τζ̆αι τέταρτον, τι σε κάμνει να πιστεύκεις πως θα αθθυμούμουν ό,τι μαλακίαν μου είπεν ο κάθε γεντικελένης σε έναν αποτυχημένον πρώτον ραντεβού πριν τόσα χρόνια;

«Έτην τζ̆αι την δικήν μου, εν τω μεταξύν», προσθέτει τζ̆αι δείχνει μου μιαν κουκλούαν κορούαν στην ηλικίαν της κόρης μου. Κρίμας την, εσκέφτηκα αντανακλαστικά. Ύστερα εθθυμήθηκα ότι έσ̆ει άλλο έναν πιο μεγάλον μωρόν. Είσ̆εν μου το πει τότε. Τάχα εμεταλαμπάδευκεν τη σοφίαν ενός φτασμένου γονιού σε κάποιον αδαή; Ήθελεν, τζ̆αι καλά, να με γλιτώσει επειδή εσυμπάθησεν με, που μιαν οικειοθελή δολοφονίαν του μέσα μου κόσμου; Τι γλυκός.

«Εν έκαμα μωρόν για να ολοκληρωθώ», απάντησα του. Αλλά έκαμα μωρόν όταν ένιωθα ήδη ολοκληρωμένη, ρε μαλάκα, ήθελα να συνεχίσω να του πω αλλά εσιώπησα τζ̆αι ήπια μιαν μεγάλην γουλιάν που το κρασίν μου. Είχα τίποτε να του αποδείξω;

«Είχα σου πει επίσης ότι έναν κομμάτιν του μέσα σου σκοτώννεται άμαν κάμεις μωρόν;» ρωτά με τζ̆αι, μα τω θεώ, το χαμόγελον του σάννα τζ̆αι επλάθκιασεν. Τζ̆’ άλλον.

«Όι, αλλά εκατάλαβα το μετά που εγέννησα», απάντησα του. «Αλλά εκατάλαβα επίσης ότι ξυπνούν τζ̆αι λειτουργούν μέρη του εγκεφάλου σου που εν θα εξυπνούσαν ποττέ υπό άλλες συνθήκες», εσυνέχισα. 

«Ναι, ισχύει», λαλεί μου με το ίδιον χαντόν χαμόγελον, αλλά ένιωθα σάννα τζ̆αι ήθελεν να καταλάβω πως με λυπάται.

«Τι; θέλεις να πάεις στο φουσκωτόν αγάπη μου;» ερώτησα επιδεικτικά την κόρην μου τζ̆αι άφησα την να με πάρει τζ̆ει̮αμαί που ήθελεν. Το να κάμεις μωρόν επίσης βοηθά σε να «σκοτώννεις» μιαν τζ̆’ έξω εντελώς ανούσιες συζητήσεις που γίνουνται καθαρά για σκοπούς επικράτησης επί του άλλου, aka για τροφοδότησην της ανασφάλειας τζ̆είνου που τες ξεκινά, μαλάκα, ε μαλάκα, εσκέφτουμουν να του πω.

Πάμεν, μωρόν μου γλυκόν, όπου θέλεις. Τζ̆αι μείνε, να χαρείς, μακριά που αθθρώπους που εν ξέρουν να χάννουν – στον έρωταν τζ̆αι αλλού – που νομίζουν πως μπορούν να σε διδάξουν πώς να είσαι γυναίκα, κουλ γυναίκα, καλή γυναίκα, νούσιμη γυναίκα, που νομίζουν πως κερδίζουν μπόιν μειώνοντας την αξιοπρέπειαν των άλλων, ήθελα να της πω, αλλά απλώς έμεινα να την χαζεύκω να ππηδά πάνω-κάτω μέσα σ’ έναν φουσκωτό.

Της φωτιάς

Παίρνεις ανάσα και σου ‘ρχεται μυρωδιά καμένου.
Πώς ν’ αρθρώσεις να τραγουδήσεις «απάνω στην τριανταφυλλιά»;

Ο κόσμος κάθεται και σ’ ακούει, και χειροκροτά.
Ούτε πως καίγεται ο κόσμος παραδίπλα, ούτε πως τα ελάφια διψούν.

Και τι να ‘καναν· τι να κάναμε κι εμείς, δηλαδή;
Μήπως θα πάψει ο κόσμος να καίγεται σαν σταματήσει το τραγούδι;

Θα πάψουν να πέφτουν τα ιπτάμενα πυροσβεστικά;
Δεν θα καίγονται πια ζωντανοί, σαν βασιλέψει η σιωπή, οι κτηνοτρόφοι;

«Άιντε καλέ μάνα» τραγουδώ και σφίγγω το στόμα.
Πιο σφιχτά, πιασμένα μεταξύ τους τα δάκτυλα, να κρύβουν και τη μύτη.

Τη μια πετάς και τη σβήνεις, την άλλη καίγεσαι μέσα της.
Αναπνοή και στάχτη, βλέμμα στη μαέστρο, δεν τέλειωσε η συναυλία ακόμη.

Με αφορμή τη μυρωδιά καμένου που επισκίασε τη συναυλία της Amalgamation στο Πολιτιστικό Ίδρυμα Τράπεζας Κύπρου στη Λευκωσία, στις 23 Ιουλίου 2023. Η στάχτη μπορεί να ερχόταν από τις φωτιές στη Ρόδο. Την επομένη στην Κάρυστο κατέπεσε ένα Canadair με δυο πιλότους και δυο μέρες μετά βρέθηκε αποτεφρωμένος ένας κτηνοτρόφος που αγνοούνταν.

Κάνω come-back

Δεν μ’ αναγνωρίζετε γιατί έλειπα καιρό,
τα δάκρυα μου δεν σας λένε κάτι.
Θ.Π.

Έσ̆ει παραπάνω που εξάμηνο να γράψω κάτι. Έστω κακό. 

Σε ορισμένες περιπτώσεις, μέσα σε τούτον το διάστημαν τα διάφορα που εσυμβήκαν ήταν τόσον έντονα, που εν μου εδώσαν περιθώριο να τα αναστοχαστώ τζ̆αι να τα αποδώσω στο χαρτί. Όπως ο γάμος μου, τον περασμένο Μάη ή η εμφάνιση μας με την Amalgamation στο Αββαείο του Γουεστμινστερ, πιο πριν, τον περασμένο Μάρτη. Εμπειρίες που απαιτούν τον χρόνον τους για να αποκρυσταλλωθούν τζ̆αι να αρθρωθούν σε λόγο. Εμπειρίες που επέλεξα να τες ζήσω με πλήρην ενσυνείδηση τζ̆αι ας μεν έφκαινεν καμιά ιστορία ύστερα.

Σε άλλες περιπτώσεις έτυχεν να μου γεννηθούν τόσον έντονα συναισθήματα, που ακόμα βρίσκουμαι τυλιμένη μέσα στον καπνόν της φωθκιάς που μου ανάψαν. Εν μπορώ ακόμα να δω το φως, τζ̆αι έτσι εν μπορώ να καταπιαστώ που κάπου για να αρκέψω να ξετυλίω το κουβάριν τους. Συναισθήματα αδικίας τζ̆αι απογοήτευσης, κυρίως.

«Ίσως να αντιδράς υπερβολικά», είπεν μου ένας φίλος. Μα έσ̆ει έτσι πράμαν; Για μέναν τούτη η αντίδραση, μέσα στην υπερβολήν της, εν ένδειξη πως κάτι μέσα μου παραμένει άλυτον σε σχέσην με το συγκεκριμένον θέμαν. Ακόμα τζ̆αι τες σκέψεις μου σε ημερολογιακήν μορφήν δυσκολεύκουμαι να τες αρθρώσω για τούτον το ζήτημαν. Κάθε φοράν ξεκινώ:

«Εν αλλοπρόσαλλη τούτη η συμπεριφορά», λαλεί μου… τζ̆αι σταματώ ως τζ̆ει̮αμαί. 

Ξαναρκέφκω. Την επόμενην φοράν προσπαθώ το στο τρίτον πρόσωπον. Να αποστασιοποιηθώ, πέρκει τζ̆αι γίνει κάτι. 

«Εν αλλοπρόσαλλη τούτη η συμπεριφορά», λαλεί της, τζ̆αι ανακατώννει τον χυμόν του με το καλαμάκι. Τα παγάκια χτυπούν αναμεταξύν τους τζ̆αι τίποτε άλλον εν ακούεται. Ακόμα εν εδιαλυθήκαν με τόσην πυράν τζ̆αι η συζήτηση τους έφτασεν τζ̆αι επήρεν μάνι μάνι φώκον.

Πάλε σταματώ. Εννα τον εκθέσω, σκέφτουμαι. Ακόμα ένας λόγος να με λαλεί αλλοπρόσαλλην. Επροσπάθησα το άλλο μιάν φοράν σε στυλ παραλληλισμού. Αν τον κάμω να φανεί καταπιεστικός σύντροφος, μπορεί να μεν καταλάβει, εσκέφτηκα τζ̆αι εσυνέχισα:

«Καλάν ρε Γιώργο», λαλεί του τζ̆είνη. Οι παλάμες της εν ανοιχτές μπροστά στα σ̆έρκα του. Τζ̆είνος τραβά λλίον πίσω το ποτήριν του τζ̆αι εξακολουθεί να μεν τη θωρεί στα μμάθκια. «Εν αλλοπρόσαλλον να θέλω να χωρίσουμεν αλλά να εξακολουθούμεν να είμαστεν φίλοι;»

Πιο κλισ̆έ πεθαίνεις, είπα που μέσα μου τζ̆αι εσταμάτησα τζ̆ει̮αμαί. Εξάλλου εν περνά καθόλου τούτον που πραγματικά θέλω να αποδώσω. Με σύντροφος ένει, με φίλος (πκιόν). Τζ̆αι όσον παραπάνω το επροσπαθούσα τζ̆αι ένιωθα πως εν εμπορούσα να γράψω την αλήθκειαν για τούτα ούλλα που με εσ̆οκκάραν, παραπάνω εβραχυκυκλώννουμουν τζ̆αι εν έθελα να γράψω τίποτε.

Σε μιαν άλλην περίπτωσην εκράτησεν με πίσω η απελπισία. Έσ̆ει πάνω που χρόνον που ετέλιωσα το βιβλίον μου τζ̆αι ακόμα περιμένω το να εκδοθεί. Μόνον ο εκδοτικός οίκος ξέρει το πότε εννα γίνει τούτον, τζ̆αι για τούτον πάλε εν είμαι τζ̆αι τέλεια σίουρη. «Εντάξει, καλέ, όποτε φκει», λαλώ του κόσμου. Στο μεταξύν όμως, απελπίζουμαι. Νιώθω το να ξωμακρύζει, ενώ η επιθυμία μου να το φωνάξω του κόσμου εν δυσανάλογα έντονη. 

Σε άλλες περιπτώσεις έτυχεν μου τούτον που πολλά εύστοχα ένας άνθρωπος που θεωρώ πολλά ξεχωριστόν αποκάλεσεν «μούθκιασμαν». Παθθαίννεις το άμαν περάσει πολλύς τζ̆αιρός τζ̆αι μεινίσκεις άπραγος. Καλομαθθαίνεις στην κατάστασην απραξίας σου, ειδικά άμαν καταλάβεις ότι εν έσ̆ει τίμημαν. Θέλω να πω, εν θα σε γυρέψει κανένας να σου ζητήσει τον λόγον. «Γιατί κύριε εν κάμνεις τίποτε, με γράφεις, με τραγουδάς; Το τρένον της Δημιουργίας αποχώρησεν, τζ̆αι εσύ ακόμα στέκεις τζ̆αι περιμένεις το». Τζ̆αι έτσι εν σε κόφτει, εν έσ̆εις κίνητρον να ξεβολευτείς. 

Εν προσπαθείς να ξεφύγεις που κάπου, που μιαν καταπιεστικήν συνθήκην που σε τυρανά, ας πούμεν (πάντα δουλεύκει δημιουργικά στην περίπτωσην μου), ώσπου τζ̆αι καταλάβεις πως τούτη η αδράνεια στην οποίαν εσυνήθισεν ο νους σου εν σ̆ειρόττερον βασανιστήριον που κάθε έξωθεν επιβεβλημένην τυραννίαν. 

Παίρνει σου όμως χρόνον να το δεις. Τζ̆αι άπαξ τζ̆αι είδες το, μετά γίνεσαι όπως τον πελλόν. Γυρίζει το δειν σου. Γίνεσαι κάττος που προσπαθεί να ξεφύγει που ξεκινημένην μηχανήν αυτοκινήτου. Εν ξέρεις προς τα πού θέλεις να πάεις, μόνον ότι θέλεις πάσει θυσία να αποδράσεις που μιαν συνθήκη που ξέρεις πως εννα σε σκοτώσει. 

Γράφω τα τούτα σήμερα για να φυτέψω έναν σπορούιν. Έννεν κάποια μικρή, κακή ιστορία – εννα ήθελα όμως να γίνει η ιστορία του πώς εξεκίνησα πάλε να γράφω. Να κάμνω χώρον μέσα μου για να εντοπίζω τες ιστορίες γύρω μου τζ̆αι ύστερα να έχω την διαύγειαν να τες ξαναζωντανέψω με λέξεις.